Κάθε χρόνο, από το 2000 που τέλειωσα επιτέλους τις σπουδές μου, πηγαίνω για λίγες μέρες στην Αθήνα διακοπές τον Αύγουστο. Συνήθως πάω μόνος μου και επιλέγω ειδικά τις μέρες που η πρωτεύουσα αδειάζει. Το ξέρω πως ακούγεται παράξενο, αλλά πρώτον πιστεύω πως η Αθήνα είναι –ακόμα- το ομορφότερο νησί και δεύτερον νομίζω πως ειδικά το κέντρο της είναι το μόνο μέρος σε ολόκληρη τη χώρα που μέσα στον Δεκαπενταύγουστο μπορεί κανείς να ησυχάσει. Κατά τον ολιγοήμερο αυτόν αθηναϊκό μου παραθερισμό, φροντίζω κάθε χρόνο να παίρνω τις βασικές τουλάχιστον αποφάσεις σχετικά με το τι επιθυμώ και τι σκοπεύω να κάνω το χρόνο που ακολουθεί. Και πάντα, εννοείται, πέφτω μέσα.
Κάπως έτσι βρέθηκα στις 14 Αυγούστου του 2010 να πίνω μόνος μου ποτά στο μόνο μπαρ που βρήκα ανοιχτό στην παραλία της Μαβίλη. Και εκεί, λιγάκι κρυφακούγοντας την αλλοπρόσαλλη συζήτηση των διπλανών, λιγάκι ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα κύματα της λεωφόρου, άξαφνα πήρα την απόφαση να πάω στο Παρίσι.
Επέστρεψα στο Βόλο την επόμενη και ουσιαστικά ξεκίνησα να ετοιμάζω τη φυγή μου. Όρισα περίπου την ημερομηνία αναχώρησης μες στην εβδομάδα μετά τις επερχόμενες Δημοτικές και Περιφερειακές, με την ελπίδα μπας και διοριστώ ξανά και πάρω μαζί μου τα λεφτά της ειδικής αποζημίωσης, αλλά η τύχη μου είχε για ακόμα μια φορά σκαρώσει τα δικά της σχέδια για μένα.
Τελικά στις εκλογές αυτές όχι μόνο δε διορίστηκα, αλλά έκανα και αίτηση εξαίρεσης λόγω υποψηφιότητας. Και να με λίγα λόγια πως προέκυψε αυτή η ιστορία:
Είναι απόγευμα Παρασκευής, την τελευταία βδομάδα του Σεπτέμβρη. Είμαι στο μαγαζί της αδερφής μου και παριστάνω τον φαρμακοποιό, ρόλος που άλλωστε με έχει αναδείξει. Χτυπάει το τηλέφωνο. Άγνωστο νούμερο. Στατιστικά άγνωστα νούμερα απόγευμα Παρασκευής δεν είναι για καλό συνήθως. Διστάζω, μα τελικά το απαντώ.
«Παρακαλώ;»
«Ο Γιάννης ο Αντάμης;»
«Ο ίδιος!»
«Γιάννη, γεια σου! Τι κάνεις; Είμαι ο Μαργαρίτης Πατσιαντάς, ο υποψήφιος δήμαρχος. Μπορώ για λίγο να σε απασχολήσω;»
Και κάπως έτσι μου έγινε η πρόταση κι εγώ, αμήχανος πολύ και αιφνιδιασμένος, ζήτησα δύο μέρες για να το σκεφτώ «κι από βδομάδα πάλι, αν θέλετε, μιλάμε».
Μόλις δυο ώρες πιο μετά τον πήρα και του είπα «δέχομαι». Με ευχαρίστησε ο άνθρωπος και όλα τα υπόλοιπα είναι πια ιστορία.
Πέρασα το Σαββατοκύριακο μάταια προσπαθώντας να καταλάβω πως του ‘ρθε και με διάλεξε. Τον ίδιο τον υποψήφιο το Δήμαρχο μόνο εξ όψεως τον ήξερα. Από τα άλλα τα μέλη του συνδυασμού, με κάποιους ένα «γεια!» το λέγαμε, αλλά ως εκεί - όχι σπουδαία πράγματα. Να με επέλεξαν για τη μαχητική μου παρουσία στο επάγγελμα, μοιάζει τουλάχιστον ανέκδοτο. Να θέλησαν να εντάξουν έναν άνθρωπο του πνεύματος στο ψηφοδέλτιό τους και το μυαλό τους να πήγε αυτόματα σε μένα, κι αυτό χλωμό μου ακούγεται. Ως άνθρωπο του οινοπνεύματος, εντάξει, με ‘ξεραν ήδη αρκετοί, αλλά μη τρελαθούμε, δεν ήμουν κι ο Μπουκόφσκι - άσε που τον Μπουκόφσκι, συνδυασμός που τον στηρίζει ο Σύριζα, μάλλον δε θα τον κυνηγούσε. Να με είχαν για αριστεροκουλτουριάρη γενικά, αυτό είναι μάλλον πιθανό, αλλά και πάλι σε τι κόσμο πίστεψαν πως θα απευθυνθεί η υποψηφιότητά μου.
Και εκεί που όλα αυτά τα στριφογύριζα μέσα στο θολωμένο μου μυαλό, ήρθε ένα δεύτερο τηλέφωνο κι εκεί τα είδα όλα.
«Παρακαλώ;»
«Ο Γιάννης ο Αντάμης;»
«Ο δίδυμος αδερφός του. Ποιος τον ζητάει, παρακαλώ;»
«Από το γραφείο του κύριου Σκοτεινιώτη σας καλώ…»
«Παιδιά, φτάνει η πλάκα! Αρκετά! Δεν είναι πια αστείο.»
«Τι είπατε; Δε σας καταλαβαίνω… Σας παίρνω για να σας πω ότι πολύ θα θέλαμε να σας είστε υποψήφιος με τον συνδυασμό μας.»
«Δε σας ακούω. Πάρτε το μηδέν!»
«Ναι; Με ακούτε; Πείτε μου! Θα σας ενδιέφερε…;»
«Τι λέτε τώρα; Φόνο θα έκανα! Μα ξέρετε, ήδη έχω κλείσει σε άλλο μαγαζί για φέτος το χειμώνα.»
Έκλεισα το τηλέφωνο. Το απενεργοποίησα. Έβγαλα την κάρτα, την κατάπια. Πέταξα τη συσκευή στον κάδο ανακύκλωσης και έπεσα για ύπνο.
Κι ενώ από τη μία προσπαθούσα να βρω κάποια εξήγηση για το πώς έγινα έτσι, στα ξαφνικά, τόσο αγαπητός και περιζήτητος, από την άλλη έπρεπε να απολογηθώ στους φίλους μου, πως έγινε και δέχτηκα την πρόταση του Πατσιαντά με τόση ευκολία.
«Καλά, εσύ δεν ετοιμάζεσαι να φύγεις στα Παρίσια;»
«Ε και λοιπόν. Εσείς δεν είστε που μου λέγατε να το ξανασκεφτώ; Εσείς δεν πολεμούσατε τη γνώμη μου να αλλάξω. Δε λέγατε, πως θα μελαγχολήσω εκεί στην ξενιτιά; Πως θα μου λείψουν τα τσίπουρα, το Posh, το Poco-Pico; Ιδού, λοιπόν! Σας δίνετε η δυνατότητα: ψηφίστε με να μείνω!»
Έτσι άρχισα πολύ δυναμικά την προεκλογική μου εκστρατεία. Και ενώ δεν είχα ιδέα στην αρχή τι έπρεπε να κάνω, σύντομα το πήρα πολύ πατριωτικά και ειδικά όταν κατάλαβα τι έπαιζε με τους συνδυασμούς των άλλων, παθιάστηκα και ούτε καν να σκέφτομαι δεν ήθελα πως πρόκειται να χάσω.
Όχι πως πριν δεν είχα τις απόψεις μου σε σχέση με τα θέματα της πόλης. Τα πεπραγμένα των προηγούμενων δημοτικών αρχών συχνά με είχαν εκνευρίσει και οι υποσχέσεις τώρα των επικρατέστερων στ’ αλήθεια με τρομάζαν. Είκοσι χρόνια παρακολουθούσα στωικά την αρπαχτή και την κακογουστιά να επελαύνουνε στην πόλη μου, όπου ο αρμονικός συνδυασμός μπετόν, βουνού και θάλασσας όλους τους γοητεύει. Είκοσι χρόνια έβλεπα κάποιους αλήτες να μου κλέβουνε την πόλη μου και από πάνω να μου πουλάν την αλητεία για ανάπτυξη και αυτό που έκανα ήταν μονάχα να γκρινιάζω. Τώρα που μου δινόταν, έστω και έτσι, από το πουθενά, η ευκαιρία να πω δυο-τρία πράγματα, πώς να την αγνοήσω;
Έτσι, όχι μονάχα δέχτηκα την πρόκληση, αλλά πωρώθηκα με την ιδέα γενικά και άρχισα να υπερασπίζομαι με πάθος την ανωτερότητα των «Δρόμων της Συνεργασίας».
«Από πότε έγινες Σύριζα εσύ;» οι φίλοι με πειράζανε.
«Από την προηγούμενη Παρασκευή το απόγευμα», εγώ τους απαντούσα.
Αποκορύφωμα της προεκλογικής δραστηριότητάς μου υπήρξε η εμφάνιση την Πέμπτη πριν τις εκλογές σε μία πρωινή εκπομπή σε κάποιο από τα Ραδιόφωνα της πόλης. Η δημοσιογράφος φάνηκε από την αρχή πως ήθελε να κάνουμε μια χαλαρή συζήτηση για τα βιβλία, για τέχνη γενικά, για τον καιρό και άλλα τέτοια ακίνδυνα. Εγώ, ωστόσο, γύριζα συνέχεια την κουβέντα ξαφνιάζοντας την μάλλον που είχα μάθει μέσα σε τόσες λίγες μέρες τόσα πολλά και νέα πράγματα του κόσμου των μεγάλων.
Το βράδυ, όταν συνάντησα τον Πατσιαντά στο εκλογικό μας κέντρο, μου φάνηκε λίγο ενοχλημένος. Κι ύστερα έσπαγα το κεφάλι μου να καταλάβω μήπως τελικά είπα καμιά τρελή ασυναρτησία στον αέρα.
Γενικά, δε μπορώ να πω ότι είχα ενθουσιαστεί με τη μορφή του προεκλογικού αγώνα που είχαμε επιλέξει ως συνδυασμός. Μου έδιναν λιγάκι την εντύπωση ότι δε νοιάζονταν και τόσο να κερδίσουμε, αλλά ο στόχος τους ήταν απλώς να πιάσουμε ένα ποσοστό αξιοπρεπές, κάτι ανάμεσα σε εκείνο που είχε συγκεντρώσει το κόμμα που επίσημα μας υποστήριζε στις τελευταίες εκλογές και σε αυτό που τώρα πια του δίνανε οι δημοσκοπήσεις.
Πάντως, ο συνδυασμός μας απαρτιζόταν από πρόσωπα σε γενικές γραμμές μαχητικά και αξιόλογα, με εμπειρία στα κοινά αναμφισβήτητη. Και ειδικά, αν έκανε κανείς τη σύγκριση με αυτούς που είχαν μαζευτεί στα άλλα ψηφοδέλτια, εμείς θα του φαινόμασταν –εντάξει, βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω- με επιτροπή σοφών για να μη πω τίποτα άλλο γραφικότερο.
Και κάπως έτσι φτάσαμε μια μέρα πριν τις εκλογές και τότε ξαφνικά εξαφανίστηκε όλος ο ενθουσιασμός μου. Πρωί-πρωί με πήρε η αδερφή μου και με ξύπνησε:
«Γιάννη, που είσαι; Με ακούς; Πέθανε ο παππούλης!»
Την Κυριακή αυτών των εκλογών έμελλε να τη θυμάμαι τελικά ως μία μέρα θλίψης και απώλειας. Ελάχιστα ασχολήθηκα με το αποτέλεσμα της κάλπης και μόνο αργά το βράδυ πέρασα μια βόλτα από τα γραφεία του συνδυασμού, όπου και επικρατούσε προβληματισμός ως προς το τι θα κάνουμε στις επαναληπτικές μετά από μια βδομάδα. Κάποιος γελοίος συνυποψήφιός μου, που είχε μάθει τα δυσάρεστα, μόλις με είδε, έσπευσε να με συλλυπηθεί:
«Τι κρίμα! Έχασες και την ψήφο του…»
Μου ήρθε να του δώσω κουτουλιά, αλλά ευτυχώς κρατήθηκα.
Η αλήθεια είναι πως τον παππού τον περιμέναμε, μα όσο και να έχει κανείς προετοιμαστεί γα το κακό κοιτάζοντάς το σιγά –σιγά να πλησιάζει, ο θάνατος τόσο αγαπημένων προσώπων κοντινών κάνει όλους αυτούς τους λογικούς συλλογισμούς να ακούγονται γελοίοι. Και ο παππούς μου –πατέρας της μητέρας μου- ήταν για μένα άνθρωπος πολύ σημαντικός, που βρέθηκε σε ολόκληρή μου τη ζωή στο πλάι μου και έφυγε χωρίς καλά-καλά να τον γνωρίσω.
Τη δεύτερη Κυριακή ψήφισα για πρώτη μου φορά λευκό, αρνούμενος να μπω στο δίλημμα να επιλέξω ανάμεσα στους δυο υποψήφιους δημάρχους. Ουσιαστικά από την Δευτέρα μετά τις πρώτες εκλογές είχα ήδη αρχίσει να φτιάχνω τις αποσκευές μου. Όσο πλησίαζε η μέρα της αναχώρησης, το κέφι μου επέστρεφε και τώρα πια ήμουν σε θέση να απαντήσω στα πειράγματα των φίλων αναλόγως.
«Α, ώστε φεύγεις τελικά; Και όπως όλοι οι σωστοί αυτοεξόριστοι, πηγαίνεις στο Παρίσι…»
«Καλά, δεν πάω μακριά. Και μην ανησυχείτε! Αμέσως μόλις καταλάβετε το σφάλμα σας, δεν έχετε παρά να με καλέσετε κι εγώ θα επιστρέψω.»
Κάπως έτσι βρέθηκα στις 14 Αυγούστου του 2010 να πίνω μόνος μου ποτά στο μόνο μπαρ που βρήκα ανοιχτό στην παραλία της Μαβίλη. Και εκεί, λιγάκι κρυφακούγοντας την αλλοπρόσαλλη συζήτηση των διπλανών, λιγάκι ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα κύματα της λεωφόρου, άξαφνα πήρα την απόφαση να πάω στο Παρίσι.
Επέστρεψα στο Βόλο την επόμενη και ουσιαστικά ξεκίνησα να ετοιμάζω τη φυγή μου. Όρισα περίπου την ημερομηνία αναχώρησης μες στην εβδομάδα μετά τις επερχόμενες Δημοτικές και Περιφερειακές, με την ελπίδα μπας και διοριστώ ξανά και πάρω μαζί μου τα λεφτά της ειδικής αποζημίωσης, αλλά η τύχη μου είχε για ακόμα μια φορά σκαρώσει τα δικά της σχέδια για μένα.
Τελικά στις εκλογές αυτές όχι μόνο δε διορίστηκα, αλλά έκανα και αίτηση εξαίρεσης λόγω υποψηφιότητας. Και να με λίγα λόγια πως προέκυψε αυτή η ιστορία:
Είναι απόγευμα Παρασκευής, την τελευταία βδομάδα του Σεπτέμβρη. Είμαι στο μαγαζί της αδερφής μου και παριστάνω τον φαρμακοποιό, ρόλος που άλλωστε με έχει αναδείξει. Χτυπάει το τηλέφωνο. Άγνωστο νούμερο. Στατιστικά άγνωστα νούμερα απόγευμα Παρασκευής δεν είναι για καλό συνήθως. Διστάζω, μα τελικά το απαντώ.
«Παρακαλώ;»
«Ο Γιάννης ο Αντάμης;»
«Ο ίδιος!»
«Γιάννη, γεια σου! Τι κάνεις; Είμαι ο Μαργαρίτης Πατσιαντάς, ο υποψήφιος δήμαρχος. Μπορώ για λίγο να σε απασχολήσω;»
Και κάπως έτσι μου έγινε η πρόταση κι εγώ, αμήχανος πολύ και αιφνιδιασμένος, ζήτησα δύο μέρες για να το σκεφτώ «κι από βδομάδα πάλι, αν θέλετε, μιλάμε».
Μόλις δυο ώρες πιο μετά τον πήρα και του είπα «δέχομαι». Με ευχαρίστησε ο άνθρωπος και όλα τα υπόλοιπα είναι πια ιστορία.
Πέρασα το Σαββατοκύριακο μάταια προσπαθώντας να καταλάβω πως του ‘ρθε και με διάλεξε. Τον ίδιο τον υποψήφιο το Δήμαρχο μόνο εξ όψεως τον ήξερα. Από τα άλλα τα μέλη του συνδυασμού, με κάποιους ένα «γεια!» το λέγαμε, αλλά ως εκεί - όχι σπουδαία πράγματα. Να με επέλεξαν για τη μαχητική μου παρουσία στο επάγγελμα, μοιάζει τουλάχιστον ανέκδοτο. Να θέλησαν να εντάξουν έναν άνθρωπο του πνεύματος στο ψηφοδέλτιό τους και το μυαλό τους να πήγε αυτόματα σε μένα, κι αυτό χλωμό μου ακούγεται. Ως άνθρωπο του οινοπνεύματος, εντάξει, με ‘ξεραν ήδη αρκετοί, αλλά μη τρελαθούμε, δεν ήμουν κι ο Μπουκόφσκι - άσε που τον Μπουκόφσκι, συνδυασμός που τον στηρίζει ο Σύριζα, μάλλον δε θα τον κυνηγούσε. Να με είχαν για αριστεροκουλτουριάρη γενικά, αυτό είναι μάλλον πιθανό, αλλά και πάλι σε τι κόσμο πίστεψαν πως θα απευθυνθεί η υποψηφιότητά μου.
Και εκεί που όλα αυτά τα στριφογύριζα μέσα στο θολωμένο μου μυαλό, ήρθε ένα δεύτερο τηλέφωνο κι εκεί τα είδα όλα.
«Παρακαλώ;»
«Ο Γιάννης ο Αντάμης;»
«Ο δίδυμος αδερφός του. Ποιος τον ζητάει, παρακαλώ;»
«Από το γραφείο του κύριου Σκοτεινιώτη σας καλώ…»
«Παιδιά, φτάνει η πλάκα! Αρκετά! Δεν είναι πια αστείο.»
«Τι είπατε; Δε σας καταλαβαίνω… Σας παίρνω για να σας πω ότι πολύ θα θέλαμε να σας είστε υποψήφιος με τον συνδυασμό μας.»
«Δε σας ακούω. Πάρτε το μηδέν!»
«Ναι; Με ακούτε; Πείτε μου! Θα σας ενδιέφερε…;»
«Τι λέτε τώρα; Φόνο θα έκανα! Μα ξέρετε, ήδη έχω κλείσει σε άλλο μαγαζί για φέτος το χειμώνα.»
Έκλεισα το τηλέφωνο. Το απενεργοποίησα. Έβγαλα την κάρτα, την κατάπια. Πέταξα τη συσκευή στον κάδο ανακύκλωσης και έπεσα για ύπνο.
Κι ενώ από τη μία προσπαθούσα να βρω κάποια εξήγηση για το πώς έγινα έτσι, στα ξαφνικά, τόσο αγαπητός και περιζήτητος, από την άλλη έπρεπε να απολογηθώ στους φίλους μου, πως έγινε και δέχτηκα την πρόταση του Πατσιαντά με τόση ευκολία.
«Καλά, εσύ δεν ετοιμάζεσαι να φύγεις στα Παρίσια;»
«Ε και λοιπόν. Εσείς δεν είστε που μου λέγατε να το ξανασκεφτώ; Εσείς δεν πολεμούσατε τη γνώμη μου να αλλάξω. Δε λέγατε, πως θα μελαγχολήσω εκεί στην ξενιτιά; Πως θα μου λείψουν τα τσίπουρα, το Posh, το Poco-Pico; Ιδού, λοιπόν! Σας δίνετε η δυνατότητα: ψηφίστε με να μείνω!»
Έτσι άρχισα πολύ δυναμικά την προεκλογική μου εκστρατεία. Και ενώ δεν είχα ιδέα στην αρχή τι έπρεπε να κάνω, σύντομα το πήρα πολύ πατριωτικά και ειδικά όταν κατάλαβα τι έπαιζε με τους συνδυασμούς των άλλων, παθιάστηκα και ούτε καν να σκέφτομαι δεν ήθελα πως πρόκειται να χάσω.
Όχι πως πριν δεν είχα τις απόψεις μου σε σχέση με τα θέματα της πόλης. Τα πεπραγμένα των προηγούμενων δημοτικών αρχών συχνά με είχαν εκνευρίσει και οι υποσχέσεις τώρα των επικρατέστερων στ’ αλήθεια με τρομάζαν. Είκοσι χρόνια παρακολουθούσα στωικά την αρπαχτή και την κακογουστιά να επελαύνουνε στην πόλη μου, όπου ο αρμονικός συνδυασμός μπετόν, βουνού και θάλασσας όλους τους γοητεύει. Είκοσι χρόνια έβλεπα κάποιους αλήτες να μου κλέβουνε την πόλη μου και από πάνω να μου πουλάν την αλητεία για ανάπτυξη και αυτό που έκανα ήταν μονάχα να γκρινιάζω. Τώρα που μου δινόταν, έστω και έτσι, από το πουθενά, η ευκαιρία να πω δυο-τρία πράγματα, πώς να την αγνοήσω;
Έτσι, όχι μονάχα δέχτηκα την πρόκληση, αλλά πωρώθηκα με την ιδέα γενικά και άρχισα να υπερασπίζομαι με πάθος την ανωτερότητα των «Δρόμων της Συνεργασίας».
«Από πότε έγινες Σύριζα εσύ;» οι φίλοι με πειράζανε.
«Από την προηγούμενη Παρασκευή το απόγευμα», εγώ τους απαντούσα.
Αποκορύφωμα της προεκλογικής δραστηριότητάς μου υπήρξε η εμφάνιση την Πέμπτη πριν τις εκλογές σε μία πρωινή εκπομπή σε κάποιο από τα Ραδιόφωνα της πόλης. Η δημοσιογράφος φάνηκε από την αρχή πως ήθελε να κάνουμε μια χαλαρή συζήτηση για τα βιβλία, για τέχνη γενικά, για τον καιρό και άλλα τέτοια ακίνδυνα. Εγώ, ωστόσο, γύριζα συνέχεια την κουβέντα ξαφνιάζοντας την μάλλον που είχα μάθει μέσα σε τόσες λίγες μέρες τόσα πολλά και νέα πράγματα του κόσμου των μεγάλων.
Το βράδυ, όταν συνάντησα τον Πατσιαντά στο εκλογικό μας κέντρο, μου φάνηκε λίγο ενοχλημένος. Κι ύστερα έσπαγα το κεφάλι μου να καταλάβω μήπως τελικά είπα καμιά τρελή ασυναρτησία στον αέρα.
Γενικά, δε μπορώ να πω ότι είχα ενθουσιαστεί με τη μορφή του προεκλογικού αγώνα που είχαμε επιλέξει ως συνδυασμός. Μου έδιναν λιγάκι την εντύπωση ότι δε νοιάζονταν και τόσο να κερδίσουμε, αλλά ο στόχος τους ήταν απλώς να πιάσουμε ένα ποσοστό αξιοπρεπές, κάτι ανάμεσα σε εκείνο που είχε συγκεντρώσει το κόμμα που επίσημα μας υποστήριζε στις τελευταίες εκλογές και σε αυτό που τώρα πια του δίνανε οι δημοσκοπήσεις.
Πάντως, ο συνδυασμός μας απαρτιζόταν από πρόσωπα σε γενικές γραμμές μαχητικά και αξιόλογα, με εμπειρία στα κοινά αναμφισβήτητη. Και ειδικά, αν έκανε κανείς τη σύγκριση με αυτούς που είχαν μαζευτεί στα άλλα ψηφοδέλτια, εμείς θα του φαινόμασταν –εντάξει, βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω- με επιτροπή σοφών για να μη πω τίποτα άλλο γραφικότερο.
Και κάπως έτσι φτάσαμε μια μέρα πριν τις εκλογές και τότε ξαφνικά εξαφανίστηκε όλος ο ενθουσιασμός μου. Πρωί-πρωί με πήρε η αδερφή μου και με ξύπνησε:
«Γιάννη, που είσαι; Με ακούς; Πέθανε ο παππούλης!»
Την Κυριακή αυτών των εκλογών έμελλε να τη θυμάμαι τελικά ως μία μέρα θλίψης και απώλειας. Ελάχιστα ασχολήθηκα με το αποτέλεσμα της κάλπης και μόνο αργά το βράδυ πέρασα μια βόλτα από τα γραφεία του συνδυασμού, όπου και επικρατούσε προβληματισμός ως προς το τι θα κάνουμε στις επαναληπτικές μετά από μια βδομάδα. Κάποιος γελοίος συνυποψήφιός μου, που είχε μάθει τα δυσάρεστα, μόλις με είδε, έσπευσε να με συλλυπηθεί:
«Τι κρίμα! Έχασες και την ψήφο του…»
Μου ήρθε να του δώσω κουτουλιά, αλλά ευτυχώς κρατήθηκα.
Η αλήθεια είναι πως τον παππού τον περιμέναμε, μα όσο και να έχει κανείς προετοιμαστεί γα το κακό κοιτάζοντάς το σιγά –σιγά να πλησιάζει, ο θάνατος τόσο αγαπημένων προσώπων κοντινών κάνει όλους αυτούς τους λογικούς συλλογισμούς να ακούγονται γελοίοι. Και ο παππούς μου –πατέρας της μητέρας μου- ήταν για μένα άνθρωπος πολύ σημαντικός, που βρέθηκε σε ολόκληρή μου τη ζωή στο πλάι μου και έφυγε χωρίς καλά-καλά να τον γνωρίσω.
Τη δεύτερη Κυριακή ψήφισα για πρώτη μου φορά λευκό, αρνούμενος να μπω στο δίλημμα να επιλέξω ανάμεσα στους δυο υποψήφιους δημάρχους. Ουσιαστικά από την Δευτέρα μετά τις πρώτες εκλογές είχα ήδη αρχίσει να φτιάχνω τις αποσκευές μου. Όσο πλησίαζε η μέρα της αναχώρησης, το κέφι μου επέστρεφε και τώρα πια ήμουν σε θέση να απαντήσω στα πειράγματα των φίλων αναλόγως.
«Α, ώστε φεύγεις τελικά; Και όπως όλοι οι σωστοί αυτοεξόριστοι, πηγαίνεις στο Παρίσι…»
«Καλά, δεν πάω μακριά. Και μην ανησυχείτε! Αμέσως μόλις καταλάβετε το σφάλμα σας, δεν έχετε παρά να με καλέσετε κι εγώ θα επιστρέψω.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου