Και κάπως έτσι εφτάσαμε στην 6η Μαΐου του 2012. Το τι συνέβη στη Δημοκρατία μας στα δυόμιση χρόνια που μεσολάβησαν από τον Οκτώβριο του 2009 λίγο πολύ όλοι σας τα γνωρίζετε κι αλλοίμονο στους άμοιρους ιστορικούς του μέλλοντος που θα θελήσουν να καταπιαστούν μαζί τους. Το τι συνέβη στην προσωπική ζωή ήρωα της ιστορίας μας κανέναν προφανώς δεν αφορά, αλλά επειδή τυχαίνει αυτός να είναι και ο συγγραφέας των αποσπασμάτων που διαβάζετε, είναι λιγάκι δύσκολο να μείνουν εντελώς εκτός κειμένου.
Συνοπτικά λοιπόν, ας πούμε πως οι τάσεις φυγής μου από την πόλη μου κι από τη δικηγορία όχι μονάχα συνέχισαν να υφίστανται, αλλά εντάθηκαν σημαντικά και ως εκ τούτου με οδήγησαν σε εξαιρετικά αμφίβολες επιλογές και καταστάσεις τουλάχιστον περίεργες. Αυτό είχε φυσικά ως αποτέλεσμα να βρίσκομαι αφενός ως προς το ηθικό και την ψυχολογία μου σε φάση σαφώς πολύ καλύτερη από αυτήν που σας εξέθεσα στο προηγούμενο κεφάλαιο, αφετέρου δυστυχώς σε οικονομική κατάσταση πιο άθλια από ποτέ, αφού πέρασα το μεγαλύτερο διάστημα όχι πια κυνηγώντας μα παίζοντας στην ουσία με την ταλαίπωρη την τύχη μου ανάμεσα σε Φλάνδρα και Καστίλλη.
Και κάπως έτσι υποδέχτηκα την τελευταία μου, ελέω κρίσης –και καλά- κουτσουρεμένη ειδική εκλογική αποζημίωση –περίπου τα μισά λεφτά σε σχέση με εκείνα των πρώτων μου εκλογών του 2002- ως μάννα εξ ουρανού, λίγο πριν εξαναγκαστώ να καταφύγω σε εξωτερική οικονομική βοήθεια.
Ο μόνος δικηγόρος με τον οποίον πια κρατάω κάποια επαφή, ο φίλος μου ο Κώστας, από νωρίς με είχε προειδοποιήσει.
«Ακούγεται πως θα μας δώσουν ένα πεντακοσάρικο…»
«Πάλι καλά, να λέμε. Αφού δεν μας επιστρατεύουν.»
«…Μικτά!»
«Τι λες, μωρέ. Φορολογείται η ειδική αποζημίωση; Μήπως πρέπει να κόψουμε κι απόδειξη στην Ελληνική Δημοκρατία;»
«Καλά, μη το γελάς! Τίποτα πια δεν αποκλείεται.»
Τελικά πήρα πεντακόσια ευρώ και κάτι καθαρά. Αλλά και μόνο που με διόρισαν, σχεδόν το πανηγύρισα λες κι είχα κερδίσει το λαχείο.
Τοποθετήθηκα στο Δήμο Βόλου, στο 138ο εκλογικό τμήμα, που στεγαζόταν στο 5ο Ενιαίο Λύκειο - εκεί που πήγαινε η αδερφή μου. Το ρόλο του γραμματέα και τα εκατό ευρώ της αμοιβής τα μοίρασα χριστιανικά στο Γεώ, που του χρωστούσα χάρη γενικά, και στο Σπύρο –τον συναντήσαμε ξανά στο πρώτο επεισόδιο- που τα είχε πιο πολύ ανάγκη.
Πρέπει να πω πως, προκειμένου να μη χάσω τον διορισμό, αρνήθηκα σε δυο κόμματα προτάσεις να με εντάξουν στους συνδυασμούς τους. Λίγο η ηλεκτρονική εξωστρεφής περσόνα μου, που από τότε που έχω πάψει να εκδίδομαι επιμελώς έχω κατασκευάσει, λίγο η υποψηφιότητά μου στις Δημοτικές, όπου τα είχα πάει καλούτσικα, είχα αποκτήσει τα προσόντα να εξελιχθώ σε έναν καθωσπρέπει μαϊντανό – εδώ και με αυτές τις εκλογές του Δικηγορικού Συλλόγου κάποιοι επιχείρησαν ακόμα να με μπλέξουν. Αρνήθηκα ευγενικά και υποσχέθηκα, εννοείται, και στους δυο πως σίγουρα θα τους ψηφίσω.
Για κάποιο λόγο, εν τω μεταξύ, ακατανόητο οι τελευταίες μέρες πριν από τις εκλογές πάντοτε μου θύμιζαν λίγο από Μεγάλη Εβδομάδα. Ετούτη τη φορά, ωστόσο, η εντύπωσή μου αυτή ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Και μάλιστα σε όποιον με ρωτούσε να του πω, πώς βλέπω, άραγε, τα πράγματα ή πώς τα περνάω γενικά ή πώς τα πάω με τη Νάστια, εγώ έδινα διαρκώς μηχανικά την ίδια πάντα μυστηριώδη απάντηση-χρησμό:
«Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας…»
Μια μέρα πριν τις εκλογές πήγα με τα παιδιά για μπάνιο στην Καλλιφτέρη. Ήταν μαζί κι ο φίλος μου ο Δημήτρης που είναι διπλωμάτης και όσο να ‘ναι έχει μια ιδέα του «τι παίζει» από εμάς λιγάκι πιο ξεκάθαρη. Έτσι, την ώρα που λιαζόμασταν, δοκίμασα να κάνουμε μια πολιτική κουβέντα, ελπίζοντας σε μια πιο ψύχραιμη ματιά, αλλά με αυτά που άκουσα γρήγορα το μετάνιωσα και βούτηξα ξανά στη θάλασσα και στους συλλογισμούς μου.
«Και πότε φεύγεις για Μαδρίτη, δηλαδή;» με ρώτησε ο άνθρωπός μου στο ΥΠ.ΕΞ., ενώ επιστρέφαμε στην πόλη.
«Πετάω τριάντα του μηνός, αλλά πότε γυρίζω άγνωστο. Μπορεί και να επιστρέψω τον Ιούλιο. Θα δούμε πως θα πάει…»
«Δεν κάθεσαι για πάντα, λέω εγώ. Τι θέλεις να γυρίσεις;»
«Γιατί; Μήπως είναι καλύτερα εκεί; Και έπειτα, να κάτσω τι να κάνω;»
«Έλα μου ντε», κατέληξε σιβυλλικά και αναστενάζοντας επέστρεψε το βλέμμα του στο χαμογελαστό τοπίο του Πηλίου.
Το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Προσπάθησα, στ’ αλήθεια, δηλαδή, αλλά δεν τα κατάφερα. Η ώρα περνούσε βασανιστικά κι εγώ σκεφτόμουν πως σε λίγο θα ξημέρωνε και θα με εκτελούσαν. Όταν κάποια στιγμή μου φάνηκε πως ένιωσα τον ύπνο να με πλησιάζει, άρχισε τότε να βαράει το τηλέφωνο και οριστικά τον έδιωξε μακριά μου.
«Έλα, ρε! Κοιμάσαι; Είναι έξι ακριβώς. Θα έρθεις να με μαζέψεις;»
Ο Γεώ περίμενε έξω από το σπίτι του.
«Πως είσαι έτσι;» είπε μόλις με αντίκρισε.
Πρώτη φορά θα ασκούσα τα καθήκοντά μου ως δικαστικός αντιπρόσωπος τόσο αξύριστος και τόσο στραπατσαρισμένος.
Πήραμε καφέδες και νερά από ένα μαγαζί στην Αναλήψεως κι αρχίσαμε να ανηφορίζουμε την Κύπρου.
Το εκλογικό μας τμήμα βρισκόταν στην πιο μίζερη, μικρή και σκοτεινή τάξη που έχω δει ποτέ μου. Από την εφορευτική επιτροπή ήρθε μονάχα ένας και έτσι αναγκάστηκα να δανειστώ έναν ακόμα από τους διπλανούς. Ευτυχώς ήταν και οι δυο τους πολύ εργατικοί και πρόθυμοι και έτσι τελικά τα καταφέραμε. Επίσης ο Φίλιππος, παλιός συμμαθητής και φίλος μας, που είχε φροντίσει από πριν να είναι εκπρόσωπος του κόμματός του στο τμήμα μας, αποδείχθηκε μια μηχανή που παρήγαγε ακούραστα πακέτα από ψηφοδέλτια. Και γενικά το κλίμα ήταν σχεδόν οικογενειακό, ενώ το one man show του Γεώ με έκανε να λησμονήσω την κούραση και την ανησυχία μου.
Προβλήματα ουσιαστικά δεν είχαμε. Τρεις-τέσσερις καμένοι ψηφοφόροι που θέλησαν να ασκήσουν επιδεικτικά το αναφαίρετο και ιερό καθήκον τους χωρίς να μπουν στο παραβάν, τους έβαλα στην τάξη με το ζόρι.
«Η ψηφοφορία είναι υποχρεωτικά μυστική, κύριε. Όσο κι αν θέλετε εσείς να μάθουμε την ψήφο σας, εμείς δε θέλουμε στ’ αλήθεια να την δούμε.»
Έτσι όπως ανδροκρατούνταν η εφορευτική μου επιτροπή, τα σεξιστικά σχόλια δεν έλειψαν καθόλου, ενώ όλοι τους γκρινιάζαν διαρκώς που όλες οι καλές οι γκόμενες πήγαιναν σε άλλες τάξεις να ψηφίσουν.
Οι ψηφοφόροι μου φάνηκαν πιο τρελαμένοι από ποτέ. Ιδίως οι νεότεροι. Ένας πιτσιρικάς με πλησίασε δειλά και με ρώτησε όσο μπορούσε χαμηλόφωνα:
«Συγνώμη! Ξέρετε, ψηφίζω για πρώτη μου φορά. Μπορείτε, μήπως, να μου εξηγήσετε τι ακριβώς πρέπει να κάνω;»
Η ερώτηση, το ύφος του, ακόμα και τα σημάδια της ακμής στο πρόσωπό του σχεδόν με πανικόβαλαν. Του τα είπα όλα, όσο γινόταν πιο κατατοπιστικά. Εντάξει, δεν είχε να λύσει και καμιά τριτοβάθμια εξίσωση. Ωστόσο, ο νεαρός ζητούσε συνεχώς διευκρινήσεις.
«Και που ‘σαι», πετάχτηκε ένας εξυπνάκιας από πίσω του. «Βάλε σταυρό δίπλα στο όνομα του υποψήφιου! Μην πας και κάνεις like!»
Είμαι απολύτως σίγουρος πως ένα από τα τρία άκυρα που βρήκαμε μετά στην καταμέτρηση ήταν μάλλον δικό του.
Μία η ώρα ήρθε ο Σπύρος να αντικαταστήσει τον Γεώ, αλλά αυτός παρέμεινε μαζί μας τελικά, αφού γούσταρε αφάνταστα την όλη φάση γενικά και δεν έλεγε ούτε στιγμή να ξεκολλήσει.
Με δύο γραμματείς στην καταμέτρηση, όλα κύλησαν γρήγορα. Κάναμε ένα λάθος, από αυτά όμως, που ευτυχώς κόβονται εύκολα στη συνέχεια στο μοντάζ. Έντεκα η ώρα ήδη βρισκόμασταν όλοι μαζί στην Ποδηλάτισσα με ένα ποτό στο χέρι.
«Πως πήγε;» με ρώτησε ο Δημήτρης, όταν έφτασε.
«Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας», μηχανικά και αυθόρμητα του απάντησα.
Και κάπως έτσι υποδέχτηκα την τελευταία μου, ελέω κρίσης –και καλά- κουτσουρεμένη ειδική εκλογική αποζημίωση –περίπου τα μισά λεφτά σε σχέση με εκείνα των πρώτων μου εκλογών του 2002- ως μάννα εξ ουρανού, λίγο πριν εξαναγκαστώ να καταφύγω σε εξωτερική οικονομική βοήθεια.
Ο μόνος δικηγόρος με τον οποίον πια κρατάω κάποια επαφή, ο φίλος μου ο Κώστας, από νωρίς με είχε προειδοποιήσει.
«Ακούγεται πως θα μας δώσουν ένα πεντακοσάρικο…»
«Πάλι καλά, να λέμε. Αφού δεν μας επιστρατεύουν.»
«…Μικτά!»
«Τι λες, μωρέ. Φορολογείται η ειδική αποζημίωση; Μήπως πρέπει να κόψουμε κι απόδειξη στην Ελληνική Δημοκρατία;»
«Καλά, μη το γελάς! Τίποτα πια δεν αποκλείεται.»
Τελικά πήρα πεντακόσια ευρώ και κάτι καθαρά. Αλλά και μόνο που με διόρισαν, σχεδόν το πανηγύρισα λες κι είχα κερδίσει το λαχείο.
Τοποθετήθηκα στο Δήμο Βόλου, στο 138ο εκλογικό τμήμα, που στεγαζόταν στο 5ο Ενιαίο Λύκειο - εκεί που πήγαινε η αδερφή μου. Το ρόλο του γραμματέα και τα εκατό ευρώ της αμοιβής τα μοίρασα χριστιανικά στο Γεώ, που του χρωστούσα χάρη γενικά, και στο Σπύρο –τον συναντήσαμε ξανά στο πρώτο επεισόδιο- που τα είχε πιο πολύ ανάγκη.
Πρέπει να πω πως, προκειμένου να μη χάσω τον διορισμό, αρνήθηκα σε δυο κόμματα προτάσεις να με εντάξουν στους συνδυασμούς τους. Λίγο η ηλεκτρονική εξωστρεφής περσόνα μου, που από τότε που έχω πάψει να εκδίδομαι επιμελώς έχω κατασκευάσει, λίγο η υποψηφιότητά μου στις Δημοτικές, όπου τα είχα πάει καλούτσικα, είχα αποκτήσει τα προσόντα να εξελιχθώ σε έναν καθωσπρέπει μαϊντανό – εδώ και με αυτές τις εκλογές του Δικηγορικού Συλλόγου κάποιοι επιχείρησαν ακόμα να με μπλέξουν. Αρνήθηκα ευγενικά και υποσχέθηκα, εννοείται, και στους δυο πως σίγουρα θα τους ψηφίσω.
Για κάποιο λόγο, εν τω μεταξύ, ακατανόητο οι τελευταίες μέρες πριν από τις εκλογές πάντοτε μου θύμιζαν λίγο από Μεγάλη Εβδομάδα. Ετούτη τη φορά, ωστόσο, η εντύπωσή μου αυτή ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Και μάλιστα σε όποιον με ρωτούσε να του πω, πώς βλέπω, άραγε, τα πράγματα ή πώς τα περνάω γενικά ή πώς τα πάω με τη Νάστια, εγώ έδινα διαρκώς μηχανικά την ίδια πάντα μυστηριώδη απάντηση-χρησμό:
«Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας…»
Μια μέρα πριν τις εκλογές πήγα με τα παιδιά για μπάνιο στην Καλλιφτέρη. Ήταν μαζί κι ο φίλος μου ο Δημήτρης που είναι διπλωμάτης και όσο να ‘ναι έχει μια ιδέα του «τι παίζει» από εμάς λιγάκι πιο ξεκάθαρη. Έτσι, την ώρα που λιαζόμασταν, δοκίμασα να κάνουμε μια πολιτική κουβέντα, ελπίζοντας σε μια πιο ψύχραιμη ματιά, αλλά με αυτά που άκουσα γρήγορα το μετάνιωσα και βούτηξα ξανά στη θάλασσα και στους συλλογισμούς μου.
«Και πότε φεύγεις για Μαδρίτη, δηλαδή;» με ρώτησε ο άνθρωπός μου στο ΥΠ.ΕΞ., ενώ επιστρέφαμε στην πόλη.
«Πετάω τριάντα του μηνός, αλλά πότε γυρίζω άγνωστο. Μπορεί και να επιστρέψω τον Ιούλιο. Θα δούμε πως θα πάει…»
«Δεν κάθεσαι για πάντα, λέω εγώ. Τι θέλεις να γυρίσεις;»
«Γιατί; Μήπως είναι καλύτερα εκεί; Και έπειτα, να κάτσω τι να κάνω;»
«Έλα μου ντε», κατέληξε σιβυλλικά και αναστενάζοντας επέστρεψε το βλέμμα του στο χαμογελαστό τοπίο του Πηλίου.
Το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Προσπάθησα, στ’ αλήθεια, δηλαδή, αλλά δεν τα κατάφερα. Η ώρα περνούσε βασανιστικά κι εγώ σκεφτόμουν πως σε λίγο θα ξημέρωνε και θα με εκτελούσαν. Όταν κάποια στιγμή μου φάνηκε πως ένιωσα τον ύπνο να με πλησιάζει, άρχισε τότε να βαράει το τηλέφωνο και οριστικά τον έδιωξε μακριά μου.
«Έλα, ρε! Κοιμάσαι; Είναι έξι ακριβώς. Θα έρθεις να με μαζέψεις;»
Ο Γεώ περίμενε έξω από το σπίτι του.
«Πως είσαι έτσι;» είπε μόλις με αντίκρισε.
Πρώτη φορά θα ασκούσα τα καθήκοντά μου ως δικαστικός αντιπρόσωπος τόσο αξύριστος και τόσο στραπατσαρισμένος.
Πήραμε καφέδες και νερά από ένα μαγαζί στην Αναλήψεως κι αρχίσαμε να ανηφορίζουμε την Κύπρου.
Το εκλογικό μας τμήμα βρισκόταν στην πιο μίζερη, μικρή και σκοτεινή τάξη που έχω δει ποτέ μου. Από την εφορευτική επιτροπή ήρθε μονάχα ένας και έτσι αναγκάστηκα να δανειστώ έναν ακόμα από τους διπλανούς. Ευτυχώς ήταν και οι δυο τους πολύ εργατικοί και πρόθυμοι και έτσι τελικά τα καταφέραμε. Επίσης ο Φίλιππος, παλιός συμμαθητής και φίλος μας, που είχε φροντίσει από πριν να είναι εκπρόσωπος του κόμματός του στο τμήμα μας, αποδείχθηκε μια μηχανή που παρήγαγε ακούραστα πακέτα από ψηφοδέλτια. Και γενικά το κλίμα ήταν σχεδόν οικογενειακό, ενώ το one man show του Γεώ με έκανε να λησμονήσω την κούραση και την ανησυχία μου.
Προβλήματα ουσιαστικά δεν είχαμε. Τρεις-τέσσερις καμένοι ψηφοφόροι που θέλησαν να ασκήσουν επιδεικτικά το αναφαίρετο και ιερό καθήκον τους χωρίς να μπουν στο παραβάν, τους έβαλα στην τάξη με το ζόρι.
«Η ψηφοφορία είναι υποχρεωτικά μυστική, κύριε. Όσο κι αν θέλετε εσείς να μάθουμε την ψήφο σας, εμείς δε θέλουμε στ’ αλήθεια να την δούμε.»
Έτσι όπως ανδροκρατούνταν η εφορευτική μου επιτροπή, τα σεξιστικά σχόλια δεν έλειψαν καθόλου, ενώ όλοι τους γκρινιάζαν διαρκώς που όλες οι καλές οι γκόμενες πήγαιναν σε άλλες τάξεις να ψηφίσουν.
Οι ψηφοφόροι μου φάνηκαν πιο τρελαμένοι από ποτέ. Ιδίως οι νεότεροι. Ένας πιτσιρικάς με πλησίασε δειλά και με ρώτησε όσο μπορούσε χαμηλόφωνα:
«Συγνώμη! Ξέρετε, ψηφίζω για πρώτη μου φορά. Μπορείτε, μήπως, να μου εξηγήσετε τι ακριβώς πρέπει να κάνω;»
Η ερώτηση, το ύφος του, ακόμα και τα σημάδια της ακμής στο πρόσωπό του σχεδόν με πανικόβαλαν. Του τα είπα όλα, όσο γινόταν πιο κατατοπιστικά. Εντάξει, δεν είχε να λύσει και καμιά τριτοβάθμια εξίσωση. Ωστόσο, ο νεαρός ζητούσε συνεχώς διευκρινήσεις.
«Και που ‘σαι», πετάχτηκε ένας εξυπνάκιας από πίσω του. «Βάλε σταυρό δίπλα στο όνομα του υποψήφιου! Μην πας και κάνεις like!»
Είμαι απολύτως σίγουρος πως ένα από τα τρία άκυρα που βρήκαμε μετά στην καταμέτρηση ήταν μάλλον δικό του.
Μία η ώρα ήρθε ο Σπύρος να αντικαταστήσει τον Γεώ, αλλά αυτός παρέμεινε μαζί μας τελικά, αφού γούσταρε αφάνταστα την όλη φάση γενικά και δεν έλεγε ούτε στιγμή να ξεκολλήσει.
Με δύο γραμματείς στην καταμέτρηση, όλα κύλησαν γρήγορα. Κάναμε ένα λάθος, από αυτά όμως, που ευτυχώς κόβονται εύκολα στη συνέχεια στο μοντάζ. Έντεκα η ώρα ήδη βρισκόμασταν όλοι μαζί στην Ποδηλάτισσα με ένα ποτό στο χέρι.
«Πως πήγε;» με ρώτησε ο Δημήτρης, όταν έφτασε.
«Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας», μηχανικά και αυθόρμητα του απάντησα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου