Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Πάμπλο

Για να πάει κανείς από τη Σεβίγια στην Κόντε ντε Καζάλ πρέπει να αλλάξει τρία γραμμές με όλη εκείνη την υπόγεια περιπλάνηση που συνεπάγεται αυτό μες στους σταθμούς μετεπιβίβασης. Ωστόσο, αν και η διαδρομή στο χάρτη φαινότανε μικρή –ουσιαστικά αρκούσε να διασχίσω το Ρετίρο- δεν είχα και μεγάλη όρεξη την ώρα εκείνη για περπάτημα. Κι έπειτα, είχα μέσα στο σάκο όλα σχεδόν τα πράγματά μου και μία σκέψη επίμονη να μου φωνάζει, πάρε το μετρό, αλλιώς δε θα προλάβεις.

Ενώ περίμενα στην αποβάθρα που πήγαινε προς την Ελίπα, μία γυναίκα ήρθε και με ρώτησε κάτι ακατανόητο. Της είπα πως δε μιλώ Ισπανικά, αλλά αυτή δε φάνηκε καθόλου να πτοείται. Μου φάνηκε πως ήταν σε απόγνωση και μάταια επέμενε να με ρωτά κάτι για κάποιον Πάμπλο. Υπήρχαν ένα σωρό Ισπανοί τριγύρω μας – γιατί, αλήθεια, δε δοκίμαζε την τύχη της στους άλλους; Πήρα ένα ύφος όσο γινόταν πιο ευγενικό και της εξήγησα για ακόμα μια φορά στα Αγγλικά πως δεν υπήρχε δυστυχώς καμία δυνατότητα για να τη βοηθήσω. Όμως αυτό την έκανε κυριολεκτικά έξω φρενών και τότε μου έβαλε στ' αλήθεια τις φωνές κουνώντας το δάχτυλό της απειλητικά ανάμεσα στα μάτια μου. Νομίζω ή τουλάχιστον φαντάστηκα ότι μου είπε πως είμαι και εγώ ίδιος, σαν και τον Πάμπλο.

Ευτυχώς δεν άργησε να φτάσει ο συρμός. Μα όσο κι αν προσπάθησα, δεν τα κατάφερα να μπω σε διαφορετικό βαγόνι. Περίμενα πρώτη εκείνη να διαλέξει θέση και πήγα ύστερα και κάθισα όσο γινόταν μακριά της. Μετά την Μπάνκο ντε Εσπάνια ήρθε και πάλι δίπλα μου, μα η διάθεσή της φαινόταν να έχει πια αλλάξει. Ξεκίνησε να μου μιλάει ήρεμα και μάλιστα μου ζήτησε συγνώμη. «Όλα καλά», της είπα εγώ στα ελληνικά κι αυτή μου χαμογέλασε. Πρέπει να ήταν πάνω από πενήντα ετών. Τα χρόνια και όλα αυτά που κουβαλούσε μέσα στο κεφάλι της την είχανε χαλάσει. Θα έβαζα, ωστόσο, στοίχημα πως είχε υπάρξει κάποτε πολύ όμορφο κορίτσι. Σίγουρα θα είχε κάνει κάποτε τον Πάμπλο της να την ερωτευτεί τρελά και ίσως και να της ορκίζεται πως είναι η γυναίκα της ζωής του. Και μάλλον είναι αυτά ακριβώς τα αισθήματα που κάποτε με τόση ευκολία του ενέπνεε που τώρα πιο πολύ της έλειπαν, παρά ο ίδιος ο χαμένος εραστής της.

Επόμενη στάση, Πρινθίπε ντε Βεργκάρα, ανήγγειλαν όσο γινόταν πιο ψυχρά από τα μεγάφωνα. Έπρεπε να κατέβω. Μα έτσι όπως μου κρατούσε τώρα πια το μπράτσο μου δεν ήθελα να την στεναχωρήσω. Αυτή με κάποιον τρόπο με κατάλαβε και τράβηξε το χέρι. Κι ύστερα, φέρνοντάς το πάνω στο θλιμμένο στήθος της, με αποχαιρέτησε έτσι ακριβώς, όπως η ιστορία το απαιτούσε: «Αντίος Πάμπλο!». Σκέφτηκα κάτι να της πω, αλλά, όπως και εκείνος, δεν μπόρεσα έστω δυο λέξεις γαμημένες για να βρω που να έχουν κάποιο νόημα σε κάποια από τις γλώσσες των ανθρώπων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου