Οι βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2007 έγιναν υπό τη σκιά του ολέθριου καλοκαιριού που είχε προηγηθεί, όπου μεγάλο μέρος του δασικού πλούτου αλλά και του ηθικού και της αξιοπρέπειας της χώρας είχανε γίνει παρανάλωμα. Στις εκλογές εκείνες δεν είχα δυστυχώς τη χαρά να συμμετάσχω, παρά μονάχα ως ψηφοφόρος γκρινιάρης και μικροπρεπής. Κατά σατανική, όμως, σύμπτωση στις αμέσως επόμενες εκλογές, στις Ευρωεκλογές δηλαδή του 2009, διορίστηκα σε μία από τα πλέον πληγωμένες από τις προ διετίας πυρκαγιές περιοχές της χώρας. Προφανώς, κάποιος τη γκρίνια μου την είχε πάρει σοβαρά και είπε να μη με αφήσει έτσι.
Όταν είδα τον διορισμό μου στην αρχή πίστεψα πως πρόκειται για φάρσα και αναγκάστηκα να ψάξω στους χάρτες και το ιντερνέτ για να εντοπίσω την εξωτική κοινότητα Ωλένης στο μακρινό Νομό Ηλείας. Δε μπόρεσα ποτέ να καταλάβω πως μου προέκυψε αυτή η τοποθέτηση και αν και είχα μάλλον τη διάθεση για να γκρινιάξω πάλι, που θα αναγκαζόμουν να ξοδέψω τη μισή αποζημίωση για μία βόλτα στο σπίτι της μητέρας του διαόλου, σκέφτηκα ύστερα πως ήταν πια Ιούνιος και πως μπορούσα με αυτή την αφορμή να αρχίσω τις διακοπές μου.
Η επιλογή του γραμματέα ετούτη τη φορά ήταν πολύ σημαντική, αφού θα έπρεπε να κάνουμε μαζί ένα ολόκληρο ταξίδι. Έτσι, μετά από σκέψη αρκετή, κατέληξα στο να προτείνω τη θέση στην Αγγελική, πράγμα που εκείνη με προθυμία σχεδόν συγκινητική σχεδόν αμέσως αποδέχτηκε.
Με την Αγγελική είχαμε γνωριστεί μόλις εκείνη τη χρονιά, είχαμε για λίγο συνεργαστεί, όταν παρίστανα τον αρχισυντάκτη σε ένα νεανικό –θεός σχωρέσ’ το- περιοδικό και γενικά, ας πούμε, κάναμε παρέα. Τρία χρόνια μετά από αυτές τις Ευρωεκλογές βρεθήκαμε προσφάτως κάπου τυχαία και τα λέγαμε και πάνω στην κουβέντα θυμηθήκαμε την ιστορία της Ωλένης και εκ των πολύ υστέρων αποφασίσαμε ομόφωνα πως όλο αυτό ήτανε μάλλον μια άτυχης ιδέα. Πάντως, το θέμα είναι πως το ταξίδι μας δεν ήταν τελικά κακό και φυσικά στο τέλος η Δημοκρατία μας για ακόμα μια φορά θριάμβευσε.
Κανονικά θα έπρεπε να παρουσιαστώ στο Πρωτοδικείο του Πύργου για να αναλάβω τα καθήκοντα μου δυο μέρες πριν τις εκλογές, αλλά όλοι οι συνάδελφοι μου έλεγαν πως όλα αυτά είναι μονάχα τυπικότητες και πως αν πήγαινα το Σάββατο θα ήτανε το ίδιο. Τελικά ενημέρωσα τηλεφωνικώς από την Παρασκευή το απόγευμα τον έφορο πως ήδη βρισκόμουν καθοδόν και ξημερώματα αρχίσαμε την Πελοποννησιακή μας εκστρατεία.
Μετά από πολλά χιλιόμετρα, άπειρες άγριες στροφές, ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα για μπάνιο και μια δόση αναγκαία και ικανή ελληνικής υπαίθρου, φτάσαμε στον προορισμό μας. Διανυκτερεύσαμε στον Πύργο – η Ωλένη δεν απείχε παρά ελάχιστα χιλιόμετρα- σε ένα ξενοδοχείο κάπως αξιοπρεπές με έναν γελοίο ρεσεψιονίστα αδιάκριτο, που αντί να μας ρωτήσει αν θέλουμε δίκλινο δωμάτιο, μας ρώτησε αν είμαστε ζευγάρι.
Ξυπνήσαμε άγρια χαράματα, φορτώσαμε στο αμάξι τα απαραίτητα και επτά η ώρα ακριβώς βρισκόμασταν στο εκλογικό μας τμήμα. Εντάξει, η αλήθεια είναι πως κανονικά θα έπρεπε ήδη στις επτά να έχουμε ανοίξει και την κάλπη, αλλά συμβαίνουν αυτά στις ζωντανές τις εκπομπές. Κι έπειτα ήμουν στ’ αλήθεια τόσο σίγουρος, ούτε που το κατάλαβα πως χάσαμε το δρόμο.
Από τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής ήρθαν μόνο δυο παλληκάρια του χωριού, καλά παιδιά, δε λέω, αλλά όχι και οι πλέον συνεπείς ως προς τις υποχρεώσεις του. Από τους κομματικούς εκπροσώπους ήταν μόνο αυτός του Κ.Κ.Ε., ένας πολύ συμπαθητικός τυπάκος, που είχε κάποιο πρόβλημα στην ομιλία του και έκανε τα άλλα τα γαϊδούρια να χασκογελάνε.
Αυτός φαίνεται πως ερωτεύτηκε αμέσως την Αγγελική, πριν πέσει ακόμα μες στην κάλπη το πρώτο ψηφοδέλτιο, και μάλιστα είχαμε και μια πολύ ρομαντική σκηνή, από αυτές που μάλλον στις εκλογές σπανίζουν. Κάποια στιγμή το απόγευμα με πλησίασε δειλά σα να ήθελε να μου ζητήσει κάποια χάρη.
«Κύριε αντιπρόσωπε, παρακαλώ, μου δίνετε την άδεια να προσφέρω ένα τριαντάφυλλο στην γραμματέα σας;»
«Τι με ρωτάτε, κύριε εκπρόσωπε; Τι είμαι; Ο μπαμπάς της;»
Ύστερα σκέφτηκα τη μαλακία του άλλου από τη ρεσεψιόν και είπα, εντάξει, δε μπορεί, όλοι αυτοί γνωρίζονται. Θα του το πρόλαβε πως μάλλον δεν είμαστε ζευγάρι.
Η Αγγελική, πάντως, το πήρε το δωράκι της και για ευχαριστώ του έσκασε κι ένα τεράστιο χαμόγελο, που έδωσε και τη χαριστική βολή στο πρόβλημα του ανθρώπου.
Λίγη ώρα μετά, όταν ο εκπρόσωπος του Περισσού μυρίστηκε ότι οι δύο μάγκες έπαιζαν κάποια δικομματική πουστιά με τα ψηφοδέλτια που έδιναν στον κόσμο, ήρθε και μου είπε κάτι που χρειάστηκα μια ώρα για να το καταλάβω.
Η παρουσία αυτών των δυο ήταν κι ο λόγος μάλλον που τόσο επιδεικτικά σνομπάρανε το τμήμα μου οι εκπρόσωποι των δυο μεγαλύτερων κομμάτων. Αφού ο καθένας φρόντιζε να δίνει στους δικούς του –χωριό είπαμε ήταν, όλοι τους γνωρίζονταν- αυτό ακριβώς που «έπρεπε» ο καθένας να ψηφίσει, συνεργαζόμενοι πολύ αρμονικά και παραλείποντας τις μεταξύ τους –και καλά- ιδεολογικές διαφορές. Εκείνοι, φυσικά, το αρνήθηκαν και το έπαιξαν και παρεξηγημένοι, μα τελικά δεχτήκανε να αλλάξουν θέσεις μουρμουρίζοντας και κάτω από τη δήθεν απειλή πως θα καλέσω και το χωροφύλακα – που προφανώς θα ήταν φίλος τους επίσης.
Άλλωστε, δε μπορούσα και πολλά να κάνω. Εγώ επί τω έργω δεν τους είχα δει. Ο μόνος μάρτυρας ήταν ο Δον Ζουάν με το σφυρί και το δρεπάνι. Και οι ψηφοφόροι δε νομίζω να είχαν και μεγάλη όρεξη να δώσουν τους δικούς τους. Κι έπειτα είχε πάει επτά παρά και ο κυρίαρχος λαός είχε ήδη μιλήσει.
Τελειώσαμε με την καταμέτρηση στα γρήγορα, τόσο που μάλιστα προλάβαμε να ρίξουμε και μια σύντομη βουτιά πριν πάμε να παραδώσουμε τα πρακτικά στο Δήμο και στη Νομαρχία.
Αυτό που θα θυμάμαι, πάντως, πιο πολύ από αυτές τις εκλογές είναι το μεσημεριανό διάλειμμα που κάναμε σχεδόν εκβιαστικά, ύστερα από πρόσκληση του κοινοτάρχη του χωριού να γευματίσουμε στο σπίτι του. Μια πρόσκληση που προσπάθησα να αρνηθώ όσο γινόταν πιο ευγενικά, αλλά στο τέλος υποχώρησα κάτω από την απειλή του τοπικού άρχοντα να με κλειδώσει μέσα στο σχολείο.
«Αφού σου λέω, ρε αντιπρόσωπε, κανένας δεν κυκλοφορεί εδώ το μεσημέρι. Κι αν έρθει κάποιος να ψηφίσει, μας φωνάζουνε. Δυο βήματα μόλις από εδώ είναι το φτωχικό μου.»
Το φτωχικό ούτε δυο βήματα απείχε τελικά από το σχολείο του χωριού ούτε και τόσο φτωχικό το έλεγες. Το γεύμα περιλάμβανε αρνί στο φούρνο με πατάτες, χωριάτικα λουκάνικα και μια χορτόπιτα, που μόλις με είδε η κοινοτάρχαινα να την τιμώ δεόντως, φρόντισε να μου τυλίξει το μισό τουλάχιστον ταψί. Η κουβέντα περιστράφηκε γύρω από θέματα που είχαν να κάνουν πιο πολύ με τις φωτιές και τότε έμαθα πως πέρα από τη φυσική καταστροφή που άλλωστε ήταν προφανής –η Ωραία Ωλένη δέσποζε μέσα σε ένα πυκνό καρβουνιασμένο δάσος- ο τόπος είχε κι ανθρώπινες απώλειες. Ωστόσο, η μπίλια της κουβέντας τελικά έκατσε στις αποζημιώσεις.
Όταν, μετά από δύο ώρες, επιστρέψαμε στο εκλογικό μας τμήμα, δε βρήκα κανέναν απ’ έξω ευτυχώς που να περιμένει.
Στον Πύργο τελικά καθίσαμε ακόμα μία μέρα και τη Δεύτερα πήγαμε για μπάνιο στον Καϊάφα. Δεν είχα δυστυχώς επισκεφτεί τα μέρη αυτά πριν την «ασύμμετρη απειλή» του προπροηγούμενου καλοκαιριού, αλλά και πάλι πιάστηκε στ’ αλήθεια η ψυχή μου. Προσπάθησα να φανταστώ πως θα ήταν, άραγε, το τοπίο πριν τις πυρκαγιές και μελαγχόλησα ακόμα περισσότερο. Πάντως πιστεύω πως η παραλία πλάι στις εκβολές του Αλφειού είναι ακόμα ένα από τα ομορφότερα σημεία του πλανήτη.
Την Τρίτη αναχωρήσαμε για την Αθήνα, όπου και άφησα την Αγγελική στα ΚΤΕΛ, ενώ εγώ παρέμεινα για ακόμα λίγες μέρες, σκορπίζοντας το υπόλοιπο της ειδικής αποζημίωσης σε διάφορες σαφώς λιγότερο ευγενείς δραστηριότητες.
Όταν είδα τον διορισμό μου στην αρχή πίστεψα πως πρόκειται για φάρσα και αναγκάστηκα να ψάξω στους χάρτες και το ιντερνέτ για να εντοπίσω την εξωτική κοινότητα Ωλένης στο μακρινό Νομό Ηλείας. Δε μπόρεσα ποτέ να καταλάβω πως μου προέκυψε αυτή η τοποθέτηση και αν και είχα μάλλον τη διάθεση για να γκρινιάξω πάλι, που θα αναγκαζόμουν να ξοδέψω τη μισή αποζημίωση για μία βόλτα στο σπίτι της μητέρας του διαόλου, σκέφτηκα ύστερα πως ήταν πια Ιούνιος και πως μπορούσα με αυτή την αφορμή να αρχίσω τις διακοπές μου.
Η επιλογή του γραμματέα ετούτη τη φορά ήταν πολύ σημαντική, αφού θα έπρεπε να κάνουμε μαζί ένα ολόκληρο ταξίδι. Έτσι, μετά από σκέψη αρκετή, κατέληξα στο να προτείνω τη θέση στην Αγγελική, πράγμα που εκείνη με προθυμία σχεδόν συγκινητική σχεδόν αμέσως αποδέχτηκε.
Με την Αγγελική είχαμε γνωριστεί μόλις εκείνη τη χρονιά, είχαμε για λίγο συνεργαστεί, όταν παρίστανα τον αρχισυντάκτη σε ένα νεανικό –θεός σχωρέσ’ το- περιοδικό και γενικά, ας πούμε, κάναμε παρέα. Τρία χρόνια μετά από αυτές τις Ευρωεκλογές βρεθήκαμε προσφάτως κάπου τυχαία και τα λέγαμε και πάνω στην κουβέντα θυμηθήκαμε την ιστορία της Ωλένης και εκ των πολύ υστέρων αποφασίσαμε ομόφωνα πως όλο αυτό ήτανε μάλλον μια άτυχης ιδέα. Πάντως, το θέμα είναι πως το ταξίδι μας δεν ήταν τελικά κακό και φυσικά στο τέλος η Δημοκρατία μας για ακόμα μια φορά θριάμβευσε.
Κανονικά θα έπρεπε να παρουσιαστώ στο Πρωτοδικείο του Πύργου για να αναλάβω τα καθήκοντα μου δυο μέρες πριν τις εκλογές, αλλά όλοι οι συνάδελφοι μου έλεγαν πως όλα αυτά είναι μονάχα τυπικότητες και πως αν πήγαινα το Σάββατο θα ήτανε το ίδιο. Τελικά ενημέρωσα τηλεφωνικώς από την Παρασκευή το απόγευμα τον έφορο πως ήδη βρισκόμουν καθοδόν και ξημερώματα αρχίσαμε την Πελοποννησιακή μας εκστρατεία.
Μετά από πολλά χιλιόμετρα, άπειρες άγριες στροφές, ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα για μπάνιο και μια δόση αναγκαία και ικανή ελληνικής υπαίθρου, φτάσαμε στον προορισμό μας. Διανυκτερεύσαμε στον Πύργο – η Ωλένη δεν απείχε παρά ελάχιστα χιλιόμετρα- σε ένα ξενοδοχείο κάπως αξιοπρεπές με έναν γελοίο ρεσεψιονίστα αδιάκριτο, που αντί να μας ρωτήσει αν θέλουμε δίκλινο δωμάτιο, μας ρώτησε αν είμαστε ζευγάρι.
Ξυπνήσαμε άγρια χαράματα, φορτώσαμε στο αμάξι τα απαραίτητα και επτά η ώρα ακριβώς βρισκόμασταν στο εκλογικό μας τμήμα. Εντάξει, η αλήθεια είναι πως κανονικά θα έπρεπε ήδη στις επτά να έχουμε ανοίξει και την κάλπη, αλλά συμβαίνουν αυτά στις ζωντανές τις εκπομπές. Κι έπειτα ήμουν στ’ αλήθεια τόσο σίγουρος, ούτε που το κατάλαβα πως χάσαμε το δρόμο.
Από τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής ήρθαν μόνο δυο παλληκάρια του χωριού, καλά παιδιά, δε λέω, αλλά όχι και οι πλέον συνεπείς ως προς τις υποχρεώσεις του. Από τους κομματικούς εκπροσώπους ήταν μόνο αυτός του Κ.Κ.Ε., ένας πολύ συμπαθητικός τυπάκος, που είχε κάποιο πρόβλημα στην ομιλία του και έκανε τα άλλα τα γαϊδούρια να χασκογελάνε.
Αυτός φαίνεται πως ερωτεύτηκε αμέσως την Αγγελική, πριν πέσει ακόμα μες στην κάλπη το πρώτο ψηφοδέλτιο, και μάλιστα είχαμε και μια πολύ ρομαντική σκηνή, από αυτές που μάλλον στις εκλογές σπανίζουν. Κάποια στιγμή το απόγευμα με πλησίασε δειλά σα να ήθελε να μου ζητήσει κάποια χάρη.
«Κύριε αντιπρόσωπε, παρακαλώ, μου δίνετε την άδεια να προσφέρω ένα τριαντάφυλλο στην γραμματέα σας;»
«Τι με ρωτάτε, κύριε εκπρόσωπε; Τι είμαι; Ο μπαμπάς της;»
Ύστερα σκέφτηκα τη μαλακία του άλλου από τη ρεσεψιόν και είπα, εντάξει, δε μπορεί, όλοι αυτοί γνωρίζονται. Θα του το πρόλαβε πως μάλλον δεν είμαστε ζευγάρι.
Η Αγγελική, πάντως, το πήρε το δωράκι της και για ευχαριστώ του έσκασε κι ένα τεράστιο χαμόγελο, που έδωσε και τη χαριστική βολή στο πρόβλημα του ανθρώπου.
Λίγη ώρα μετά, όταν ο εκπρόσωπος του Περισσού μυρίστηκε ότι οι δύο μάγκες έπαιζαν κάποια δικομματική πουστιά με τα ψηφοδέλτια που έδιναν στον κόσμο, ήρθε και μου είπε κάτι που χρειάστηκα μια ώρα για να το καταλάβω.
Η παρουσία αυτών των δυο ήταν κι ο λόγος μάλλον που τόσο επιδεικτικά σνομπάρανε το τμήμα μου οι εκπρόσωποι των δυο μεγαλύτερων κομμάτων. Αφού ο καθένας φρόντιζε να δίνει στους δικούς του –χωριό είπαμε ήταν, όλοι τους γνωρίζονταν- αυτό ακριβώς που «έπρεπε» ο καθένας να ψηφίσει, συνεργαζόμενοι πολύ αρμονικά και παραλείποντας τις μεταξύ τους –και καλά- ιδεολογικές διαφορές. Εκείνοι, φυσικά, το αρνήθηκαν και το έπαιξαν και παρεξηγημένοι, μα τελικά δεχτήκανε να αλλάξουν θέσεις μουρμουρίζοντας και κάτω από τη δήθεν απειλή πως θα καλέσω και το χωροφύλακα – που προφανώς θα ήταν φίλος τους επίσης.
Άλλωστε, δε μπορούσα και πολλά να κάνω. Εγώ επί τω έργω δεν τους είχα δει. Ο μόνος μάρτυρας ήταν ο Δον Ζουάν με το σφυρί και το δρεπάνι. Και οι ψηφοφόροι δε νομίζω να είχαν και μεγάλη όρεξη να δώσουν τους δικούς τους. Κι έπειτα είχε πάει επτά παρά και ο κυρίαρχος λαός είχε ήδη μιλήσει.
Τελειώσαμε με την καταμέτρηση στα γρήγορα, τόσο που μάλιστα προλάβαμε να ρίξουμε και μια σύντομη βουτιά πριν πάμε να παραδώσουμε τα πρακτικά στο Δήμο και στη Νομαρχία.
Αυτό που θα θυμάμαι, πάντως, πιο πολύ από αυτές τις εκλογές είναι το μεσημεριανό διάλειμμα που κάναμε σχεδόν εκβιαστικά, ύστερα από πρόσκληση του κοινοτάρχη του χωριού να γευματίσουμε στο σπίτι του. Μια πρόσκληση που προσπάθησα να αρνηθώ όσο γινόταν πιο ευγενικά, αλλά στο τέλος υποχώρησα κάτω από την απειλή του τοπικού άρχοντα να με κλειδώσει μέσα στο σχολείο.
«Αφού σου λέω, ρε αντιπρόσωπε, κανένας δεν κυκλοφορεί εδώ το μεσημέρι. Κι αν έρθει κάποιος να ψηφίσει, μας φωνάζουνε. Δυο βήματα μόλις από εδώ είναι το φτωχικό μου.»
Το φτωχικό ούτε δυο βήματα απείχε τελικά από το σχολείο του χωριού ούτε και τόσο φτωχικό το έλεγες. Το γεύμα περιλάμβανε αρνί στο φούρνο με πατάτες, χωριάτικα λουκάνικα και μια χορτόπιτα, που μόλις με είδε η κοινοτάρχαινα να την τιμώ δεόντως, φρόντισε να μου τυλίξει το μισό τουλάχιστον ταψί. Η κουβέντα περιστράφηκε γύρω από θέματα που είχαν να κάνουν πιο πολύ με τις φωτιές και τότε έμαθα πως πέρα από τη φυσική καταστροφή που άλλωστε ήταν προφανής –η Ωραία Ωλένη δέσποζε μέσα σε ένα πυκνό καρβουνιασμένο δάσος- ο τόπος είχε κι ανθρώπινες απώλειες. Ωστόσο, η μπίλια της κουβέντας τελικά έκατσε στις αποζημιώσεις.
Όταν, μετά από δύο ώρες, επιστρέψαμε στο εκλογικό μας τμήμα, δε βρήκα κανέναν απ’ έξω ευτυχώς που να περιμένει.
Στον Πύργο τελικά καθίσαμε ακόμα μία μέρα και τη Δεύτερα πήγαμε για μπάνιο στον Καϊάφα. Δεν είχα δυστυχώς επισκεφτεί τα μέρη αυτά πριν την «ασύμμετρη απειλή» του προπροηγούμενου καλοκαιριού, αλλά και πάλι πιάστηκε στ’ αλήθεια η ψυχή μου. Προσπάθησα να φανταστώ πως θα ήταν, άραγε, το τοπίο πριν τις πυρκαγιές και μελαγχόλησα ακόμα περισσότερο. Πάντως πιστεύω πως η παραλία πλάι στις εκβολές του Αλφειού είναι ακόμα ένα από τα ομορφότερα σημεία του πλανήτη.
Την Τρίτη αναχωρήσαμε για την Αθήνα, όπου και άφησα την Αγγελική στα ΚΤΕΛ, ενώ εγώ παρέμεινα για ακόμα λίγες μέρες, σκορπίζοντας το υπόλοιπο της ειδικής αποζημίωσης σε διάφορες σαφώς λιγότερο ευγενείς δραστηριότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου