Αθήνα, Καλοκαίρι του 2011. Την ώρα που ένα λαμπρό επιτελείο από λογιστές, υπολογιστές και ανθυπολογιστές επεξεργάζεται το νέο σχέδιο οριστικής διάσωσης της χώρας, ο ανοικονόμητος λαός αυτής –ή έστω μια εκλεκτή αντιπροσωπευτική μερίδα του- διαδηλώνει σε δρόμους και πλατείες την αντίθεσή του γενικά. Μέσα σε αυτό το σκηνικό κάποιος λίγο πιο σοβαρός στρατός θα είχε ήδη κάνει πραξικόπημα, μέσα σε αυτόν τον πανικό κάποιος λίγο πιο αξιοπρεπής λαός θα είχε επαναστατήσει.
Ο ήρωάς μας, φοιτητής από την Πάτρα, έρχεται στην Αθήνα νομίζοντας πως θα ζήσει κάτι πολύ ιστορικό –κάτι σαν την πτώση του τείχους του Βερολίνου ή έστω κάτι σαν την ανέγερσή του- μα τελικά παρασύρεται από τη γοητεία του κλεφτοκυνηγητού και του πετροπολέμου. Πριν, ευτυχώς, προλάβει να απογοητευτεί γνωρίζει την ηρωίδα μας μέσα σε ένα ροζ συννεφάκι χημικών και δακρυγόνων και ασφαλώς την ερωτεύεται.
Η νύχτα πέφτει και οι δύο νέοι αφήνουν προσωρινά το πεδίο της μάχης για να μεταφερθούν ελάχιστα μέτρα μακριά, στο παράλληλο σύμπαν κάποιου από τα αντιστασιακά μπαράκια της περιοχής. Εκεί, αφού ανταλλάξουν απόψεις περίπου για τα πάντα, η κουβέντα τους φτάνει μοιραία και σε θέματα πολύ προσωπικά, ώσπου έκπληκτοι κάποια στιγμή διαπιστώνουν πως δεν είναι μόνο οι ιδέες τους μοναχικές αλλά και οι ίδιοι. Ο ήρωας της ιστορίας μας προτείνει στην ηρωίδα της βραδιάς του να τη συνοδεύσει με τα πόδια ως το σπίτι της, γιατί οι καιροί είναι παράξενοι και με όλον αυτό τον περιρρέοντα χαμό ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει. Εκείνη, κανονικά και προκειμένου να μη του δώσει θάρρος, εδώ θα έλεγε, «όχι, μωρέ! σ’ ευχαριστώ, μα δεν πειράζει», αλλά χάριν οικονομίας της αφήγησης δέχεται κι έτσι πληρώνουνε, σηκώνονται και φεύγουν.
Έξω στο δρόμο σαρακηνοί και σταυροφόροι μετρούν απώλειες και θύματα, την ώρα που το λίκνο της δημοκρατίας και του δυτικού πολιτισμού τραντάζεται από τις ερπύστριες των απορριμματοφόρων. Οι δύο νέοι, αγκαζέ και δήθεν παραπατώντας ελαφρά, διασχίζουν τους αχνιστούς δρόμους της πρωτεύουσας με κατεύθυνση το Θησείο, όπου κατοικοεδρεύει εκείνη.
Σε όλο το δρόμο εκείνος, εν μέρει για να αστειευτεί εν μέρει για να την τρομοκρατήσει, ώστε μόνη της να μη μπορεί μετά να κοιμηθεί, επιλέγει να της μιλήσει για το ενδεχόμενο επιβολής στρατιωτικού νόμου ή κάτι τέτοιο παρόμοιο. Εκείνη μοιάζει μάλλον να διασκεδάζει με τη ζοφερή αυτή προοπτική, «ποια δικτατορία, ρε συ; πλάκα μου κάνεις; γιατί τώρα, δηλαδή, τι έχουμε;». Ο τρομοκράτης εραστής πεισμώνει κι εκνευρίζεται, «καλά, αλλά άμα γίνει, όμως, μετά μη λες πως δε σε προειδοποίησα». Απτόητη η ελληνίδα Πασιονάρια, «ε, κι άμα γίνει, εσένα τι σε νοιάζει;».
Και τότε κάνει επαφή η λάμπα πάνω από το κεφάλι του κι ανάβει επιτέλους, «κανονικά μάλλον εσένα θα έπρεπε να νοιάζει». «Τι εννοείς;» Τι εννοεί, αλήθεια; «Αν αύριο πρωί μας ξημερώσει πραξικόπημα, δε θα μπορώ στην Πάτρα να γυρίσω και τότε θα πρέπει μάλλον να με φιλοξενήσεις σπίτι σου.» Τώρα πως και γιατί η χούντα –λέμε τώρα- θα γούσταρε αύριο το πρωί, εκτός από την ισχύ πέντε-έξι άρθρων του Συντάγματος, να αναστείλει και τα δρομολόγια του ΚΤΕΛ, αυτό είναι μια άλλη ιστορία, την οποία εκείνη, εκείνη την τόσο δραματική στιγμή, στ’ αλήθεια δυσκολεύεται σαφώς να διακρίνει. Οπότε, δε βαριέσαι και που να τρέχει τέτοια ώρα το μυαλό, «αν γίνει και τότε στην Αθήνα εγκλωβιστείς, έλα αύριο να κοιμηθείς στον καναπέ μου!».
Και κάπως έτσι το ζευγάρι της βραδιάς φτάνει μπροστά στου κοριτσιού την πόρτα. Φιλιούνται. Ανταλλάσουνε τηλέφωνα. «Τα λέμε…» «Καληνύχτα!»
Και ξαφνικά, την άλλη μέρα δε γίνεται απολύτως τίποτα. Ένας μονάχα βιαστικός ανασχηματισμός κι αυτός για να ‘χουμε να λέμε. Την ώρα που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κάνει από τηλεοράσεως τις σχετικές ανακοινώσεις, στην άρτια κλιματιζόμενη αίθουσα αναμονής στον Κηφισό, ένας μικρούλης Μεταξάς γεννιέται μέσα στου ήρωά μας το κεφάλι.
Ο ήρωάς μας, φοιτητής από την Πάτρα, έρχεται στην Αθήνα νομίζοντας πως θα ζήσει κάτι πολύ ιστορικό –κάτι σαν την πτώση του τείχους του Βερολίνου ή έστω κάτι σαν την ανέγερσή του- μα τελικά παρασύρεται από τη γοητεία του κλεφτοκυνηγητού και του πετροπολέμου. Πριν, ευτυχώς, προλάβει να απογοητευτεί γνωρίζει την ηρωίδα μας μέσα σε ένα ροζ συννεφάκι χημικών και δακρυγόνων και ασφαλώς την ερωτεύεται.
Η νύχτα πέφτει και οι δύο νέοι αφήνουν προσωρινά το πεδίο της μάχης για να μεταφερθούν ελάχιστα μέτρα μακριά, στο παράλληλο σύμπαν κάποιου από τα αντιστασιακά μπαράκια της περιοχής. Εκεί, αφού ανταλλάξουν απόψεις περίπου για τα πάντα, η κουβέντα τους φτάνει μοιραία και σε θέματα πολύ προσωπικά, ώσπου έκπληκτοι κάποια στιγμή διαπιστώνουν πως δεν είναι μόνο οι ιδέες τους μοναχικές αλλά και οι ίδιοι. Ο ήρωας της ιστορίας μας προτείνει στην ηρωίδα της βραδιάς του να τη συνοδεύσει με τα πόδια ως το σπίτι της, γιατί οι καιροί είναι παράξενοι και με όλον αυτό τον περιρρέοντα χαμό ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει. Εκείνη, κανονικά και προκειμένου να μη του δώσει θάρρος, εδώ θα έλεγε, «όχι, μωρέ! σ’ ευχαριστώ, μα δεν πειράζει», αλλά χάριν οικονομίας της αφήγησης δέχεται κι έτσι πληρώνουνε, σηκώνονται και φεύγουν.
Έξω στο δρόμο σαρακηνοί και σταυροφόροι μετρούν απώλειες και θύματα, την ώρα που το λίκνο της δημοκρατίας και του δυτικού πολιτισμού τραντάζεται από τις ερπύστριες των απορριμματοφόρων. Οι δύο νέοι, αγκαζέ και δήθεν παραπατώντας ελαφρά, διασχίζουν τους αχνιστούς δρόμους της πρωτεύουσας με κατεύθυνση το Θησείο, όπου κατοικοεδρεύει εκείνη.
Σε όλο το δρόμο εκείνος, εν μέρει για να αστειευτεί εν μέρει για να την τρομοκρατήσει, ώστε μόνη της να μη μπορεί μετά να κοιμηθεί, επιλέγει να της μιλήσει για το ενδεχόμενο επιβολής στρατιωτικού νόμου ή κάτι τέτοιο παρόμοιο. Εκείνη μοιάζει μάλλον να διασκεδάζει με τη ζοφερή αυτή προοπτική, «ποια δικτατορία, ρε συ; πλάκα μου κάνεις; γιατί τώρα, δηλαδή, τι έχουμε;». Ο τρομοκράτης εραστής πεισμώνει κι εκνευρίζεται, «καλά, αλλά άμα γίνει, όμως, μετά μη λες πως δε σε προειδοποίησα». Απτόητη η ελληνίδα Πασιονάρια, «ε, κι άμα γίνει, εσένα τι σε νοιάζει;».
Και τότε κάνει επαφή η λάμπα πάνω από το κεφάλι του κι ανάβει επιτέλους, «κανονικά μάλλον εσένα θα έπρεπε να νοιάζει». «Τι εννοείς;» Τι εννοεί, αλήθεια; «Αν αύριο πρωί μας ξημερώσει πραξικόπημα, δε θα μπορώ στην Πάτρα να γυρίσω και τότε θα πρέπει μάλλον να με φιλοξενήσεις σπίτι σου.» Τώρα πως και γιατί η χούντα –λέμε τώρα- θα γούσταρε αύριο το πρωί, εκτός από την ισχύ πέντε-έξι άρθρων του Συντάγματος, να αναστείλει και τα δρομολόγια του ΚΤΕΛ, αυτό είναι μια άλλη ιστορία, την οποία εκείνη, εκείνη την τόσο δραματική στιγμή, στ’ αλήθεια δυσκολεύεται σαφώς να διακρίνει. Οπότε, δε βαριέσαι και που να τρέχει τέτοια ώρα το μυαλό, «αν γίνει και τότε στην Αθήνα εγκλωβιστείς, έλα αύριο να κοιμηθείς στον καναπέ μου!».
Και κάπως έτσι το ζευγάρι της βραδιάς φτάνει μπροστά στου κοριτσιού την πόρτα. Φιλιούνται. Ανταλλάσουνε τηλέφωνα. «Τα λέμε…» «Καληνύχτα!»
Και ξαφνικά, την άλλη μέρα δε γίνεται απολύτως τίποτα. Ένας μονάχα βιαστικός ανασχηματισμός κι αυτός για να ‘χουμε να λέμε. Την ώρα που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κάνει από τηλεοράσεως τις σχετικές ανακοινώσεις, στην άρτια κλιματιζόμενη αίθουσα αναμονής στον Κηφισό, ένας μικρούλης Μεταξάς γεννιέται μέσα στου ήρωά μας το κεφάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου