Ήμουν πολύ μικρός. Νομίζω πως ούτε σχολείο δεν πήγαινα ακόμα. Δεν το λέω για να δικαιολογηθώ. Και λίγο μεγαλύτερος να ήμουν, μάλλον ως βουβός και αποσβολωμένος θεατής και πάλι θα το παρακολουθούσα. Μπορεί να μην ήτανε δικιά μου η ιδέα. Μπορεί και να ψιθύρισα, κάποια στιγμή, ένα, «όχι, ρε παιδιά, κρίμα είναι το καημένο», έτσι δειλά, αθόρυβα. Ίσα-ίσα να το ακούσω μόνο εγώ. Να έχω μετά να το θυμάμαι, όταν θα έπεφτα τη νύχτα στο κρεβάτι μου και η εικόνα του παραναλώματος θα τρύπωνε εφιαλτικά κάτω από τα σεντόνια.
Τα περισσότερα από εκείνα τα παιδιά, τα μέλη εκείνης της εγκληματικής παρέας, ζούνε ακόμα στην παλιά μου γειτονιά. Τους βλέπω. Με κάποιους ακόμα λέμε ένα «γεια». Οι πιο πολλοί έχουν παιδιά στην ηλικία που τότε ήμασταν εμείς – αναρωτιέμαι, στ’ αλήθεια με τι είδους ιστορίες τα ταΐζουν. Είμαι απολύτως σίγουρος, πως αν τους έπιανα ποτέ και τους ρωτούσα, «θυμάστε, ρε, τι κάναμε, τότε, εκεί, στο πάρκο», θα σήκωναν τους ώμους τους, αλλού θα γύριζαν το βλέμμα. Ίσως και να βρισκόταν κάποιος λίγο πιο θρασύς, λίγο πιο τολμηρός από όλους μας στην καθημερινή τη μάχη με τη μνήμη, που να μου απαντούσε: «Έλα μωρέ! Αφού ήμασταν μικρά παιδιά. Παιχνίδι ήταν όλα. Πάει τώρα. Μεγαλώσαμε. Τώρα είμαστε άλλοι.»
Και πάλι δεν ξέρω αν θα μπορέσω να του φέρω αντίρρηση. Ίσως ξανά κάτι να ψιθυρίσω. Όχι από φόβο ετούτη τη φορά. Όχι, καμία σχέση. Μα πιο πολύ από δισταγμό. Δεν λέω, ίσως να έχει δίκιο. Αναγνωρίζω του παιχνιδιού το κίνητρο την ώρα που κάποιος επιτήδειος άρπαξε από τα πόδια ένα γατί και το έδεσε στο δέντρο. Το ξέρω, ήμασταν μικροί και τώρα πάει, μεγαλώσαμε. Τώρα ποιος θα σηκωνόταν να τρέξει ως το σπίτι του, να φέρει το μπουκάλι με το οινόπνευμα, να λούσει ένα άμοιρο τετράποδο, την ώρα που θα παλεύει να απελευθερωθεί από τα δεσμά της τρυφερής κακίας μας; Πραγματικά, μπορεί και να είμαστε άλλοι.
Μόνο το σπίρτο εκείνο -δεν θυμάμαι ποιος από όλους μας το πέταξε- που, αντί να κάψει, πάγωσε για πάντα τα όνειρά μας, δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως το έχω ξαναδεί. Πρέπει να είναι το ίδιο σπίρτο ακριβώς, που χθες το βράδυ έκαιγε πλάι στο παράθυρό μου. Αυτό που τώρα, ετούτη τη στιγμή, εδώ ακριβώς, κάτω από τα μάτια μου, τα βλέφαρά μου ακόμα τσουρουφλίζει.
Τα περισσότερα από εκείνα τα παιδιά, τα μέλη εκείνης της εγκληματικής παρέας, ζούνε ακόμα στην παλιά μου γειτονιά. Τους βλέπω. Με κάποιους ακόμα λέμε ένα «γεια». Οι πιο πολλοί έχουν παιδιά στην ηλικία που τότε ήμασταν εμείς – αναρωτιέμαι, στ’ αλήθεια με τι είδους ιστορίες τα ταΐζουν. Είμαι απολύτως σίγουρος, πως αν τους έπιανα ποτέ και τους ρωτούσα, «θυμάστε, ρε, τι κάναμε, τότε, εκεί, στο πάρκο», θα σήκωναν τους ώμους τους, αλλού θα γύριζαν το βλέμμα. Ίσως και να βρισκόταν κάποιος λίγο πιο θρασύς, λίγο πιο τολμηρός από όλους μας στην καθημερινή τη μάχη με τη μνήμη, που να μου απαντούσε: «Έλα μωρέ! Αφού ήμασταν μικρά παιδιά. Παιχνίδι ήταν όλα. Πάει τώρα. Μεγαλώσαμε. Τώρα είμαστε άλλοι.»
Και πάλι δεν ξέρω αν θα μπορέσω να του φέρω αντίρρηση. Ίσως ξανά κάτι να ψιθυρίσω. Όχι από φόβο ετούτη τη φορά. Όχι, καμία σχέση. Μα πιο πολύ από δισταγμό. Δεν λέω, ίσως να έχει δίκιο. Αναγνωρίζω του παιχνιδιού το κίνητρο την ώρα που κάποιος επιτήδειος άρπαξε από τα πόδια ένα γατί και το έδεσε στο δέντρο. Το ξέρω, ήμασταν μικροί και τώρα πάει, μεγαλώσαμε. Τώρα ποιος θα σηκωνόταν να τρέξει ως το σπίτι του, να φέρει το μπουκάλι με το οινόπνευμα, να λούσει ένα άμοιρο τετράποδο, την ώρα που θα παλεύει να απελευθερωθεί από τα δεσμά της τρυφερής κακίας μας; Πραγματικά, μπορεί και να είμαστε άλλοι.
Μόνο το σπίρτο εκείνο -δεν θυμάμαι ποιος από όλους μας το πέταξε- που, αντί να κάψει, πάγωσε για πάντα τα όνειρά μας, δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως το έχω ξαναδεί. Πρέπει να είναι το ίδιο σπίρτο ακριβώς, που χθες το βράδυ έκαιγε πλάι στο παράθυρό μου. Αυτό που τώρα, ετούτη τη στιγμή, εδώ ακριβώς, κάτω από τα μάτια μου, τα βλέφαρά μου ακόμα τσουρουφλίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου