Μου έδωσε ένα βιβλίο και ένα μαχαίρι και μου είπε να κάνω γρήγορα. Μέχρι να λούσει τα μαλλιά της να έχω κι εγώ τελειώσει. Σκέφτηκα πως είχα πολύ καιρό να τη δω με τα μαλλιά βρεγμένα. Με τη σκέψη αυτή ξεκίνησα να ξεκολλάω με όρεξη τις σελίδες.
Το μπάνιο ήταν ακριβώς δίπλα. Άκουγα το νερό να τρέχει. Κάποια στιγμή μάλιστα μου φάνηκε πως την άκουσα κάτι να τραγουδάει.
Τέλειωσα πριν από εκείνη. Άφησα στο πλάι το βιβλίο. Το μαχαίρι όμως το κράτησα. Σηκώθηκα. Άνοιξα την πόρτα του μπάνιου. Ήταν σκυμμένη πάνω από τον νιπτήρα. Δεν με κατάλαβε. Θέλησα να τη φιλήσω για μια τελευταία φορά. Χαμηλά στη ραχοκοκαλιά της. Κάπου εκεί υπήρχε παλιά μια ανεξερεύνητη περιοχή όπου, τον καιρό που χαρτογραφούσα ακόμα το κορμί της, είχα πολλές φορές χαθεί. Κάποτε, θυμάμαι, αναγκάστηκα να περάσω μια ολόκληρη νύχτα εκεί περιμένοντας το πρώτο φως της μέρας. Αφού άλλος τρόπος να γυρίσω πίσω δεν υπήρχε. Ήθελα πολύ να τη φιλήσω, μα δεν προλάβαινα. Το μαχαίρι ήταν κοντό και ελάχιστα κοφτερό. Αναγκάστηκα να βάλω πολλή δύναμη για να το βυθίσω στον λαιμό της. Ξέπλυνα τα χέρια μου και γύρισα στο κρεβάτι.
Έπιασα ξανά το βιβλίο και έκπληκτος ανακάλυψα πως δεν είχα κόψει τελικά όλες τις σελίδες. Ούτε στα μισά δεν είχα φτάσει.
Και τότε η πόρτα άνοιξε και μπήκε εκείνη στο δωμάτιο. Και την είδα επιτέλους ξανά με τα μαλλιά βρεγμένα. Κι εκείνη θύμωσε που δεν είχα ακόμα με το βιβλίο και το μαχαίρι τελειώσει. «Τι έκανες τόση ώρα;» Τι έκανα; Τι; Για να την ηρεμήσω, της διάβασα κάτι από τις σελίδες που είχα ήδη μαχαιρώσει.
«Δεν θρηνεί κανείς από αγάπη όποιον τον πρόδωσε, αλλά από εξευτελισμό επειδή δεν κέρδισε την πίστη του».
Το μπάνιο ήταν ακριβώς δίπλα. Άκουγα το νερό να τρέχει. Κάποια στιγμή μάλιστα μου φάνηκε πως την άκουσα κάτι να τραγουδάει.
Τέλειωσα πριν από εκείνη. Άφησα στο πλάι το βιβλίο. Το μαχαίρι όμως το κράτησα. Σηκώθηκα. Άνοιξα την πόρτα του μπάνιου. Ήταν σκυμμένη πάνω από τον νιπτήρα. Δεν με κατάλαβε. Θέλησα να τη φιλήσω για μια τελευταία φορά. Χαμηλά στη ραχοκοκαλιά της. Κάπου εκεί υπήρχε παλιά μια ανεξερεύνητη περιοχή όπου, τον καιρό που χαρτογραφούσα ακόμα το κορμί της, είχα πολλές φορές χαθεί. Κάποτε, θυμάμαι, αναγκάστηκα να περάσω μια ολόκληρη νύχτα εκεί περιμένοντας το πρώτο φως της μέρας. Αφού άλλος τρόπος να γυρίσω πίσω δεν υπήρχε. Ήθελα πολύ να τη φιλήσω, μα δεν προλάβαινα. Το μαχαίρι ήταν κοντό και ελάχιστα κοφτερό. Αναγκάστηκα να βάλω πολλή δύναμη για να το βυθίσω στον λαιμό της. Ξέπλυνα τα χέρια μου και γύρισα στο κρεβάτι.
Έπιασα ξανά το βιβλίο και έκπληκτος ανακάλυψα πως δεν είχα κόψει τελικά όλες τις σελίδες. Ούτε στα μισά δεν είχα φτάσει.
Και τότε η πόρτα άνοιξε και μπήκε εκείνη στο δωμάτιο. Και την είδα επιτέλους ξανά με τα μαλλιά βρεγμένα. Κι εκείνη θύμωσε που δεν είχα ακόμα με το βιβλίο και το μαχαίρι τελειώσει. «Τι έκανες τόση ώρα;» Τι έκανα; Τι; Για να την ηρεμήσω, της διάβασα κάτι από τις σελίδες που είχα ήδη μαχαιρώσει.
«Δεν θρηνεί κανείς από αγάπη όποιον τον πρόδωσε, αλλά από εξευτελισμό επειδή δεν κέρδισε την πίστη του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου