Πριν από πέντε χρόνια πέθανε ο πατέρας μου. Αν ζούσε σήμερα θα ήταν μόλις εξήντα ενός ετών και μια από αυτές τις μέρες θα είχε τα γενέθλια του. Θυμάμαι ένα βράδυ, πρέπει να ήμουν ακόμα φοιτητής, που είχα γυρίσει αργά στο πατρικό μου και βρήκα πάνω στο γραφείο μου ένα σημείωμά του. Έγραφε, «Παιδιά, να με χαιρόσαστε! Έγινα πενηντάρης». Την άλλη μέρα τον πειράζαμε, πως βιάζεται μάλλον λιγάκι να γεράσει, αφού πενήντα θα γινόταν την επόμενη χρονιά.
Αυτό για τον πατέρα μου ήτανε κάτι το ανεπίτρεπτο, αφού η αλήθεια είναι πως με του αριθμούς τα πήγαινε καλά και σπάνια έπεφτε στους υπολογισμούς του έξω. Στο μαγαζί ήξερε απ’ έξω όλες τις τιμές στα φάρμακα και μπορούσε με τρομακτική ευκολία μόνος του να θυμηθεί τηλέφωνα που είχε χρόνια να καλέσει. Δυστυχώς ελάχιστα μου κληροδότησε αυτήν την τόσο σπάνια αριθμομνημοσύνη.
Όταν τον χάσαμε, το Νοέμβριου του 2006, αποφασίσαμε να τον κηδέψουμε στο μικρό νεκροταφείου του χωριού του, προάστιο τώρα πια της πόλης. Αργότερα στο ίδιο μέρος ήρθε να προστεθεί και ο τάφος του παππού μου, αν και εκείνος, πατέρας της μητέρας μου, καμία σχέση με την Ανακασιά δεν είχε. Τα τελευταία χρόνια, όποτε επισκέπτομαι τα οικογενειακά μας μνήματα, διαλέγω συνήθως να το κάνω με το πόδια. Αν και τις περισσότερες φορές, το ομολογώ, πηγαίνω με ταξί και ύστερα κατηφορίζω προς την πόλη περπατώντας. Η βόλτα αυτή είναι για μένα εξαιρετικά λυτρωτική και έτσι κι αλλιώς είναι μια όμορφη πολύ διαδρομή για να κατέβει κάποιος από του βουνού τις παρυφές ως το λιμάνι και το κέντρο. Αν επιλέξει να την ξεκινήσει, μάλιστα, την ώρα που ο ήλιος βασιλεύει, η θέα από το λόφο του κοιμητηρίου θα τον μαγέψει ανεπανόρθωτα.
Δυστυχώς, με τον πατέρα μου δεν πρόλαβα να περπατήσουμε παρέα, κι αν τυχόν το έκανα, ήμουνα μάλλον τόσο πολύ μικρός που πια δεν το θυμάμαι. Ήμουν μόλις έξι ετών, όταν λόγω ενός τροχαίου δυστυχήματος, έμεινε παραπληγικός και πέρασε την υπόλοιπη ζωή σε αναπηρική καρέκλα. Ο παππούς, από την άλλη, ήτανε αναμφίβολα μεγάλος περιπατητής και πάντα μου υπενθύμιζε πως, όταν ήμουν βρέφος, με έπαιρνε στο καροτσάκι και γυρίζαμε σχεδόν όλη την πόλη. Αυτή, μαζί με άλλες παρόμοιες ιστορίες από τα άγνωστα μου χρόνια, μου έχουν σχηματίσει μέσα στο μυαλό αυτό που ονομάζω αφηγηματική ανάμνηση, αφού η ίδια η μνήμη μου δεν είχε ακόμα τότε ενεργοποιηθεί για να τις καταγράψει. Θυμάμαι όμως αμυδρά τον ίδιο τον παππού μου, που ήτανε συνταξιούχος ναυτικός, να μου διδάσκει τους αστερισμούς στο χάρτη του ουράνιου στερεώματος.
Λίγα, ωστόσο, από εκείνα τα μαθήματα κατόρθωσα να συγκρατήσω. Αυτό που μου έμεινε ήτανε πιο πολύ η αίσθηση της καλοκαιρινής αυλής, όπου καθόμασταν οι δυο μας τα βράδια μέχρι αργά τρώγοντας φέτα και καρπούζι. Όταν καμιά φορά του έδειχνα να πέφτει ένα αστέρι, εκείνος, κατανοώντας πως τα επιστημονικά ελάχιστα με ενδιέφεραν, μου έλεγε να κάνω μια ευχή, αλλά να μη την μαρτυρήσω.
Τουλάχιστον για δυο δεκαετίες ευχόμουν πάντα από μέσα μου να γίνει κάποιο θαύμα, να περπατήσει και πάλι ο πατέρας μου – δεν έχει πλέον νόημα να το κρατάω μυστικό. Από τότε, όμως, που έφυγε, εδώ και πέντε χρόνια, κάθε φορά που βλέπω ουράνια εκτροχιασμένα σώματα να εισβάλουν μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα πλέον δε βρίσκω μέσα μου τίποτα για να ευχηθώ και ντρέπομαι γι’ αυτό αβάσταχτα ακόμα και ετούτη τη στιγμή που σας το μαρτυράω.
Αυτό για τον πατέρα μου ήτανε κάτι το ανεπίτρεπτο, αφού η αλήθεια είναι πως με του αριθμούς τα πήγαινε καλά και σπάνια έπεφτε στους υπολογισμούς του έξω. Στο μαγαζί ήξερε απ’ έξω όλες τις τιμές στα φάρμακα και μπορούσε με τρομακτική ευκολία μόνος του να θυμηθεί τηλέφωνα που είχε χρόνια να καλέσει. Δυστυχώς ελάχιστα μου κληροδότησε αυτήν την τόσο σπάνια αριθμομνημοσύνη.
Όταν τον χάσαμε, το Νοέμβριου του 2006, αποφασίσαμε να τον κηδέψουμε στο μικρό νεκροταφείου του χωριού του, προάστιο τώρα πια της πόλης. Αργότερα στο ίδιο μέρος ήρθε να προστεθεί και ο τάφος του παππού μου, αν και εκείνος, πατέρας της μητέρας μου, καμία σχέση με την Ανακασιά δεν είχε. Τα τελευταία χρόνια, όποτε επισκέπτομαι τα οικογενειακά μας μνήματα, διαλέγω συνήθως να το κάνω με το πόδια. Αν και τις περισσότερες φορές, το ομολογώ, πηγαίνω με ταξί και ύστερα κατηφορίζω προς την πόλη περπατώντας. Η βόλτα αυτή είναι για μένα εξαιρετικά λυτρωτική και έτσι κι αλλιώς είναι μια όμορφη πολύ διαδρομή για να κατέβει κάποιος από του βουνού τις παρυφές ως το λιμάνι και το κέντρο. Αν επιλέξει να την ξεκινήσει, μάλιστα, την ώρα που ο ήλιος βασιλεύει, η θέα από το λόφο του κοιμητηρίου θα τον μαγέψει ανεπανόρθωτα.
Δυστυχώς, με τον πατέρα μου δεν πρόλαβα να περπατήσουμε παρέα, κι αν τυχόν το έκανα, ήμουνα μάλλον τόσο πολύ μικρός που πια δεν το θυμάμαι. Ήμουν μόλις έξι ετών, όταν λόγω ενός τροχαίου δυστυχήματος, έμεινε παραπληγικός και πέρασε την υπόλοιπη ζωή σε αναπηρική καρέκλα. Ο παππούς, από την άλλη, ήτανε αναμφίβολα μεγάλος περιπατητής και πάντα μου υπενθύμιζε πως, όταν ήμουν βρέφος, με έπαιρνε στο καροτσάκι και γυρίζαμε σχεδόν όλη την πόλη. Αυτή, μαζί με άλλες παρόμοιες ιστορίες από τα άγνωστα μου χρόνια, μου έχουν σχηματίσει μέσα στο μυαλό αυτό που ονομάζω αφηγηματική ανάμνηση, αφού η ίδια η μνήμη μου δεν είχε ακόμα τότε ενεργοποιηθεί για να τις καταγράψει. Θυμάμαι όμως αμυδρά τον ίδιο τον παππού μου, που ήτανε συνταξιούχος ναυτικός, να μου διδάσκει τους αστερισμούς στο χάρτη του ουράνιου στερεώματος.
Λίγα, ωστόσο, από εκείνα τα μαθήματα κατόρθωσα να συγκρατήσω. Αυτό που μου έμεινε ήτανε πιο πολύ η αίσθηση της καλοκαιρινής αυλής, όπου καθόμασταν οι δυο μας τα βράδια μέχρι αργά τρώγοντας φέτα και καρπούζι. Όταν καμιά φορά του έδειχνα να πέφτει ένα αστέρι, εκείνος, κατανοώντας πως τα επιστημονικά ελάχιστα με ενδιέφεραν, μου έλεγε να κάνω μια ευχή, αλλά να μη την μαρτυρήσω.
Τουλάχιστον για δυο δεκαετίες ευχόμουν πάντα από μέσα μου να γίνει κάποιο θαύμα, να περπατήσει και πάλι ο πατέρας μου – δεν έχει πλέον νόημα να το κρατάω μυστικό. Από τότε, όμως, που έφυγε, εδώ και πέντε χρόνια, κάθε φορά που βλέπω ουράνια εκτροχιασμένα σώματα να εισβάλουν μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα πλέον δε βρίσκω μέσα μου τίποτα για να ευχηθώ και ντρέπομαι γι’ αυτό αβάσταχτα ακόμα και ετούτη τη στιγμή που σας το μαρτυράω.
θα βρεις
ΑπάντησηΔιαγραφή