Στο μεταξύ, και όσο εγώ απουσίαζα από την πόλη και τη χώρα, κάποιοι είχαν φροντίσει να ξεριζώσουν από τη μνήμη της ίδιας μου της γειτονιάς όλους τους ενοχικούς και εμπράγματους δεσμούς μου. Επέστρεψα τα ξημερώματα της πρωτοχρονιάς –η αλλαγή του χρόνου με είχε βρει να ταξιδεύω- και βρήκα σκισμένα τα βιβλία μου στους δρόμους χαρτοπόλεμο. Τα ακολούθησα και έφτασα στο σπίτι, μα αντί για σπίτι βρήκα ένα αχνιστό οικόπεδο και ότι είχε απομείνει από τη θλιβερή οικοσκευή να χάσκει ανάμεσα στα μπάζα. Χτύπησα τις πόρτες των γειτόνων μου, μα οι πιο πολλοί γλεντούσαν ύπνο μεθεόρτιο κι όσους κατάφερα να συναντήσω ξύπνιους, το παίζαν υπνοβάτες και μεθύστακες.
Έτσι αναγκάστηκα να εγκαταλείψω τα παλιά κι όλες τις μεσημεριανές φοβίες μου κι όλες τις μεταμεσονύχτιες μου ενοχές να μεταφέρω σε ένα μικρό διαμέρισμα, στο σπίτι κάποιας φίλης εξωγήινης. Εκεί στον τρίτο όροφο ενός παλιού, μα ευτυχώς καλά συντηρημένου, οικοδομήματος, στη δεξιά ασφυκτιούσα όχθη μιας από τους κεντρικότερες οδούς, που έφερε το όνομα κάποιου αρχαίου τυχοδιώκτη βασιλιά, μετέφερα το χάρτινο μου στρατηγείο. Στον ίδιο όροφο υπήρχε ακόμα ένα διαμέρισμα, όπου κάποιος αλλοδαπός πορνοβοσκός είχε μαντρώσει το κοπάδι του και από κάτω ακριβώς υπήρχε το γραφείο ενός πολιτευτή, που παριστάνοντας το πριγκιπόπουλο είχε κατορθώσει να γίνει μέλος της εθνοσυνέλευσης. Στα σκαλοπάτια και στο ασανσέρ, ανάμεσα στον τρίτο και τον δεύτερο στριμώχνονταν η ανυπομονούσα πελατεία των δύο εκλεκτών γειτόνων μου κι όλοι μαζί αντάλλαζαν φαντασιώσεις, εμπειρίες και παράπονα. Καμιά φορά άκουγα κι από δίπλα τις πουτάνες να δίνουν συμβουλές στον βουλευτή και αυτός να τους χαρίζει φθηνές και πρόστυχες υποσχέσεις.
Στο τέλος του Δεκέμβρη, για άλλους λόγους κατά τα φαινόμενα μα κατά βάθος για την ίδια αιτία ακριβώς, πολιορκήθηκαν για μέρες τόσο το διπλανό όσο και το από κάτω διαμέρισμα και τελικά λεηλατήθηκαν από αυτούς που επί ένα χρόνο φτιάχνανε παζλ με τις σχισμένες σελίδες των βιβλίων μου. Μάζεψα τότε και εγώ ότι μπορούσα μέσα στο σάκο και στις τσέπες μου να μεταφέρω, τα φώτα έσβησα, έκλεισα τα παράθυρα –η φίλη είχε ήδη επιστρέψει στον πλανήτη της- και το έσκασα από την πίσω πόρτας της διαφυγής, που μόνο οι πιο διεστραμμένοι επισκέπτες της πολυκατοικίας μας ως τότε είχαν την τύχη να γνωρίσουν.
Έτσι αναγκάστηκα να εγκαταλείψω τα παλιά κι όλες τις μεσημεριανές φοβίες μου κι όλες τις μεταμεσονύχτιες μου ενοχές να μεταφέρω σε ένα μικρό διαμέρισμα, στο σπίτι κάποιας φίλης εξωγήινης. Εκεί στον τρίτο όροφο ενός παλιού, μα ευτυχώς καλά συντηρημένου, οικοδομήματος, στη δεξιά ασφυκτιούσα όχθη μιας από τους κεντρικότερες οδούς, που έφερε το όνομα κάποιου αρχαίου τυχοδιώκτη βασιλιά, μετέφερα το χάρτινο μου στρατηγείο. Στον ίδιο όροφο υπήρχε ακόμα ένα διαμέρισμα, όπου κάποιος αλλοδαπός πορνοβοσκός είχε μαντρώσει το κοπάδι του και από κάτω ακριβώς υπήρχε το γραφείο ενός πολιτευτή, που παριστάνοντας το πριγκιπόπουλο είχε κατορθώσει να γίνει μέλος της εθνοσυνέλευσης. Στα σκαλοπάτια και στο ασανσέρ, ανάμεσα στον τρίτο και τον δεύτερο στριμώχνονταν η ανυπομονούσα πελατεία των δύο εκλεκτών γειτόνων μου κι όλοι μαζί αντάλλαζαν φαντασιώσεις, εμπειρίες και παράπονα. Καμιά φορά άκουγα κι από δίπλα τις πουτάνες να δίνουν συμβουλές στον βουλευτή και αυτός να τους χαρίζει φθηνές και πρόστυχες υποσχέσεις.
Στο τέλος του Δεκέμβρη, για άλλους λόγους κατά τα φαινόμενα μα κατά βάθος για την ίδια αιτία ακριβώς, πολιορκήθηκαν για μέρες τόσο το διπλανό όσο και το από κάτω διαμέρισμα και τελικά λεηλατήθηκαν από αυτούς που επί ένα χρόνο φτιάχνανε παζλ με τις σχισμένες σελίδες των βιβλίων μου. Μάζεψα τότε και εγώ ότι μπορούσα μέσα στο σάκο και στις τσέπες μου να μεταφέρω, τα φώτα έσβησα, έκλεισα τα παράθυρα –η φίλη είχε ήδη επιστρέψει στον πλανήτη της- και το έσκασα από την πίσω πόρτας της διαφυγής, που μόνο οι πιο διεστραμμένοι επισκέπτες της πολυκατοικίας μας ως τότε είχαν την τύχη να γνωρίσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου