Τρίτον, και ίσως και σημαντικότερο, έχει να κάνει με τη μοιραία μου εξάρτηση από διαρκώς καινούριες παραστάσεις. Από ιστορίες πολύ πραγματικές κι από αφορμές για άλλες πιο δικές μου ιστορίες. Και ειλικρινά, όσο κι αν έψαξα παντού, δεν το κατάφερα να βρω μέρος σαν την Αθήνα του κατακαλόκαιρου, που να με εμπνέει και να με συναρπάζει τόσο. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που όποτε ξεκινώ τις αθηναϊκές μου «περίεργες» διακοπές, δε νιώθω την ανάγκη να κουβαλήσω μαζί μου βιβλία ή άλλα αναγνώσματα. Όχι, δεν πάω εκεί για να διαβάσω – έτσι κι αλλιώς δε θα προλάβαινα, αφού καταναλώνω ολόκληρο τον παραθεριστικό πολύτιμό μου χρόνο διαβάζοντας την ίδια την Αθήνα.
Εκεί ήταν που σκέφτηκα να γράψω για πρώτη μου φορά. Εκεί, δυο-τρία καλοκαίρια πιο μετά, που άρχισα να γράφω. Όλα μου τα μετέπειτα γραπτά, μέσα σε κάποιον Αύγουστο πολύ μοναχικό - κι όμως τόσο κοσμοπολίτικο, όλα εκεί ξεκίνησαν. Πρόσωπα, συναισθήματα, πράξεις και καταστάσεις, που έχω χωρέσει αυτά τα χρόνια μέσα στα τρία τα γνωστά και τα άλλα, τα ανέκδοτα, βιβλία μου, πριν τα στριμώξω μέσα στο χαρτί, ήταν ακριβώς τα αξιοθέατα αυτών των ταξιδιών μου.
Άλλωστε, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που περισσεύουν στην Αθήνα αυτήν την εποχή, όταν οι περισσότεροι σπεύδουν να δραπετεύσουν, πέρα από τους λόγους που τους κράτησαν εκεί –ίσως για αυτούς τους λόγους ακριβώς- έχουν πάντα να πουν κάποια σπουδαία ιστορία. Και όταν, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, δείχνουν να προτιμούν να μείνει η ιστορία τους κρυφή, τότε είναι που εγώ πρέπει να την μαντέψω.
Και μεταξύ μας, αυτή είναι τελικά του συγγραφέα η δουλειά: όχι να ξέρει φυσικά, αλλά συνέχεια να δοκιμάζει να μαντεύει. Κι ας κάνει λάθος, δεν υπάρχει πρόβλημα σε αυτό, αφού στον κόσμο και στον κόσμο του σωστό εν τέλει δεν υπάρχει.
Έτσι, μαντεύοντας τα μυστικά που κρύβει επιμελώς βαθιά στα τσιμεντένια σωθικά το αστικό τοπίο αυτής της τόσο γοητευτικής και τόσο μίζερης ταυτόχρονα πρωτεύουσας, μπορώ και παίρνω μέρος στις πιο επικίνδυνες διακοπές, που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ένας άνθρωπος που αγαπά την περιπέτεια. Πως θα μπορούσε, άραγε, να απογοητευτεί ο κυνηγός που ζει μες στο κεφάλι μου, με τόσα άγρια θηρία να κυκλοφορούν τριγύρω μου ελεύθερα; Πως γίνεται, έστω για μία μέρα, να μείνει απαθής, μπροστά σε αυτόν τον εγκαταλειμμένο θησαυρό, ο πειρατής που μπαινοβγαίνει στην καρδιά μου;
Τα μυστικά και τα μυστήρια δεν πρόκειται να λείψουνε ποτέ από αυτήν την πόλη. Κι όσο επιμένει το κραυγαλέο αττικό της φως να αποκαλύπτει αυτά για τα οποία οι άνθρωποι πάντα θα αρνούνται να μιλήσουν, τόσο μέσα στους δρόμους και στις γειτονιές θα υπάρχουν παγίδες και κρυψώνες, έτοιμες να καταπιούν με ευκολία τους περιέργους και αυτούς που παν γυρεύοντας γενναία να ανταμείψουν.
Εκεί ήταν που σκέφτηκα να γράψω για πρώτη μου φορά. Εκεί, δυο-τρία καλοκαίρια πιο μετά, που άρχισα να γράφω. Όλα μου τα μετέπειτα γραπτά, μέσα σε κάποιον Αύγουστο πολύ μοναχικό - κι όμως τόσο κοσμοπολίτικο, όλα εκεί ξεκίνησαν. Πρόσωπα, συναισθήματα, πράξεις και καταστάσεις, που έχω χωρέσει αυτά τα χρόνια μέσα στα τρία τα γνωστά και τα άλλα, τα ανέκδοτα, βιβλία μου, πριν τα στριμώξω μέσα στο χαρτί, ήταν ακριβώς τα αξιοθέατα αυτών των ταξιδιών μου.
Άλλωστε, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που περισσεύουν στην Αθήνα αυτήν την εποχή, όταν οι περισσότεροι σπεύδουν να δραπετεύσουν, πέρα από τους λόγους που τους κράτησαν εκεί –ίσως για αυτούς τους λόγους ακριβώς- έχουν πάντα να πουν κάποια σπουδαία ιστορία. Και όταν, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, δείχνουν να προτιμούν να μείνει η ιστορία τους κρυφή, τότε είναι που εγώ πρέπει να την μαντέψω.
Και μεταξύ μας, αυτή είναι τελικά του συγγραφέα η δουλειά: όχι να ξέρει φυσικά, αλλά συνέχεια να δοκιμάζει να μαντεύει. Κι ας κάνει λάθος, δεν υπάρχει πρόβλημα σε αυτό, αφού στον κόσμο και στον κόσμο του σωστό εν τέλει δεν υπάρχει.
Έτσι, μαντεύοντας τα μυστικά που κρύβει επιμελώς βαθιά στα τσιμεντένια σωθικά το αστικό τοπίο αυτής της τόσο γοητευτικής και τόσο μίζερης ταυτόχρονα πρωτεύουσας, μπορώ και παίρνω μέρος στις πιο επικίνδυνες διακοπές, που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ένας άνθρωπος που αγαπά την περιπέτεια. Πως θα μπορούσε, άραγε, να απογοητευτεί ο κυνηγός που ζει μες στο κεφάλι μου, με τόσα άγρια θηρία να κυκλοφορούν τριγύρω μου ελεύθερα; Πως γίνεται, έστω για μία μέρα, να μείνει απαθής, μπροστά σε αυτόν τον εγκαταλειμμένο θησαυρό, ο πειρατής που μπαινοβγαίνει στην καρδιά μου;
Τα μυστικά και τα μυστήρια δεν πρόκειται να λείψουνε ποτέ από αυτήν την πόλη. Κι όσο επιμένει το κραυγαλέο αττικό της φως να αποκαλύπτει αυτά για τα οποία οι άνθρωποι πάντα θα αρνούνται να μιλήσουν, τόσο μέσα στους δρόμους και στις γειτονιές θα υπάρχουν παγίδες και κρυψώνες, έτοιμες να καταπιούν με ευκολία τους περιέργους και αυτούς που παν γυρεύοντας γενναία να ανταμείψουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου