Ένα απόγευμα που περπατούσα στους δρόμους γύρω από την Ταμπακαλέρα, συλλέγοντας τοίχους φλύαρους κι άλλα αξιοπερίεργα, έπεσα πάνω σε έναν νεαρό που ήταν ντυμένος με τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδος. Ήταν οι μέρες του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος κι έτσι το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πως θα ήταν κάποιος περήφανος συμπατριώτης μου, που δεν κρατιόταν να διαδηλώσει την καταγωγή του στην αλλοδαπή, ξεχνώντας προφανώς πόσες φορές στο παρελθόν είχε νιώσει για αυτήν θλίψη κι απογοήτευση.
Μιας και ακολουθούσαμε την ίδια ακριβώς διαδρομή και αφού προπορευότανε, δε μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό και σήκωσα εκ του ασφαλούς τη μηχανή να τον τραβήξω δυο-τρεις καλές με φόντο το ανεπανάληπτα αλλοπρόσαλλο τοπίο του Εμπαχαντόρες. Όμως ο γαλανόλευκος συνοδοιπόρος μου στο τρίτο κλικ, έστρεψε πίσω το κεφάλι του και με είδε επί το έργω.
«Τι θες, ρε φίλε;» με ρώτησε σε κάποια γλώσσα που ασφαλώς δε γνώριζα.
«Τίποτα. Έτσι παίζω με τη μηχανή... Κι εσένα τι σε νοιάζει;» ξεκίνησαν αμέσως να μαλώνουν μέσα στο κεφάλι μου ο τσαμπουκάς και η κοτοσύνη.
«Τι τίποτα;» αυτός επέμεινε, στα αγγλικά ετούτη τη φορά. «Αφού εμένα βγάζεις.»
«Δε βγάζω εσένα, αγαπητέ. Την πλάτη σου μονάχα.»
«Κι η πλάτη τίνος είναι, δηλαδή; Μήπως του Fanis Gekas;»
«Δεν είσαι Έλλην, θες να πεις; Και τότε; Το μπλουζάκι;»
«Α! Αυτό; Για αυτό με παρακολουθείς; Κι εγώ που νόμισα ότι…»
Ούτε που τόλμησα να του ζητήσω να μου πει τι νόμισε, αν και όλο και κάπου πήγε το μυαλό μου.
«Λοιπόν. Αφού σε κόβω για περίεργο, ας κάνουμε μια συμφωνία: Εγώ θα σου εξηγήσω πως το απόκτησα κι εσύ θα σβήσεις τις φωτογραφίες.»
Μια ιστορία για λίγα κουνημένα κι άχρηστα καρέ, καλή ανταλλαγή μου φάνηκε.
«Έγινε. Σε ακούω. Περίμενε μονάχα να στρίψω το τσιγάρο μου και πάμε κάτω από τη σκιά, γιατί δεν την παλεύω.»
Κι έτσι, αφού αράξαμε σε κάτι σκαλοπάτια κι αφού τον κέρασα κι αυτόν λίγο από τον καπνό μου, άρχισε η αφήγηση που πήγε κάπως έτσι:
«Πριν δυο μέρες έφτασα, που λες, στην Ισπανία. Εγώ, αν κι είμαι Ουκρανός, δουλεύω στο Λονδίνο. Μη με ρωτήσεις τι δουλειά! Δε θα θελες να μάθεις. Ήρθα για μία γκόμενα. Άσχημη ιστορία. Την έψαχνα όλο το πρωί. Το απόγευμα τη βρήκα. Πρώτη κουβέντα και βρισιά.
-Καλώς τον καραγκιόζη! Τι θες και με θυμήθηκες; Τέλειωσαν οι πουτάνες;
-Αφού σου είπα πως θα ‘ρθω.
-Ναι. Πριν από έξι μήνες. Άντε και φεύγα γρήγορα! Έρχεται ο νόβιο μου.
Κάτι προσπάθησα να πω, δεν έχει σημασία. Μέχρι να βγω απ’ το σπίτι της, άρχισε να νυχτώνει. Για ύπνο δε με έκοβα. Είπα να πάω μια βόλτα. Πήρα τους δρόμους μου ξανά - Μαδρίτη by night. Παντού γινότανε χαμός. Γλεντούσαν τα τσογλάνια. Εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτοί tinto verano. Κατέληξα σε ένα μπαρ και άρχισα να πίνω. Ο μπάρμαν είχε όρεξη, με φλόμωσε στο ψέμα. Στην άλλη άκρη, στο σκαμπό καθόταν ένας τύπος. Έπινε και δε μίλαγε. Φορούσε αυτή την μπλούζα. Έτσι, μονάχοι και οι δυο, είπα να τον κεράσω. Μετά με κέρασε κι αυτός. Κι ύστερα εγώ και πάλι. Επάνω στο μισάωρο τη χάσαμε τη μπάλα. Σηκώνεται ο γίγαντας και έρχεται κοντά μου. Στέφανος, μου συστήνεται. Του λέω το δικό μου. Λέω στο μπάρμαν, άλλα δυο κι άσε και το μπουκάλι! Στο τέλος το στραγγίξαμε. Δακρύζαμε ουίσκι. Κουβέντα δε σταυρώσαμε. Μονάχα, άντε, γεια μας! Στο τέλος λέω, είναι αργά, φίλε εγώ την κάνω.
-Κάτσε, μου λέει, περίμενε! Έτσι θα με αφήσεις;
-Δεν την παλεύω άλλο πια. Γυρίζω όλη μέρα. Κι ούτε ακόμα που έχω βρει μέρος για να την πέσω.
-Καλά. Όπως θες. Όμως πιο πριν κάνε μου μία χάρη!
-Ότι γουστάρεις, αδερφέ!
-Αλλάζουμε φανέλες;
-Τι θες να πεις; Τι εννοείς;
-Όπως κάνουν στα ντέρμπυ... Έτσι για αναμνηστικό. Να έχεις να με θυμάσαι.
Κι έτσι, χωρίς να το σκεφτώ, τη βγάζω και τη δίνω. Φορούσα μία κόκκινη, δώρο της αδερφής μου. Όχι, δεν ήταν το αλκοόλ. Ακόμα κι αν δεν είχα πιει, η φάση θα γινόταν. Αν και αν ήμασταν στεγνοί, δε θα υπήρχε λόγος. Βάζω την μπλε του αλλουνού κι εκείνος τη δικιά μου. Με αγκαλιάζει, με φιλά. Αντίο φιλαράκο! Και να ‘μαι τώρα εγώ εδώ κι άλλος, ποιος να ξέρει… Κι οι δυο χαμένοι ήμασταν, οπότε τι μας νοιάζει. Το θέμα είναι, από το ματς κάτι έμεινε στο τέλος. Τι κι αν το σφύριξε ο Θεός; Εμείς κλωτσάμε ακόμα.»
Μιας και ακολουθούσαμε την ίδια ακριβώς διαδρομή και αφού προπορευότανε, δε μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό και σήκωσα εκ του ασφαλούς τη μηχανή να τον τραβήξω δυο-τρεις καλές με φόντο το ανεπανάληπτα αλλοπρόσαλλο τοπίο του Εμπαχαντόρες. Όμως ο γαλανόλευκος συνοδοιπόρος μου στο τρίτο κλικ, έστρεψε πίσω το κεφάλι του και με είδε επί το έργω.
«Τι θες, ρε φίλε;» με ρώτησε σε κάποια γλώσσα που ασφαλώς δε γνώριζα.
«Τίποτα. Έτσι παίζω με τη μηχανή... Κι εσένα τι σε νοιάζει;» ξεκίνησαν αμέσως να μαλώνουν μέσα στο κεφάλι μου ο τσαμπουκάς και η κοτοσύνη.
«Τι τίποτα;» αυτός επέμεινε, στα αγγλικά ετούτη τη φορά. «Αφού εμένα βγάζεις.»
«Δε βγάζω εσένα, αγαπητέ. Την πλάτη σου μονάχα.»
«Κι η πλάτη τίνος είναι, δηλαδή; Μήπως του Fanis Gekas;»
«Δεν είσαι Έλλην, θες να πεις; Και τότε; Το μπλουζάκι;»
«Α! Αυτό; Για αυτό με παρακολουθείς; Κι εγώ που νόμισα ότι…»
Ούτε που τόλμησα να του ζητήσω να μου πει τι νόμισε, αν και όλο και κάπου πήγε το μυαλό μου.
«Λοιπόν. Αφού σε κόβω για περίεργο, ας κάνουμε μια συμφωνία: Εγώ θα σου εξηγήσω πως το απόκτησα κι εσύ θα σβήσεις τις φωτογραφίες.»
Μια ιστορία για λίγα κουνημένα κι άχρηστα καρέ, καλή ανταλλαγή μου φάνηκε.
«Έγινε. Σε ακούω. Περίμενε μονάχα να στρίψω το τσιγάρο μου και πάμε κάτω από τη σκιά, γιατί δεν την παλεύω.»
Κι έτσι, αφού αράξαμε σε κάτι σκαλοπάτια κι αφού τον κέρασα κι αυτόν λίγο από τον καπνό μου, άρχισε η αφήγηση που πήγε κάπως έτσι:
«Πριν δυο μέρες έφτασα, που λες, στην Ισπανία. Εγώ, αν κι είμαι Ουκρανός, δουλεύω στο Λονδίνο. Μη με ρωτήσεις τι δουλειά! Δε θα θελες να μάθεις. Ήρθα για μία γκόμενα. Άσχημη ιστορία. Την έψαχνα όλο το πρωί. Το απόγευμα τη βρήκα. Πρώτη κουβέντα και βρισιά.
-Καλώς τον καραγκιόζη! Τι θες και με θυμήθηκες; Τέλειωσαν οι πουτάνες;
-Αφού σου είπα πως θα ‘ρθω.
-Ναι. Πριν από έξι μήνες. Άντε και φεύγα γρήγορα! Έρχεται ο νόβιο μου.
Κάτι προσπάθησα να πω, δεν έχει σημασία. Μέχρι να βγω απ’ το σπίτι της, άρχισε να νυχτώνει. Για ύπνο δε με έκοβα. Είπα να πάω μια βόλτα. Πήρα τους δρόμους μου ξανά - Μαδρίτη by night. Παντού γινότανε χαμός. Γλεντούσαν τα τσογλάνια. Εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτοί tinto verano. Κατέληξα σε ένα μπαρ και άρχισα να πίνω. Ο μπάρμαν είχε όρεξη, με φλόμωσε στο ψέμα. Στην άλλη άκρη, στο σκαμπό καθόταν ένας τύπος. Έπινε και δε μίλαγε. Φορούσε αυτή την μπλούζα. Έτσι, μονάχοι και οι δυο, είπα να τον κεράσω. Μετά με κέρασε κι αυτός. Κι ύστερα εγώ και πάλι. Επάνω στο μισάωρο τη χάσαμε τη μπάλα. Σηκώνεται ο γίγαντας και έρχεται κοντά μου. Στέφανος, μου συστήνεται. Του λέω το δικό μου. Λέω στο μπάρμαν, άλλα δυο κι άσε και το μπουκάλι! Στο τέλος το στραγγίξαμε. Δακρύζαμε ουίσκι. Κουβέντα δε σταυρώσαμε. Μονάχα, άντε, γεια μας! Στο τέλος λέω, είναι αργά, φίλε εγώ την κάνω.
-Κάτσε, μου λέει, περίμενε! Έτσι θα με αφήσεις;
-Δεν την παλεύω άλλο πια. Γυρίζω όλη μέρα. Κι ούτε ακόμα που έχω βρει μέρος για να την πέσω.
-Καλά. Όπως θες. Όμως πιο πριν κάνε μου μία χάρη!
-Ότι γουστάρεις, αδερφέ!
-Αλλάζουμε φανέλες;
-Τι θες να πεις; Τι εννοείς;
-Όπως κάνουν στα ντέρμπυ... Έτσι για αναμνηστικό. Να έχεις να με θυμάσαι.
Κι έτσι, χωρίς να το σκεφτώ, τη βγάζω και τη δίνω. Φορούσα μία κόκκινη, δώρο της αδερφής μου. Όχι, δεν ήταν το αλκοόλ. Ακόμα κι αν δεν είχα πιει, η φάση θα γινόταν. Αν και αν ήμασταν στεγνοί, δε θα υπήρχε λόγος. Βάζω την μπλε του αλλουνού κι εκείνος τη δικιά μου. Με αγκαλιάζει, με φιλά. Αντίο φιλαράκο! Και να ‘μαι τώρα εγώ εδώ κι άλλος, ποιος να ξέρει… Κι οι δυο χαμένοι ήμασταν, οπότε τι μας νοιάζει. Το θέμα είναι, από το ματς κάτι έμεινε στο τέλος. Τι κι αν το σφύριξε ο Θεός; Εμείς κλωτσάμε ακόμα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου