Από το 2000 που τέλειωσα με το πανεπιστήμιο μέχρι και σήμερα που σκέφτομαι ξανά να το αρχίσω, επιλέγω κάθε Αύγουστο σχεδόν να κάνω τις διακοπές μου στην Αθήνα. Ξέρω
πως δεν ακούγεται αυτό ως το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, αλλά, πιστέψτε με,
πάντοτε είχα κι ακόμα διατηρώ τους λόγους μου. Κι αν θέλετε, μπορώ με επιχειρήματα,
τουλάχιστον για μένα λογικά, να αποδείξω το υγιές αυτής της προβληματικής για εσάς
επιλογής μου.
Πρώτον, συγκαταλέγομαι στους θαυμαστές τους πιο φανατικούς, από τους ελάχιστους που έχουν απομείνει ενδεχομένως, της μόνης επί ελληνικού εδάφους μεγαλούπολης. Και μολονότι γνωρίζω από πρώτο χέρι την ακαταμάχητη ασχήμια της και λόγω των πολλών μου ταξιδιών στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, μπορώ πανεύκολα να κάνω ατυχείς αναγωγές και θλιβερές συγκρίσεις, αδυνατώ ειλικρινά να μην αναγνωρίσω το κραυγαλέο μεγαλείο που κρύβει η ασχήμια της αυτή, ακόμα και στα πιο ενοχλητικά παράγωγά της.
Οι αναπόφευκτες αναγωγές με τις σπουδαίες πόλεις του εξωτερικού, να πω πως καταρχάς, ελάχιστα με απασχολούνε. Τι κι αν οι παρηκμασμένες συνοικίες της θυμίζει όλο και περισσότερο τα υποβαθμισμένα λαϊκά προάστια του Παρισιού και του Λονδίνου; Τι κι αν το ιστορικό της κέντρο, παραδομένο πια στη βίαιη εγκατάλειψη, μοιάζει να παραπέμπει πιο πολύ με τα απαλλοτριωθέντα από τη μοχθηρή ανάπτυξη πρώην βιομηχανικά οικοσυστήματα της Μόσχας και του Βερολίνου; Η Αθήνα –ή έστω η Αθήνα μου- δεν έχει ανάγκη από αναφορές στο παρελθόν, γιατί, όσο κι αν μελαγχολικό φαντάζει σήμερα το μέλλον της, έχει μες στην καρδιά της ένα τόσο ζωντανό ιστορικό παρόν, που δύσκολα μπορεί κάποιος κάτι παρόμοιο να βρει σε ολόκληρη της γηραιά Ευρώπη. Κανείς δε θα μπορούσε, ετούτη τη στιγμή, να αρνηθεί ότι εδώ κάτι πραγματικά συμβαίνει – ασχέτως αν αξιολογείται το συμβάν αυτό ως αισιόδοξο ή ολέθριο, αυτό δεν αφορά καθόλου την αφήγηση αυτή και σίγουρα τις καλοκαιρινές μου τις διακοπές δε φαίνεται να τις ενδιαφέρει.
Όσο για τις συγκρίσεις που μοιραία και περίπου αυτόματα έρχονται στο μυαλό του καθενός την ώρα που επιστρέφει στην Αθήνα –ή μάλλον στην Αθήνα του- με τους κανόνες, τους ρυθμούς και όλα τα υπόλοιπα, που τόσο αρμονικά διέπουν τις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, και κάνουν τη δικιά μας να μοιάζει με κόλαση επίγεια, κι αυτές πιστεύω πως στερούνται σοβαρού νοήματος. Οι Αθηναίοι μόνοι τους, εξάλλου, αποφάσισαν, εδώ και αρκετές δεκαετίες, πως η πρωτεύουσά μας, όπως και άλλα πράγματα πολλά, που σηματοδοτούν τη σύγχρονή μας παρουσία, όχι μονάχα δεν ανήκει στον κόσμο της ευρωπαϊκής κληρονομιάς, μα όσο γίνεται πιο εκδηλωτικά πλέον τον αποστρέφεται, για να μη πω πως τον φοβάται. Μα ακόμα και εκείνοι, που απαξιωτικά τοποθετούνε την Αθήνα τους ανάμεσα στις πόλεις της καθ’ ημάς Ανατολής, μάλλον δεν ξέρουνε τι λένε, αφού αφενός δεν έχουνε ποτέ επισκεφτεί την Αλεξάνδρεια ή την Κωνσταντινούπολη ενώ αγνοούνε αφετέρου παντελώς ότι Ανατολή σημαίνει και παράδοση, μια λέξη που σε όλους τελικά μοιάζει να φέρνει αλλεργία.
Κι όμως, αρκεί μονάχα να επιλέξει κάποιος την Αθήνα μας –ή τέλος πάντων την οποιαδήποτε Αθήνα- ως προορισμό των θερινών διακοπών του, και τότε δε θα αργήσει να διαπιστώσει πως πράγματι ήδη γεννιέται σήμερα εδώ μια ζώσα συγκλονιστική παράδοση, που δυστυχώς ακόμα δεν τολμάει κανείς να βγει και να την παραλάβει.
Πρώτον, συγκαταλέγομαι στους θαυμαστές τους πιο φανατικούς, από τους ελάχιστους που έχουν απομείνει ενδεχομένως, της μόνης επί ελληνικού εδάφους μεγαλούπολης. Και μολονότι γνωρίζω από πρώτο χέρι την ακαταμάχητη ασχήμια της και λόγω των πολλών μου ταξιδιών στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, μπορώ πανεύκολα να κάνω ατυχείς αναγωγές και θλιβερές συγκρίσεις, αδυνατώ ειλικρινά να μην αναγνωρίσω το κραυγαλέο μεγαλείο που κρύβει η ασχήμια της αυτή, ακόμα και στα πιο ενοχλητικά παράγωγά της.
Οι αναπόφευκτες αναγωγές με τις σπουδαίες πόλεις του εξωτερικού, να πω πως καταρχάς, ελάχιστα με απασχολούνε. Τι κι αν οι παρηκμασμένες συνοικίες της θυμίζει όλο και περισσότερο τα υποβαθμισμένα λαϊκά προάστια του Παρισιού και του Λονδίνου; Τι κι αν το ιστορικό της κέντρο, παραδομένο πια στη βίαιη εγκατάλειψη, μοιάζει να παραπέμπει πιο πολύ με τα απαλλοτριωθέντα από τη μοχθηρή ανάπτυξη πρώην βιομηχανικά οικοσυστήματα της Μόσχας και του Βερολίνου; Η Αθήνα –ή έστω η Αθήνα μου- δεν έχει ανάγκη από αναφορές στο παρελθόν, γιατί, όσο κι αν μελαγχολικό φαντάζει σήμερα το μέλλον της, έχει μες στην καρδιά της ένα τόσο ζωντανό ιστορικό παρόν, που δύσκολα μπορεί κάποιος κάτι παρόμοιο να βρει σε ολόκληρη της γηραιά Ευρώπη. Κανείς δε θα μπορούσε, ετούτη τη στιγμή, να αρνηθεί ότι εδώ κάτι πραγματικά συμβαίνει – ασχέτως αν αξιολογείται το συμβάν αυτό ως αισιόδοξο ή ολέθριο, αυτό δεν αφορά καθόλου την αφήγηση αυτή και σίγουρα τις καλοκαιρινές μου τις διακοπές δε φαίνεται να τις ενδιαφέρει.
Όσο για τις συγκρίσεις που μοιραία και περίπου αυτόματα έρχονται στο μυαλό του καθενός την ώρα που επιστρέφει στην Αθήνα –ή μάλλον στην Αθήνα του- με τους κανόνες, τους ρυθμούς και όλα τα υπόλοιπα, που τόσο αρμονικά διέπουν τις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, και κάνουν τη δικιά μας να μοιάζει με κόλαση επίγεια, κι αυτές πιστεύω πως στερούνται σοβαρού νοήματος. Οι Αθηναίοι μόνοι τους, εξάλλου, αποφάσισαν, εδώ και αρκετές δεκαετίες, πως η πρωτεύουσά μας, όπως και άλλα πράγματα πολλά, που σηματοδοτούν τη σύγχρονή μας παρουσία, όχι μονάχα δεν ανήκει στον κόσμο της ευρωπαϊκής κληρονομιάς, μα όσο γίνεται πιο εκδηλωτικά πλέον τον αποστρέφεται, για να μη πω πως τον φοβάται. Μα ακόμα και εκείνοι, που απαξιωτικά τοποθετούνε την Αθήνα τους ανάμεσα στις πόλεις της καθ’ ημάς Ανατολής, μάλλον δεν ξέρουνε τι λένε, αφού αφενός δεν έχουνε ποτέ επισκεφτεί την Αλεξάνδρεια ή την Κωνσταντινούπολη ενώ αγνοούνε αφετέρου παντελώς ότι Ανατολή σημαίνει και παράδοση, μια λέξη που σε όλους τελικά μοιάζει να φέρνει αλλεργία.
Κι όμως, αρκεί μονάχα να επιλέξει κάποιος την Αθήνα μας –ή τέλος πάντων την οποιαδήποτε Αθήνα- ως προορισμό των θερινών διακοπών του, και τότε δε θα αργήσει να διαπιστώσει πως πράγματι ήδη γεννιέται σήμερα εδώ μια ζώσα συγκλονιστική παράδοση, που δυστυχώς ακόμα δεν τολμάει κανείς να βγει και να την παραλάβει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου