Μεταξύ των φοιτητών που σπούδαζαν στην Αθήνα τη δεκαετία του ’90 κυκλοφορούσε, εν είδει ατυχούς αστείου, μια ακατανόητη ίσως σήμερα κατάρα: «Να σε προλάβει το μετρό!», πειράζαμε τους φίλους μας, κάθε φορά που περνούσαμε μπροστά από το αποτρόπαιο εργοτάξιο που έκρυβε επί χρόνια τον πολλαπλώς μαρτυρικό χώρο των Προπυλαίων. Και εννοούσαμε με αυτή τη φράση προφανώς, να αργήσεις τόσο να πάρεις το πτυχίο σου, όσο που να έχουν ήδη ολοκληρωθεί τα έργα του πολυτιμότερου πετραδιού του εκσυγχρονιστικού μας στέμματος, που τότε, στα βάθη της τελευταίας δεκαετίας του αιώνα, φαντάζανε παρόμοια με εκείνα της ανοικοδόμησης του γεφυριού της Άρτας.
Σε μένα η κατάρα αυτή θα έλεγα πως έπιασε εν μέρει. Αφού κατάφερα να περάσω το τελευταίο μάθημα μόλις ελάχιστες ημέρες πριν από τα προεκλογικά επίσημα εγκαίνια της πρώτης διαδρομής, που τότε μόλις που συνέδεε τα εξωτικά Σεπόλια με την –σε εμένα άγνωστη ακόμα τότε- Δάφνη. Ωστόσο, επειδή ορκίστηκα και επισήμως αποφοίτησα μετά από επτά μήνες και στις φωτογραφίες της ορκωμοσίας μου μπροστά από το Πανεπιστήμιο δε φαίνεται να υπάρχει κανένα λαμαρινένιο ίχνος από εργοτάξιο, θα έλεγα πως μάλλον το επάρατο μετρό με πρόλαβε εν τέλει.
Ο λόγος για το οποίο καθυστέρησα τόσο πολύ να ορκιστώ, ήταν γιατί προσπάθησα –ή μάλλον γιατί είπα απλώς να κάνω μια απέλπιδα προσπάθεια- να βελτιώσω τον γενικό βαθμό μου στην ενδιάμεση εξεταστική του Ιουνίου. Η απόσταση από το απαιτούμενο 6,5, που μεταφράζεται ολογράφως σε «λίαν καλώς», ήταν πολύ μικρή και πίστεψα πως ίσως, με μια-δυο αναβαθμολογήσεις, να καταφέρω τελικά να την καλύψω. Η αλήθεια είναι πως δεν ήμουν και τόσο σίγουρος σε τί ακριβώς αυτό θα μου χρησίμευε. Ίσως να ήταν ζήτημα ψυχολογίας και γοήτρου ή έστω να σκέφτηκα πως κάπως έτσι θα δικαιολογούνταν πιο καλά τα δύο χρόνια που επιπλέον καθυστέρησα να ολοκληρώσω τις σπουδές μου. Ίσως και να ήθελα απλώς να παρατείνω τη φοιτητική μου ιδιότητα για ακόμα ένα εξάμηνο, αν και θυμάμαι ακόμα καθαρά πόσο πολύ βιαζόμουν τότε να την ξεφορτωθώ, στ’ αλήθεια.
Πάντως, η προϊστορία, δυστυχώς, δεν ήταν με το μέρος μου. Από τα σαράντα ένα συνολικά μαθήματα, που απαιτούνταν από το πρόγραμμα σπουδών μου να περάσω, στις καλοκαιρινές περιόδους εξετάσεων των πέντε ετών που είχανε προηγηθεί είχα μόλις περάσει δύο. Κι αυτά μόλις τον πρώτο χρόνο του ψαρώματος και της υστεροσχολικής κεκτημένης μου ταχύτητας. Κάτι τα ποδοσφαιρικά μεγάλα τουρνουά, που κατά σύμπτωση σατανική έπεφταν πάντοτε Ιούνιο. Κάτι η δίψα μου για καλοκαιρινές διακοπές, που αφόπλιζε κυριολεκτικά την όποια παραγωγική διάθεση. Είχα από νωρίς σκεφτεί πως θα έπρεπε ίσως να καταργηθούν -γιατί όχι και να ποινικοποιηθούν- αυτές οι εξετάσεις.
Κι όμως, όσο παταγωδώς κι αν είχα αποτύχει σε όλες τις προηγούμενες Ιουνιανές μου εξεταστικές, είπα να κάνω άλλη μια, την τελευταία ετούτη τη φορά, προσπάθεια. Διάλεξα μόλις δυο μαθήματα, στα οποία ήδη είχα περάσει, και στα οποία υποτίθεται πως αδικήθηκα και οι απαίσιοι καθηγητές μου με βαθμολογήσανε με τον ελάχιστο βαθμό του πέντε. Προκειμένου να κατακτήσω το άγιο -για κάποιο λόγο- δισκοπότηρο του εξήμισι έπρεπε είτε να γράψω και στα δύο για επτά είτε για άριστα τουλάχιστον στο ένα. Όμως, η οδός αυτή της αναβαθμολόγησης έκρυβε και μια τεράστια παγίδα: αν κάτι πήγαινε στραβά και τελικά κοβόμουν σε κάποιο από τα μαθήματα, έχανα αυτομάτως και τον προηγούμενο βαθμό, πράγμα που σήμαινε πως θα έπρεπε εκ νέου να εξεταστώ μετά το καλοκαίρι. Και την παγίδα αυτή μόνο όταν την πλησίασα αρκετά, άρχισα να την παίρνω σοβαρά και τότε μοναχά φοβήθηκα μήπως και πέσω μέσα.
Έτσι, από τον Φεβρουάριο ως τις διακοπές του Πάσχα αντιμετώπιζα αφ’ υψηλού το όλο ζήτημα κι ούτε που φρόντισα καθόλου εγκαίρως να προετοιμαστώ, θεωρώντας ίσως κατά βάθος πως η αναθεώρηση της γενικής βαθμολογίας μου θα γίνει με κάποιον τρόπο φυσικό και τελικά αυτόματο. Εξάλλου ήταν κάτι που το άξιζα, ασχέτως αν δεν είχα καταφέρει να πείσω σχετικά με αυτό ακόμα και τον εαυτό μου.
Μετά το Πάσχα, κι ενώ δεν είχαν μείνει παρά ελάχιστες βδομάδες ως την έναρξη των εξετάσεων, αντί να κάτσω και να στρωθώ στο διάβασμα, προτίμησα να πάω για ένα τριήμερο στη Ρόδο. Το οποίο τελικά τριήμερο κράτησε περίπου δέκα μέρες. Όμορφα πέρασα, δε λέω, κι ακόμα διατηρώ αναμνήσεις θετικές από εκείνο το ταξίδι, αλλά όταν γύρισα επιτέλους στην Αθήνα, τότε συνειδητοποίησα πως μάλλον εκείνο το «λίαν καλώς», που λέγαμε, χάθηκε κάπου μεταξύ Ιαλυσού και Λίνδου. Το πιο αστείο είναι πως είχα ταξιδέψει ως το νησί των Ιπποτων παρέα με τα βιβλία μου. Μάλιστα, ο φίλος μου ο Δημήτρης, που με φιλοξενούσε, με φωτογράφισε μια μέρα καθώς κρατούσα και μελετούσα –υποτίθεται- το εγχειρίδιο των Ατομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, σε ένα παγκάκι, μπροστά από κάποιο πολύ σπουδαίο μνημείο του μεσογειακού μεσαίωνα. Μια φωτογραφία που οι καθηγητές μου, δυστυχώς, δεν θα επρόκειτο να εκτιμήσουνε ποτέ ως κάποιο ελάχιστο τεκμήριο γνώσης του αντικειμένου.
Δύο-τρεις μέρες πριν το πρώτο από τα δυο μαθήματα, ζήτησα ακρόαση από έναν από τους καθηγητές που το διδάσκανε. Με τον συγκεκριμένο είχαμε συζητήσει κατά καιρούς διάφορα και γενικά τον εκτιμούσα και σεβόμουνα τη γνώμη του κι ήθελα να πιστεύω ότι κι αυτός λίγο με συμπαθούσε.
«Δεν ξέρω τι να κάνω, κύριε καθηγητά. Δεν είναι ότι αγνοώ την ύλη του μαθήματος, άλλωστε έχω ήδη εξεταστεί επιτυχώς, αλλά φοβάμαι ωστόσο, λόγω ελλείψεως επαρκούς αυτοπεποίθησης, πως ίσως κινδυνεύω να το χάσω», του είπα όσο μπορούσα πιο δραματικά.
«Γιατί σας ενδιαφέρει τόσο ο βαθμός;» αυτός με αιφνιδίασε.
«Μα, απέχω από το εξήμιση ελάχιστα… και έπειτα, μπορεί, αν επιλέξω κάποιο μεταπτυχιακό… όσο να ‘ναι… νομίζω πως θα ήτανε καλύτερα», κατάφερα περίπου κάτι τέτοιο να ψελλίσω.
«Ξέρετε τι είναι αυτό, το οποίο δεν έχετε ακόμα καταλάβει; Δεν αναφέρομαι σε εσάς, προσωπικά. Θέλω να πω, εσείς, οι φοιτητές, ξέρετε τι είναι αυτό που έχετε τόσο παρεξηγήσει;»
«Τι, κύριε καθηγητά;»
«Στην ιστορία αυτή -και δε μιλάω μοναχά για τις σπουδές- δεν κάνουμε πάντα διαγωνισμό καλύτερης επίδοσης. Τις περισσότερες φορές ο νικητής απλά είναι αυτός που τερματίζει.»
«Τι εννοείται, δηλαδή;»
«Καλό σας καλοκαίρι, κύριε συνάδελφε!»
Βγήκα από το γραφείο του νιώθοντας αρκετά ηλίθιος, αλλά ταυτόχρονα, στ’ αλήθεια, πολύ ξαλαφρωμένος. Κατέβηκα ως το σταθμό «Πανεπιστήμιο», έβγαλα εισιτήριο και επιβιβάστηκα, χωρίς να έχω αποφασίσει από πριν ως προς το πού ακριβώς θα ήθελα ο συρμός να με αφήσει. Θα γούσταρα πολύ να πάω ως τη θάλασσα, μα το μετρό δε φάνηκε καθόλου, δυστυχώς, να έχει τη διάθεση ετούτη τη φορά να με προλάβει.
Σε μένα η κατάρα αυτή θα έλεγα πως έπιασε εν μέρει. Αφού κατάφερα να περάσω το τελευταίο μάθημα μόλις ελάχιστες ημέρες πριν από τα προεκλογικά επίσημα εγκαίνια της πρώτης διαδρομής, που τότε μόλις που συνέδεε τα εξωτικά Σεπόλια με την –σε εμένα άγνωστη ακόμα τότε- Δάφνη. Ωστόσο, επειδή ορκίστηκα και επισήμως αποφοίτησα μετά από επτά μήνες και στις φωτογραφίες της ορκωμοσίας μου μπροστά από το Πανεπιστήμιο δε φαίνεται να υπάρχει κανένα λαμαρινένιο ίχνος από εργοτάξιο, θα έλεγα πως μάλλον το επάρατο μετρό με πρόλαβε εν τέλει.
Ο λόγος για το οποίο καθυστέρησα τόσο πολύ να ορκιστώ, ήταν γιατί προσπάθησα –ή μάλλον γιατί είπα απλώς να κάνω μια απέλπιδα προσπάθεια- να βελτιώσω τον γενικό βαθμό μου στην ενδιάμεση εξεταστική του Ιουνίου. Η απόσταση από το απαιτούμενο 6,5, που μεταφράζεται ολογράφως σε «λίαν καλώς», ήταν πολύ μικρή και πίστεψα πως ίσως, με μια-δυο αναβαθμολογήσεις, να καταφέρω τελικά να την καλύψω. Η αλήθεια είναι πως δεν ήμουν και τόσο σίγουρος σε τί ακριβώς αυτό θα μου χρησίμευε. Ίσως να ήταν ζήτημα ψυχολογίας και γοήτρου ή έστω να σκέφτηκα πως κάπως έτσι θα δικαιολογούνταν πιο καλά τα δύο χρόνια που επιπλέον καθυστέρησα να ολοκληρώσω τις σπουδές μου. Ίσως και να ήθελα απλώς να παρατείνω τη φοιτητική μου ιδιότητα για ακόμα ένα εξάμηνο, αν και θυμάμαι ακόμα καθαρά πόσο πολύ βιαζόμουν τότε να την ξεφορτωθώ, στ’ αλήθεια.
Πάντως, η προϊστορία, δυστυχώς, δεν ήταν με το μέρος μου. Από τα σαράντα ένα συνολικά μαθήματα, που απαιτούνταν από το πρόγραμμα σπουδών μου να περάσω, στις καλοκαιρινές περιόδους εξετάσεων των πέντε ετών που είχανε προηγηθεί είχα μόλις περάσει δύο. Κι αυτά μόλις τον πρώτο χρόνο του ψαρώματος και της υστεροσχολικής κεκτημένης μου ταχύτητας. Κάτι τα ποδοσφαιρικά μεγάλα τουρνουά, που κατά σύμπτωση σατανική έπεφταν πάντοτε Ιούνιο. Κάτι η δίψα μου για καλοκαιρινές διακοπές, που αφόπλιζε κυριολεκτικά την όποια παραγωγική διάθεση. Είχα από νωρίς σκεφτεί πως θα έπρεπε ίσως να καταργηθούν -γιατί όχι και να ποινικοποιηθούν- αυτές οι εξετάσεις.
Κι όμως, όσο παταγωδώς κι αν είχα αποτύχει σε όλες τις προηγούμενες Ιουνιανές μου εξεταστικές, είπα να κάνω άλλη μια, την τελευταία ετούτη τη φορά, προσπάθεια. Διάλεξα μόλις δυο μαθήματα, στα οποία ήδη είχα περάσει, και στα οποία υποτίθεται πως αδικήθηκα και οι απαίσιοι καθηγητές μου με βαθμολογήσανε με τον ελάχιστο βαθμό του πέντε. Προκειμένου να κατακτήσω το άγιο -για κάποιο λόγο- δισκοπότηρο του εξήμισι έπρεπε είτε να γράψω και στα δύο για επτά είτε για άριστα τουλάχιστον στο ένα. Όμως, η οδός αυτή της αναβαθμολόγησης έκρυβε και μια τεράστια παγίδα: αν κάτι πήγαινε στραβά και τελικά κοβόμουν σε κάποιο από τα μαθήματα, έχανα αυτομάτως και τον προηγούμενο βαθμό, πράγμα που σήμαινε πως θα έπρεπε εκ νέου να εξεταστώ μετά το καλοκαίρι. Και την παγίδα αυτή μόνο όταν την πλησίασα αρκετά, άρχισα να την παίρνω σοβαρά και τότε μοναχά φοβήθηκα μήπως και πέσω μέσα.
Έτσι, από τον Φεβρουάριο ως τις διακοπές του Πάσχα αντιμετώπιζα αφ’ υψηλού το όλο ζήτημα κι ούτε που φρόντισα καθόλου εγκαίρως να προετοιμαστώ, θεωρώντας ίσως κατά βάθος πως η αναθεώρηση της γενικής βαθμολογίας μου θα γίνει με κάποιον τρόπο φυσικό και τελικά αυτόματο. Εξάλλου ήταν κάτι που το άξιζα, ασχέτως αν δεν είχα καταφέρει να πείσω σχετικά με αυτό ακόμα και τον εαυτό μου.
Μετά το Πάσχα, κι ενώ δεν είχαν μείνει παρά ελάχιστες βδομάδες ως την έναρξη των εξετάσεων, αντί να κάτσω και να στρωθώ στο διάβασμα, προτίμησα να πάω για ένα τριήμερο στη Ρόδο. Το οποίο τελικά τριήμερο κράτησε περίπου δέκα μέρες. Όμορφα πέρασα, δε λέω, κι ακόμα διατηρώ αναμνήσεις θετικές από εκείνο το ταξίδι, αλλά όταν γύρισα επιτέλους στην Αθήνα, τότε συνειδητοποίησα πως μάλλον εκείνο το «λίαν καλώς», που λέγαμε, χάθηκε κάπου μεταξύ Ιαλυσού και Λίνδου. Το πιο αστείο είναι πως είχα ταξιδέψει ως το νησί των Ιπποτων παρέα με τα βιβλία μου. Μάλιστα, ο φίλος μου ο Δημήτρης, που με φιλοξενούσε, με φωτογράφισε μια μέρα καθώς κρατούσα και μελετούσα –υποτίθεται- το εγχειρίδιο των Ατομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, σε ένα παγκάκι, μπροστά από κάποιο πολύ σπουδαίο μνημείο του μεσογειακού μεσαίωνα. Μια φωτογραφία που οι καθηγητές μου, δυστυχώς, δεν θα επρόκειτο να εκτιμήσουνε ποτέ ως κάποιο ελάχιστο τεκμήριο γνώσης του αντικειμένου.
Δύο-τρεις μέρες πριν το πρώτο από τα δυο μαθήματα, ζήτησα ακρόαση από έναν από τους καθηγητές που το διδάσκανε. Με τον συγκεκριμένο είχαμε συζητήσει κατά καιρούς διάφορα και γενικά τον εκτιμούσα και σεβόμουνα τη γνώμη του κι ήθελα να πιστεύω ότι κι αυτός λίγο με συμπαθούσε.
«Δεν ξέρω τι να κάνω, κύριε καθηγητά. Δεν είναι ότι αγνοώ την ύλη του μαθήματος, άλλωστε έχω ήδη εξεταστεί επιτυχώς, αλλά φοβάμαι ωστόσο, λόγω ελλείψεως επαρκούς αυτοπεποίθησης, πως ίσως κινδυνεύω να το χάσω», του είπα όσο μπορούσα πιο δραματικά.
«Γιατί σας ενδιαφέρει τόσο ο βαθμός;» αυτός με αιφνιδίασε.
«Μα, απέχω από το εξήμιση ελάχιστα… και έπειτα, μπορεί, αν επιλέξω κάποιο μεταπτυχιακό… όσο να ‘ναι… νομίζω πως θα ήτανε καλύτερα», κατάφερα περίπου κάτι τέτοιο να ψελλίσω.
«Ξέρετε τι είναι αυτό, το οποίο δεν έχετε ακόμα καταλάβει; Δεν αναφέρομαι σε εσάς, προσωπικά. Θέλω να πω, εσείς, οι φοιτητές, ξέρετε τι είναι αυτό που έχετε τόσο παρεξηγήσει;»
«Τι, κύριε καθηγητά;»
«Στην ιστορία αυτή -και δε μιλάω μοναχά για τις σπουδές- δεν κάνουμε πάντα διαγωνισμό καλύτερης επίδοσης. Τις περισσότερες φορές ο νικητής απλά είναι αυτός που τερματίζει.»
«Τι εννοείται, δηλαδή;»
«Καλό σας καλοκαίρι, κύριε συνάδελφε!»
Βγήκα από το γραφείο του νιώθοντας αρκετά ηλίθιος, αλλά ταυτόχρονα, στ’ αλήθεια, πολύ ξαλαφρωμένος. Κατέβηκα ως το σταθμό «Πανεπιστήμιο», έβγαλα εισιτήριο και επιβιβάστηκα, χωρίς να έχω αποφασίσει από πριν ως προς το πού ακριβώς θα ήθελα ο συρμός να με αφήσει. Θα γούσταρα πολύ να πάω ως τη θάλασσα, μα το μετρό δε φάνηκε καθόλου, δυστυχώς, να έχει τη διάθεση ετούτη τη φορά να με προλάβει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου