Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012
να έρθουμε κι εμείς;
Φτάσαμε στο σημείο του δυστυχήματος λίγο πριν από την ανατολή, λίγο μετά από το ασθενοφόρο. Μέσα στο σμπαραλιασμένο αυτοκίνητο τίποτα δεν υπήρχε πια που να περίμενε τον ήλιο και τους νοσοκόμους. Ήρθε ένας χωροφύλακας και μας έδειξε με το δάχτυλο την άσφαλτο κι ύστερα το κομματιασμένο κιγκλίδωμα της γέφυρας. "Ούτε που πρόλαβε καν να το σκεφτεί, να στρίψει ή να φρενάρει." Κι έπειτα ο γιατρός κουνώντας το κεφάλι του, "όλοι οι μυς του είναι χαλαροί. Μάλλον τον είχε πάρει ο ύπνος στο τιμόνι." Και τον παρέδωσε στο θάνατο σκυτάλη, συμπλήρωσα εγώ χωρίς το στόμα μου να ανοίξω. Ήθελα να πω κι άλλα διάφορα, αλλά σεβόμουν τη σιωπή του διπλανού μου και το βούλωνα. Κι έπειτα δικός του φίλος ήταν. Άφησα σε εκείνον το νεκρό και στράφηκα στον τόπο. Έμοιαζε τόσο αστείο αυτό το γεγονός μέσα στον παραλογισμό του. Από τον ίδιο σημείο ακριβώς είχαμε μόλις περάσει λίγες ώρες νωρίτερα. Τότε ο νεκρός καθότανε στο πίσω κάθισμα του δικού μου αμαξιού. Κι ήταν η νύχτα, το καλοκαίρι και η ζωή μέσα στο επικείμενο αδίστακτο μεθύσι. Έσπερνε μουσική το ράδιο στην ύπαιθρο και τα κορίτσια στα παράθυρα ρωτούσανε, "που πάτε; Που θα τα πιείτε απόψε, να έρθουμε κι εμείς; Και τώρα επιστρέφαμε σαν τους φονιάδες στον τόπο του εγκλήματος. μα αν ήμασταν φονιάδες, όλο και κάποια εξήγηση θα βρίσκαμε. Όλο και κάποιο όνομα θα δίναμε σε αυτή μας την επιστροφή. Μα αν δε μπορείς την ίδια την ύπαρξή σου να ερμηνεύσεις, όσες φορές κι αν φύγεις καμιά επιστροφή δεν πρόκειται ποτέ εξήγηση να δώσει. Θέλεις να πάμε στο νοσοκομείο, ρώτησα, ελπίζοντας σε μια απάντηση που δε θα με έκανε να νιώσω ακόμα πιο ανόητος. Όλα τριγύρω μου, τα πεύκα, ο δρόμος, οι ελιές, η γέφυρα, η θάλασσα πιο πέρα, όλα μιλούσαν φωναχτά για την ανοησία μου. "Θέλω να πάμε για καφέ", μου απάντησε και μπήκαμε πάλι μες στο αμάξι για να φύγουμε. Την ώρα που επιστρέφαμε πίσω στην πόλη που ξυπνούσε, "σκέψου", τον άκουσα ξανά να μου μιλά, "αυτός ακόμα θα νομίζει πως κοιμάται".
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου