"Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη", ξεκίνησε να μου μιλάει ο υιός ανακατεύοντας τη ζάχαρη μες στον καφέ του. Και για όση ώρα μου μιλούσε ούτε στιγμή δεν το ξεκόλλησε το βλέμμα του από το ιερό φλιτζάνι. Όσο και να προσπάθησα μετά, στη μνήμη μου ποτέ δεν τα κατάφερα να ανακαλέσω το χρώμα των ματιών του. "Το φάντασμα του μεγαλύτερου κακού που έχει ποτέ γεννήσει η φαντασία των θεών και η φύση των ανθρώπων."
Αυτό ήταν λοιπόν. Ούτε σαράντα μέρες δε μπόρεσα να ξεχαστώ στον κόσμο μου παροπλισμένος. Να χαρώ κι εγώ σαν, λέμε τώρα, άνθρωπος τη σύνταξη και την εφάπαξ ένεκεν τιμής χορηγηθείσα ολοκαίνουρια ζωή. Να διασκεδάσω έστω με αυτόν τον ψευτοθάνατό μου. Και ήρθε ο ίδιος ο υιός απρόσκλητος δήθεν για να με αναστήσει. "Συ ει ο εκλεκτός. Συ είσαι αυτός που θα τα βάλει με το μέγα το κακό και τη γηραιά μας ήπειρο από τα νέα της δεινά θα τη λυτρώσεις. Εμπρός, λοιπόν! Με το ένα, με το δύο, με το τρία: Εγέρθητι!"
Μη βιάζεσαι, κύριε μου των δυνάμεων, τα κόλπα σου τα μαγικά να ξεδιπλώσεις! Ψευτονεκρός κοντά σαράντα μέρες τώρα, ξέχασα και ξεχάστηκα. Μίλα μου λίγο πρώτα με τη γλυκιά σου τη φωνή! Με τι είδους δαίμονες θέλεις ετούτη τη φορά να πάω να τα βάλω; Καθάρισε από τις λάσπες και τα χώματα το πήλινό σου τόξο κι έπειτα τέντωσε εμένα τη χορδή σου όσο θες! Κι αν σπάσει ετούτη τη φορά, μη σε ανησυχεί εσένα! Από χορδές άλλο πια τίποτα. Τέντωνε εσύ κι εγώ θα τραγουδάω. Τράβα με εσύ κι εγώ τα βέλη τα φαρμακερά σε όποιον εχθρό απέναντι μου βάλεις θα τα στείλω. Μα μίλησέ μου πρώτα! Πες μου! Τι είναι αυτό που ξέχασα; Δεν έχω δώσει τέλος στο κακό; Χθες μόλις πέρασα πλάι από τη φυλακή και του έριξα κλεφτή ματιά ανάμεσα στα σίδερα. Το άκουσα με τα μάτια μου αλήθεια να στενάζει. Όχι, δε με κατάλαβε έτσι όπως ήμουν μέσα στις λάσπες και τα χώματα.
"Τώρα είναι αλλιώς", εκείνος με διέκοψε χωρίς να πάψει να αναστατώνει ρυθμικά με το κουτάλι του το σύμπαν μου και τον καφέ του. "Ξέχασε ό,τι ήξερες! Όλα ξανά αρχίζουν. Φαίνεται πως είχε φροντίσει το κακό καλά να κρύψει τα αυγά του, βαθιά μες στην καρδιά της γηραιάς Ευρώπης. Και τώρα που τα αυγά ραγίσανε και ξεμυτίσαν τα κακόπουλα, βάλθηκαν της γριούλας την καρδιά να ροκανίζουν.
(συνεχίζεται... κάποια στιγμή, ίσως)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου