Περπάτησα τρεις μέρες συνεχόμενες. Δρόμοι στενοί και πέτρινες καμάρες. Τρεις μέρες τέντωνα το σώμα μου να αγγίξω την ατμόσφαιρα κι από το πολύ το τέντωμα ένοιωσα να ψηλώνω. Και όταν ψήλωσα πολύ, συνέχισα μετά να περπατώ σκυφτός. Αυτό που πάλευα τόσο πολύ να αγγίξω, έσκυβα τώρα πια γιατί φοβόμουν μην κοπανίσω πάνω του.
Διέσχισα τρεις νύχτες συνεχόμενες. Γεφύρια τοξωτά και ρεύματα ανύπαρκτα. Αν ήταν όλα να τα γκρέμιζα, μέσα σε τρεις καινούριες μέρες θα τα έστηνα στη θέση τους ξανά. Και πάλι μέσα από τις σάρκες τους. Ίσως να έφτιαχνα από τα αρχαία υλικά την πιο μεγάλη γέφυρα που να πατάει πάνω σε όχθες που δεν γνωρίστηκαν ποτέ. Που δεν κατάφεραν ποτέ να φανταστούν πως άλλη όχθη απέναντι δεν έπαψε να υπάρχει. Γιατί κανείς ποτέ δε φρόντισε να τους το πει πόσο κοντά στον κόσμο αυτόν το έχουν το απέναντι χτισμένο.
Τρεις μέρες προχωρούσα νηστικός και όλο πήγαινα μπροστά για άλλα πεινασμένος. Έτσι έχω μάθει, να πεινάω πάντοτε, ακόμα την ώρα που το τραπέζι μου αφήνω. Μα όταν είναι νηστικός, τότε στ' αλήθεια η πείνα με θερίζει. Την τρίτη νύχτα βρήκα ένα παράθυρο μισάνοιχτο. Το έσπρωξα και μπήκα.
Ήθελα λίγο να κρυφτώ. Δεν ήθελα να βλέπω άλλους δρόμους. Βαρέθηκα να βλέπω τους δρόμους της πόλης μου τις φλέβες να χαράζουνε. Σε χίλιους δρόμους τη ζωή μου τύλιξα. Την έκανα κουβάρι. Πήρα μαζί μου το κουβάρι να με βοηθά ξανά την έξοδο να βρω, όταν ποτέ θελήσω να γυρίσω. Μα τελικά μες στο κουβάρι κουβαλούσα το λαβύρινθο. Κι ήμουνα ο μινώταυρος εγώ. Κι έτρεχα με τα κέρατα την πλάτη μου να ανοίξω. Και όλο κύκλους έκανα. Μία ζωή τρεις μέρες και τρεις νύχτες συνεχόμενες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου