Είναι αργά. Απόγευμα. Η ώρα παραμένει θερινή. Η ώρα όμως μόνο. Τριγύρω μας όλα μυρίζουν παρακμή. Μούχλα του φθινοπώρου. Όσο καλοκαιράκι κατάφερε η επιδερμίδα σου η παμφάγα να συλλέξει, χάνεται τώρα κάτω από έντεχνες σκιές κι από ευρήματα.
Βαδίζουμε στην παραλία. Τα μαγαζιά κλειστά. Τα μαζεμένα τους τραπέζια σαλπίζουν υποχώρηση. Είμαστε μόνοι. Που πήγαν όλοι; Που έχουνε κρυφτεί; Αλίμονο στους ηττημένους! Να έβρεχε τουλάχιστον. Να έδινε ο ουρανός κάποια αφορμή να τρέξουμε. Να πρόσφεραν τα σύννεφα κάποια δικαιολογία.
Είχες πει, «θα φύγω το Σεπτέμβριο».
«Ε, και; Ακόμα είναι Μάιος», σου είχα απαντήσει.
Υπήρχε χρόνος κάποτε. Κάποτε ήταν φίλος.
Στο βάθος του ορίζοντα ένα κοπάδι δελφινιών χορεύει με τα κύματα. Γελάν. Μας κοροϊδεύουν. Στην πόλη αυτήν, μέσα στου χρόνου τη ρωγμή, στου έρωτα την επαρχία, Σεπτέμβρης είναι ετούτη η στιγμή. Κι ο Μάιος μια καρτ ποστάλ. Μονάχα για τουρίστες.
Μπορεί για σένα η ιστορία αυτή να ήταν, ας πούμε, παραθερισμός. Μα ξέρεις τι συμβαίνει; Εγώ εδώ είναι που κατοικώ. Εδώ, σε ετούτο το χωριό. Σε αυτά εδώ τα αισθήματα. Υπόσχομαι. Πιστεύω. Ελπίζω. Αποδέχομαι. Κι ούτε θυμάμαι καν που είναι τα κασκόλ και τα πουλόβερ μου. Δεν έχω ανάγκη την εναλλαγή των εποχών - κρυώνω κι από μόνος μου. Και την ομπρέλα μου την έθαψα την άνοιξη, που ήρθες. Αχρείαστη η άνοιξη. Άχρηστη η ομπρέλα.
Περπατάς. Παραπατάς. Κοντοστέκεσαι. Στο βάθος τα δελφίνια ξεσαλώνουν. Τι έπαθες; Τι είναι; Με ακουμπάς στον ώμο. Σκύβεις. Σηκώνεις το παπούτσι σου. Στηρίζεσαι. Σε μένα. Κι εγώ στο χρόνο. Στο αναπόφευκτο. Στο άλλο καλοκαίρι. Ένα χαλίκι. Ένα κομμάτι γης τόσο ασήμαντο ήρθε τρικλοποδιά να βάλει στην τελευταία βόλτα. Βγάζεις το παπούτσι σου και κρεμασμένη ακόμα πάνω μου, τρίβεις το ποδαράκι σου. Και με κοιτάς. Πληγώθηκες; Άσε να δω! Άσε, σου λέω, ξέρω καλά από πληγές. Ξέρεις πόσα χαλίκια τέτοια είναι γεμάτο τώρα το κεφάλι μου;
Καθόμαστε σε ένα παγκάκι. Κάθεσαι εσύ. Εγώ πέφτω στα γόνατα. Παίρνω το πόδι σου γυμνό. Το κρύβω στις παλάμες μου. Σκύβω. Στα χείλη μου το φέρνω. Το φιλώ. Τα δάχτυλά σου γεύομαι Αλμύρα, φύκια, όστρακα. Η μνήμη μου στη γλώσσα. Κι εμείς, μια ιστορία ασπόνδυλη.
Πίσω από την πλάτη μου, τα κύτη συμμορία. Τραμπούκοι της μοναδικής στιγμής, ουρλιάζουν, «κάνε κάτι!».
Κοιτώ τα μάτια σου. Το βλέμμα σου το αφ' υψηλού. Κοιτώ και βλέπω εμένα. Τα σύννεφα μαζεύονται. Ο αέρας δυναμώνει. Τα δέντρα ξεριζώνονται. Η προκυμαία φεύγει. Συντελεσμένη εποχή. Οι τελευταίες ώρες. Παίρνω από κάτω το παπούτσι σου και το πετάω μακριά. Το καταπίνουνε τα κύματα. Το αρπάζουν τα δελφίνια. Ας ψάξει εκεί να βρει, μπας και ταιριάξει στο κατάλληλο. Όλο και κάποια σταχτοπούτα θα ζει μες στα θηλαστικά της θάλασσας.
«Τι έκανες; Τι είναι αυτά; Τι προσπαθείς να δείξεις;»
Ξαφνιάζεσαι. Θυμώνεις. Απορείς. Τι δεν καταλαβαίνεις;
Θα φύγεις, είπες. Φύγε! Στο καλό! Μπορείς και μονοσάνδαλη!
Βαδίζουμε στην παραλία. Τα μαγαζιά κλειστά. Τα μαζεμένα τους τραπέζια σαλπίζουν υποχώρηση. Είμαστε μόνοι. Που πήγαν όλοι; Που έχουνε κρυφτεί; Αλίμονο στους ηττημένους! Να έβρεχε τουλάχιστον. Να έδινε ο ουρανός κάποια αφορμή να τρέξουμε. Να πρόσφεραν τα σύννεφα κάποια δικαιολογία.
Είχες πει, «θα φύγω το Σεπτέμβριο».
«Ε, και; Ακόμα είναι Μάιος», σου είχα απαντήσει.
Υπήρχε χρόνος κάποτε. Κάποτε ήταν φίλος.
Στο βάθος του ορίζοντα ένα κοπάδι δελφινιών χορεύει με τα κύματα. Γελάν. Μας κοροϊδεύουν. Στην πόλη αυτήν, μέσα στου χρόνου τη ρωγμή, στου έρωτα την επαρχία, Σεπτέμβρης είναι ετούτη η στιγμή. Κι ο Μάιος μια καρτ ποστάλ. Μονάχα για τουρίστες.
Μπορεί για σένα η ιστορία αυτή να ήταν, ας πούμε, παραθερισμός. Μα ξέρεις τι συμβαίνει; Εγώ εδώ είναι που κατοικώ. Εδώ, σε ετούτο το χωριό. Σε αυτά εδώ τα αισθήματα. Υπόσχομαι. Πιστεύω. Ελπίζω. Αποδέχομαι. Κι ούτε θυμάμαι καν που είναι τα κασκόλ και τα πουλόβερ μου. Δεν έχω ανάγκη την εναλλαγή των εποχών - κρυώνω κι από μόνος μου. Και την ομπρέλα μου την έθαψα την άνοιξη, που ήρθες. Αχρείαστη η άνοιξη. Άχρηστη η ομπρέλα.
Περπατάς. Παραπατάς. Κοντοστέκεσαι. Στο βάθος τα δελφίνια ξεσαλώνουν. Τι έπαθες; Τι είναι; Με ακουμπάς στον ώμο. Σκύβεις. Σηκώνεις το παπούτσι σου. Στηρίζεσαι. Σε μένα. Κι εγώ στο χρόνο. Στο αναπόφευκτο. Στο άλλο καλοκαίρι. Ένα χαλίκι. Ένα κομμάτι γης τόσο ασήμαντο ήρθε τρικλοποδιά να βάλει στην τελευταία βόλτα. Βγάζεις το παπούτσι σου και κρεμασμένη ακόμα πάνω μου, τρίβεις το ποδαράκι σου. Και με κοιτάς. Πληγώθηκες; Άσε να δω! Άσε, σου λέω, ξέρω καλά από πληγές. Ξέρεις πόσα χαλίκια τέτοια είναι γεμάτο τώρα το κεφάλι μου;
Καθόμαστε σε ένα παγκάκι. Κάθεσαι εσύ. Εγώ πέφτω στα γόνατα. Παίρνω το πόδι σου γυμνό. Το κρύβω στις παλάμες μου. Σκύβω. Στα χείλη μου το φέρνω. Το φιλώ. Τα δάχτυλά σου γεύομαι Αλμύρα, φύκια, όστρακα. Η μνήμη μου στη γλώσσα. Κι εμείς, μια ιστορία ασπόνδυλη.
Πίσω από την πλάτη μου, τα κύτη συμμορία. Τραμπούκοι της μοναδικής στιγμής, ουρλιάζουν, «κάνε κάτι!».
Κοιτώ τα μάτια σου. Το βλέμμα σου το αφ' υψηλού. Κοιτώ και βλέπω εμένα. Τα σύννεφα μαζεύονται. Ο αέρας δυναμώνει. Τα δέντρα ξεριζώνονται. Η προκυμαία φεύγει. Συντελεσμένη εποχή. Οι τελευταίες ώρες. Παίρνω από κάτω το παπούτσι σου και το πετάω μακριά. Το καταπίνουνε τα κύματα. Το αρπάζουν τα δελφίνια. Ας ψάξει εκεί να βρει, μπας και ταιριάξει στο κατάλληλο. Όλο και κάποια σταχτοπούτα θα ζει μες στα θηλαστικά της θάλασσας.
«Τι έκανες; Τι είναι αυτά; Τι προσπαθείς να δείξεις;»
Ξαφνιάζεσαι. Θυμώνεις. Απορείς. Τι δεν καταλαβαίνεις;
Θα φύγεις, είπες. Φύγε! Στο καλό! Μπορείς και μονοσάνδαλη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου