Όταν κάποτε του λέγαν, «Πότε, ρε, θα παντρευτείς;», γελαστός τους απαντούσε, «Μπα, ακόμα είναι νωρίς…».
Μα περάσανε τα χρόνια κι όταν έβλεπε παιδιά, σκεφτικός μονολογούσε, «Τώρα πια είναι αργά…».
Κι αφού διάδοχο δικό του δεν απόκτησε ποτές, βάφτισε το γιο ενός φίλου, να ‘χει κάτι να ασχολείται το πρωί τις Κυριακές. Πήγαινε μαζί του βόλτες, βγαίνανε στο σινεμά, ώρες πέρναγαν στις κούνιες, του αγόραζε γλυκά.
Του είχε δώσει το όνομά του, έτρεμε μήπως χαθεί. Μην πεθάνει κι απ’ τον κόσμο σβήσει και εξαφανιστεί. Έτσι οι δύο Δημητράδες, ο μεγάλος κι ο μικρός, κάνανε καλή παρέα, τους χαιρόταν κι ο Θεός.
Μα ο Διάβολος μισούσε τέτοια σχέση πατρική, κι είπε να αναστατώσει του νονού τη λογική.
Έτσι, ένα μεσημέρι, όπως επιστρέφανε στους γονείς του Δημητράκη, που τον περιμένανε, μπήκε μια κακιά ιδέα στου Δημήτρη το μυαλό κι είπε, «Όχι, ρε γαμώτο! Γιατί εκείνοι κι όχι εγώ;».
«Που πηγαίνουμε, νονέ μου;» τον ρωτούσε ο μικρός. «Στο αμάξι», του απαντούσε, «θα χαλάσει ο καιρός.»
Και τον βάζει μες στο αμάξι και τον πάει μακριά κι έκλαιγε το αγοράκι, «νονέ, θέλω τη μαμά!».
Κι η μαμά ανησυχούσε, τα ‘βαζε με τον μπαμπά, «Που τον πήγε ο βλαμμένος; Θα κρυώσει η τηγανιά!». Μα ο μπαμπάς είχε θυμώσει κι έλεγε, «Όχι, δε μπορεί! Δούλευα όλη τη βδομάδα. Πάει και η Κυριακή…».
Έτσι οι δύο Δημητράδες έφτασαν στην Αφρική, που κανέναν δεν γνωρίζαν. Δεν τους ήξεραν εκεί.
«Γιατί κλαίει ο μικρούλης;», ρώταγαν οι Αφρικανοί. «Έφαγε πολλές μπανάνες και η κοιλίτσα του πονεί!»
Κι αφού διάδοχο δικό του δεν απόκτησε ποτές, βάφτισε το γιο ενός φίλου, να ‘χει κάτι να ασχολείται το πρωί τις Κυριακές. Πήγαινε μαζί του βόλτες, βγαίνανε στο σινεμά, ώρες πέρναγαν στις κούνιες, του αγόραζε γλυκά.
Του είχε δώσει το όνομά του, έτρεμε μήπως χαθεί. Μην πεθάνει κι απ’ τον κόσμο σβήσει και εξαφανιστεί. Έτσι οι δύο Δημητράδες, ο μεγάλος κι ο μικρός, κάνανε καλή παρέα, τους χαιρόταν κι ο Θεός.
Μα ο Διάβολος μισούσε τέτοια σχέση πατρική, κι είπε να αναστατώσει του νονού τη λογική.
Έτσι, ένα μεσημέρι, όπως επιστρέφανε στους γονείς του Δημητράκη, που τον περιμένανε, μπήκε μια κακιά ιδέα στου Δημήτρη το μυαλό κι είπε, «Όχι, ρε γαμώτο! Γιατί εκείνοι κι όχι εγώ;».
«Που πηγαίνουμε, νονέ μου;» τον ρωτούσε ο μικρός. «Στο αμάξι», του απαντούσε, «θα χαλάσει ο καιρός.»
Και τον βάζει μες στο αμάξι και τον πάει μακριά κι έκλαιγε το αγοράκι, «νονέ, θέλω τη μαμά!».
Κι η μαμά ανησυχούσε, τα ‘βαζε με τον μπαμπά, «Που τον πήγε ο βλαμμένος; Θα κρυώσει η τηγανιά!». Μα ο μπαμπάς είχε θυμώσει κι έλεγε, «Όχι, δε μπορεί! Δούλευα όλη τη βδομάδα. Πάει και η Κυριακή…».
Έτσι οι δύο Δημητράδες έφτασαν στην Αφρική, που κανέναν δεν γνωρίζαν. Δεν τους ήξεραν εκεί.
«Γιατί κλαίει ο μικρούλης;», ρώταγαν οι Αφρικανοί. «Έφαγε πολλές μπανάνες και η κοιλίτσα του πονεί!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου