Κάπου βαθιά στη ρώσικη έρημη ενδοχώρα υπάρχει, λένε, ένα χωριό άδειο, χωρίς κατοίκους. Όσοι έμεναν κάποτε εδώ μια μέρα έλαβαν την εντολή τα σπίτια τους να αφήσουν και με τη βία όλοι μεταφέρθηκαν σε μία πολυκατοικία σκοτεινή, σε κάποια γειτονιά της Μόσχας.
Εκτός από ένα μικροσκοπικό δωμάτιο και μια δεσμίδα ρούβλια, δόθηκε επίσης σε όλους τους η σιδερένια συμβουλή, "ξεχάστε για πάντα το χωριό σας!"
Κάποια στιγμή, χρόνια πολλά αργότερα, σε κάποια χαραμάδα αλλαγών, από αυτές που κάνουν τον κόσμο να πιστέψει πως ίσως πράγματι κάτι μπορεί και να αλλάξει, δυο άντρες μορφωμένοι, έφυγαν για να ταξιδέψουνε καβάλα στον Υπερσιβηρικό μέχρι το μακρινό Πεκίνο.
Σε έναν σταθμό, εκεί στα βάθη της ανατολής, νόμισαν πως ίσως προλαβαίνουνε του ταλαιπωρημένου τους συρμού τη διακοπή την ολιγόωρη -σε αυτά τα μέρη του χρόνου το αστείο είναι συχνά κακόγουστο- και βιαστικά κατέβηκαν να πάρουν λίγο γάλα. Μα όταν γυρίσαν πίσω στο σταθμό, το τρένο είχε φύγει.
"Τι ώρα περνάει το επόμενο", ρώτησαν το σταθμάρχη.
"Αυτό ήταν το επόμενο", απάντησε εκείνος.
Άρχισαν να περιπλανιούνται στο χωριό, μήπως και βρουν κάπου τη νύχτα να περάσουνε, μα έκπληκτοι γρήγορα ανακάλυψαν, πως πέρα από τρεις-τέσσερις πιωμένους σιδηροδρομικούς, άνθρωποι δεν υπήρχαν. Γυρίσανε στο μαγαζί, εκεί που είχαν αγοράσει γάλα για να ζητήσουνε βοήθεια από τη γρια μπακάλισσα, αφού τους φάνηκε ότι τους είχε λιγάκι συμπαθήσει.
"Έχεις, γιαγιάκα, κανένα μέρος για να μείνουμε;" ρωτήσανε οι δύο μορφωμένοι. Και η σεβάσμια γερόντισσα, ανέκφραστη έβγαλε μπροστά τους και ακούμπησε ακόμα δυο μπουκάλια.
Όμως, την ώρα που απογοητευμένοι έβγαιναν ξανά έξω στο δρόμο, την άκουσαν να λέει: "Να πάτε στο σχολείο, παλικάρια μου. Εκεί κοιμούνται όλοι."
"Και το σχολείο προς τα που είναι, γιαγιά;" Μα για αλλή μια φορά, αυτή αντί για τη σωστή απάντηση, πάνω στον πάγκο της ακούμπησε ακόμα λίγο γάλα.
Κι ενώ σιγά-σιγά τα σπίτια του χωριού εξαφανίζονταν μες στο παχύρρευστο σκοτάδι, οι δύο ξένοι όλο και βυθίζονταν μες στην απελπισία. Ώσπου, κάποια στιγμή, νομίσανε πως άκουσαν φωνές από παιδάκια. "Μάλλον θα είναι η φαντασία μας", σκεφτήκανε κι οι δύο, αλλά τις ακολούθησαν το θαύμα κυνηγώντας.
Το άλλο πρωί, οι επιβάτες στο πρωινό το δρομολόγιο, ξαφνιάστηκαν πολύ μόλις αντίκρισαν τους υπαλλήλους του σταθμού. "Τι κέφι! Τι ευχάριστη διάθεση! Μα πως τα καταφέρνουν και είναι τόσο γελαστοί αυτοί οι άνθρωποι εδώ στην ερημιά του κόσμου; Αλήθεια, πως περνούν τα βράδια τους; Με τι διασκεδάζουν;"
Εκτός από ένα μικροσκοπικό δωμάτιο και μια δεσμίδα ρούβλια, δόθηκε επίσης σε όλους τους η σιδερένια συμβουλή, "ξεχάστε για πάντα το χωριό σας!"
Κάποια στιγμή, χρόνια πολλά αργότερα, σε κάποια χαραμάδα αλλαγών, από αυτές που κάνουν τον κόσμο να πιστέψει πως ίσως πράγματι κάτι μπορεί και να αλλάξει, δυο άντρες μορφωμένοι, έφυγαν για να ταξιδέψουνε καβάλα στον Υπερσιβηρικό μέχρι το μακρινό Πεκίνο.
Σε έναν σταθμό, εκεί στα βάθη της ανατολής, νόμισαν πως ίσως προλαβαίνουνε του ταλαιπωρημένου τους συρμού τη διακοπή την ολιγόωρη -σε αυτά τα μέρη του χρόνου το αστείο είναι συχνά κακόγουστο- και βιαστικά κατέβηκαν να πάρουν λίγο γάλα. Μα όταν γυρίσαν πίσω στο σταθμό, το τρένο είχε φύγει.
"Τι ώρα περνάει το επόμενο", ρώτησαν το σταθμάρχη.
"Αυτό ήταν το επόμενο", απάντησε εκείνος.
Άρχισαν να περιπλανιούνται στο χωριό, μήπως και βρουν κάπου τη νύχτα να περάσουνε, μα έκπληκτοι γρήγορα ανακάλυψαν, πως πέρα από τρεις-τέσσερις πιωμένους σιδηροδρομικούς, άνθρωποι δεν υπήρχαν. Γυρίσανε στο μαγαζί, εκεί που είχαν αγοράσει γάλα για να ζητήσουνε βοήθεια από τη γρια μπακάλισσα, αφού τους φάνηκε ότι τους είχε λιγάκι συμπαθήσει.
"Έχεις, γιαγιάκα, κανένα μέρος για να μείνουμε;" ρωτήσανε οι δύο μορφωμένοι. Και η σεβάσμια γερόντισσα, ανέκφραστη έβγαλε μπροστά τους και ακούμπησε ακόμα δυο μπουκάλια.
Όμως, την ώρα που απογοητευμένοι έβγαιναν ξανά έξω στο δρόμο, την άκουσαν να λέει: "Να πάτε στο σχολείο, παλικάρια μου. Εκεί κοιμούνται όλοι."
"Και το σχολείο προς τα που είναι, γιαγιά;" Μα για αλλή μια φορά, αυτή αντί για τη σωστή απάντηση, πάνω στον πάγκο της ακούμπησε ακόμα λίγο γάλα.
Κι ενώ σιγά-σιγά τα σπίτια του χωριού εξαφανίζονταν μες στο παχύρρευστο σκοτάδι, οι δύο ξένοι όλο και βυθίζονταν μες στην απελπισία. Ώσπου, κάποια στιγμή, νομίσανε πως άκουσαν φωνές από παιδάκια. "Μάλλον θα είναι η φαντασία μας", σκεφτήκανε κι οι δύο, αλλά τις ακολούθησαν το θαύμα κυνηγώντας.
Το άλλο πρωί, οι επιβάτες στο πρωινό το δρομολόγιο, ξαφνιάστηκαν πολύ μόλις αντίκρισαν τους υπαλλήλους του σταθμού. "Τι κέφι! Τι ευχάριστη διάθεση! Μα πως τα καταφέρνουν και είναι τόσο γελαστοί αυτοί οι άνθρωποι εδώ στην ερημιά του κόσμου; Αλήθεια, πως περνούν τα βράδια τους; Με τι διασκεδάζουν;"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου