Κάποτε ο κόσμος ήταν καθαρός. Κανείς δε γνώριζε η βρωμιά στ’ αλήθεια τι σημαίνει. Όλοι ήταν άψογοι, σωστοί και τακτικοί. Ψεγάδια και ατέλειες στον κόσμο δεν υπήρχαν.
Οι άνθρωποι τότε, σε αυτή την απαστράπτουσα εποχή, δεν καθαρίζανε τα σπίτια τους ποτέ. Το σκούπισμα και το σφουγγάρισμα ήταν ακόμα άγνωστες τελείως εφευρέσεις. Κι οι άρχοντες των πόλεων ούτε που νοιάζονταν ποτέ οι δρόμοι τους να είναι καθαροί, πολύ απλά γιατί δεν ξέραν καν τι είναι τα σκουπίδια.
Όλοι φορούσαν πάντα ρούχα λευκά και ατσαλάκωτα. Κι ούτε που τα έπλεναν ποτέ, αφού δεν ήξεραν πως θα μπορούσαν αυτά να τα λερώσουν.
Μέχρι που μία μέρα, κάπου, σε μία πόλη του βορρά, γεννήθηκε ένα κοριτσάκι. Από τη πρώτη μέρα, όπως ήταν φυσικό, όλοι υποψιάστηκαν πως ίσως κάτι δεν πήγαινε καλά με ετούτη την πρασινομάτα. Μα μέσα στου κόσμου το πεντακάθαρο μυαλό, πως θα μπορούσε, άραγε, να γίνει κατανοητή η απειλή που το μωρό εκείνο κουβαλούσε;
Ήταν μόλις ολίγων ημερών, όταν εκεί που έτρωγε η μικρή την βρεφική τροφή της, έδωσε μια, έτσι στα ξαφνικά, και αναποδογύρισε το πιάτο της, λερώνοντας το καροτσάκι της, το πάτωμα, τα ρούχα της ακόμα και την ίδια τη μαμά της. «Τι ήταν αυτό;», ρώτησε έντρομη η μαμά του κοριτσιού του άντρα της, μα αυτός, μέσα στη πάλλευκή του άγνοια, γούρλωσε έκπληκτος τα μάτια.
Λίγους μήνες μετά, σε κάποια γιορτή οικογενειακή, ήρθε το δεύτερο σημάδι. Εκεί που ήταν όλο το σόι και οι φίλοι τους τριγύρω από το τραπέζι και γλεντούσανε, φροντίζοντας μη πέσει ούτε ψίχουλο στο πάτωμα και τα χαλάσει όλα, απλώνει το χεράκι η μικρή και πιάνει ένα μπουκάλι.
«Προσέξτε! Το κόκκινο κρασί!», ίσα που πρόλαβε κάποιος από την παρέα να φωνάξει, πριν βάψει το κορίτσι το τραπέζι τους στου πανικού το χρώμα.
Όσο περνούσε ο καιρός και το παράξενο μωρό γινότανε κορίτσι, τόσο και οι λεκέδες που άφηνε διαρκώς ξοπίσω του μεγάλωναν μαζί του. Κι όσο οι δικοί του, που το αγάπαγαν, κατάφερναν να συγκρατήσουν μες στο σπίτι τους το βρωμερό του μυστικό, τόσο το σκάνδαλο περίμενε αναπόφευκτο, μέχρι να κλείσει τα πέντε η μικρή και πάει στο σχολείο.
«Τι έκανες πάλι, ρε παιδάκι μου;», τη μάλωνε η δασκάλα της, κάθε φορά που αυτή μουτζούρωνε τους τοίχους, τα θρανία ακόμα και τους καημένους τους συμμαθητές με τις μπογιές της, που ως τότε προορίζονταν μονάχα για να αναπαριστούν την αψεγάδιαστη πραγματικότητα του κόσμου.
Κι όπως φοβήθηκαν τα άλλα τα παιδιά από τη συμπεριφορά αυτή την ασυνήθιστη της άταχτης της βρωμικούλας, έτσι και οι γονείς τους τελικά τρομάξανε, μήπως κολλήσουν το σκουπιδιάρικο μικρόβιο οι άσπιλοι απόγονοί τους.
Μέχρι που έφτασε η είδηση στα αυτιά των πάναγνων και αμόλυντων αρχόντων. Κι αμέσως έκαναν συμβούλιο και είπανε, «όχι, δεν πάει άλλο!».
Μα πριν προλάβουν να βγάλουν την απόφαση και να της επιβάλουν κάποια από τις προβλεπόμενες λευκές τους τιμωρίες, μόνο του το κορίτσι ξεσηκώθηκε, αφού άλλη καταπίεση στ’ αλήθεια δε μπορούσε.
«Να πάτε να λεκιαστείτε όλοι σας!», φώναξε με όλη της τη δύναμη, ζαρώνοντας και τσαλακώνοντας με μιας ολόκληρη την πόλη.
«Γιατί φωνάζεις;», τη ρώτησε κάποιο αγόρι, που περνούσε από εκεί.
«Κι εσένα, τι σε νοιάζει;»
«Πως τι με νοιάζει; Τώρα μόλις είπες “όλοι σας”. Άρα μιλούσες και σε μένα.»
«Βαρέθηκα τον κόσμο αυτόν τον καθαρό! Θέλω να φύγω! Φεύγω!»
«Δεν έχει πλάκα, συμφωνώ. Κι εγώ δεν τον γουστάρω.»
«Τι λες; Μα εσύ είσαι ίδιος, σαν κι αυτούς. Πιο καθαρός από όλους.»
«Ναι, άλλα έχω βρώμικο μυαλό. Θέλεις να σου το δείξω;»
«Μη λες χαζά! Είμαι μικρή! Αν σε άκουγε ο μπαμπάς μου…»
«Μάλλον με παρεξήγησες. Άλλο είναι αυτό που εννοώ. Κι έπειτα, τι πάει να πει “μικρή”. Αυτά είναι μικροαστικά, τέτοια που λένε οι καθαροί. Σε σένα δεν ταιριάζουν.»
«Τότε, πάμε να φύγουμε μαζί! Εγώ, πάντως, δε μένω.»
«Να φύγουμε, να πάμε που; Παντού τα ίδια είναι. Εγώ θα σου έλεγα να κάτσουμε, να τους λερώσουμε όλους. Να δώσουμε στον κόσμο ένα μάθημα, να έχει να μας θυμάται.»
«Είσαι λίγο περίεργος, μα πάντως έχεις πλάκα.»
Και τη συνέχεια νομίζω πως την ξέρετε. Κι όσοι από εσάς δεν καταλάβατε, ρίξτε μονάχα μια ματιά στα ίχνη που άφησε ο καφές σας πάνω σε ετούτο το χαρτί ή έστω στη σκόνη που μαζεύτηκε στο πληκτρολόγιό σας.
Οι άνθρωποι τότε, σε αυτή την απαστράπτουσα εποχή, δεν καθαρίζανε τα σπίτια τους ποτέ. Το σκούπισμα και το σφουγγάρισμα ήταν ακόμα άγνωστες τελείως εφευρέσεις. Κι οι άρχοντες των πόλεων ούτε που νοιάζονταν ποτέ οι δρόμοι τους να είναι καθαροί, πολύ απλά γιατί δεν ξέραν καν τι είναι τα σκουπίδια.
Όλοι φορούσαν πάντα ρούχα λευκά και ατσαλάκωτα. Κι ούτε που τα έπλεναν ποτέ, αφού δεν ήξεραν πως θα μπορούσαν αυτά να τα λερώσουν.
Μέχρι που μία μέρα, κάπου, σε μία πόλη του βορρά, γεννήθηκε ένα κοριτσάκι. Από τη πρώτη μέρα, όπως ήταν φυσικό, όλοι υποψιάστηκαν πως ίσως κάτι δεν πήγαινε καλά με ετούτη την πρασινομάτα. Μα μέσα στου κόσμου το πεντακάθαρο μυαλό, πως θα μπορούσε, άραγε, να γίνει κατανοητή η απειλή που το μωρό εκείνο κουβαλούσε;
Ήταν μόλις ολίγων ημερών, όταν εκεί που έτρωγε η μικρή την βρεφική τροφή της, έδωσε μια, έτσι στα ξαφνικά, και αναποδογύρισε το πιάτο της, λερώνοντας το καροτσάκι της, το πάτωμα, τα ρούχα της ακόμα και την ίδια τη μαμά της. «Τι ήταν αυτό;», ρώτησε έντρομη η μαμά του κοριτσιού του άντρα της, μα αυτός, μέσα στη πάλλευκή του άγνοια, γούρλωσε έκπληκτος τα μάτια.
Λίγους μήνες μετά, σε κάποια γιορτή οικογενειακή, ήρθε το δεύτερο σημάδι. Εκεί που ήταν όλο το σόι και οι φίλοι τους τριγύρω από το τραπέζι και γλεντούσανε, φροντίζοντας μη πέσει ούτε ψίχουλο στο πάτωμα και τα χαλάσει όλα, απλώνει το χεράκι η μικρή και πιάνει ένα μπουκάλι.
«Προσέξτε! Το κόκκινο κρασί!», ίσα που πρόλαβε κάποιος από την παρέα να φωνάξει, πριν βάψει το κορίτσι το τραπέζι τους στου πανικού το χρώμα.
Όσο περνούσε ο καιρός και το παράξενο μωρό γινότανε κορίτσι, τόσο και οι λεκέδες που άφηνε διαρκώς ξοπίσω του μεγάλωναν μαζί του. Κι όσο οι δικοί του, που το αγάπαγαν, κατάφερναν να συγκρατήσουν μες στο σπίτι τους το βρωμερό του μυστικό, τόσο το σκάνδαλο περίμενε αναπόφευκτο, μέχρι να κλείσει τα πέντε η μικρή και πάει στο σχολείο.
«Τι έκανες πάλι, ρε παιδάκι μου;», τη μάλωνε η δασκάλα της, κάθε φορά που αυτή μουτζούρωνε τους τοίχους, τα θρανία ακόμα και τους καημένους τους συμμαθητές με τις μπογιές της, που ως τότε προορίζονταν μονάχα για να αναπαριστούν την αψεγάδιαστη πραγματικότητα του κόσμου.
Κι όπως φοβήθηκαν τα άλλα τα παιδιά από τη συμπεριφορά αυτή την ασυνήθιστη της άταχτης της βρωμικούλας, έτσι και οι γονείς τους τελικά τρομάξανε, μήπως κολλήσουν το σκουπιδιάρικο μικρόβιο οι άσπιλοι απόγονοί τους.
Μέχρι που έφτασε η είδηση στα αυτιά των πάναγνων και αμόλυντων αρχόντων. Κι αμέσως έκαναν συμβούλιο και είπανε, «όχι, δεν πάει άλλο!».
Μα πριν προλάβουν να βγάλουν την απόφαση και να της επιβάλουν κάποια από τις προβλεπόμενες λευκές τους τιμωρίες, μόνο του το κορίτσι ξεσηκώθηκε, αφού άλλη καταπίεση στ’ αλήθεια δε μπορούσε.
«Να πάτε να λεκιαστείτε όλοι σας!», φώναξε με όλη της τη δύναμη, ζαρώνοντας και τσαλακώνοντας με μιας ολόκληρη την πόλη.
«Γιατί φωνάζεις;», τη ρώτησε κάποιο αγόρι, που περνούσε από εκεί.
«Κι εσένα, τι σε νοιάζει;»
«Πως τι με νοιάζει; Τώρα μόλις είπες “όλοι σας”. Άρα μιλούσες και σε μένα.»
«Βαρέθηκα τον κόσμο αυτόν τον καθαρό! Θέλω να φύγω! Φεύγω!»
«Δεν έχει πλάκα, συμφωνώ. Κι εγώ δεν τον γουστάρω.»
«Τι λες; Μα εσύ είσαι ίδιος, σαν κι αυτούς. Πιο καθαρός από όλους.»
«Ναι, άλλα έχω βρώμικο μυαλό. Θέλεις να σου το δείξω;»
«Μη λες χαζά! Είμαι μικρή! Αν σε άκουγε ο μπαμπάς μου…»
«Μάλλον με παρεξήγησες. Άλλο είναι αυτό που εννοώ. Κι έπειτα, τι πάει να πει “μικρή”. Αυτά είναι μικροαστικά, τέτοια που λένε οι καθαροί. Σε σένα δεν ταιριάζουν.»
«Τότε, πάμε να φύγουμε μαζί! Εγώ, πάντως, δε μένω.»
«Να φύγουμε, να πάμε που; Παντού τα ίδια είναι. Εγώ θα σου έλεγα να κάτσουμε, να τους λερώσουμε όλους. Να δώσουμε στον κόσμο ένα μάθημα, να έχει να μας θυμάται.»
«Είσαι λίγο περίεργος, μα πάντως έχεις πλάκα.»
Και τη συνέχεια νομίζω πως την ξέρετε. Κι όσοι από εσάς δεν καταλάβατε, ρίξτε μονάχα μια ματιά στα ίχνη που άφησε ο καφές σας πάνω σε ετούτο το χαρτί ή έστω στη σκόνη που μαζεύτηκε στο πληκτρολόγιό σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου