Το καλοκαίρι του 1994 έδωσα για δεύτερη φορά Πανελλήνιες και πέρασα στη Νομική Αθηνών. Κάπου στα τέλη Ιουλίου νομίζω ήταν που βγήκαν τα αποτελέσματα και αφού η βαθμολογία που είχα συγκεντρώσει ήταν αρκετά ψηλότερη από τη βάση της σχολής του προηγούμενου έτους, πήρα τη μητέρα μου και κατεβήκαμε να ψάξουμε για σπίτι.
Θυμάμαι πως ταξιδέψαμε με το τραίνο, μα δε θυμάμαι το γιατί. Φτάσαμε αργά το βράδυ και πήραμε ταξί από το σταθμό Λαρίσης. Όταν μας ρώτησε ο ταξιτζής που θέλουμε να μας πάει, πετάχτηκα εγώ και του απάντησα, στη Σόλωνος στη Νομική. Αφού κάναμε μια βόλτα δίχως νόημα στην άγνωστη τότε ακόμα περιοχή, βρήκαμε ένα μικρό ξενοδοχείο στα σύνορα Εξαρχείων και Κολωνακίου και εκεί διανυκτερεύσαμε. Μέχρι να κοιμηθούμε, η μητέρα μου ξεφύλλιζε μια εφημερίδα με αγγελίες κι εγώ κοιτούσα το ταβάνι.
Φάγαμε περίπου μια βδομάδα αναζητώντας το ιδανικό φοιτητικό διαμέρισμα και τελικά νοικιάσαμε εκείνο που είχαμε δει πρώτο – ένα μοτίβο που στη συνέχεια θα επαναλαμβανόταν διαρκώς στην ενήλικη πια ζωή μου.
Όχι πως ήταν άσχημα τα άλλα διαμερίσματα. Μόνο που από το καθένα όλο και κάτι έλειπε – συνήθως έλειπαν σε διακοπές οι ιδιοκτήτες τους. Ίσως να έφταιγαν και οι αλαζονικές νεανικές μου απαιτήσεις. Θυμάμαι κάποιο ημιυπόγειο κάπου ψηλά στη Μαυρομιχάλη. Ήταν φτηνό και άνετο και είχε και έναν ωραίο κήπο από πίσω, αλλά εγώ έλεγα, μα τώρα σε ημιυπόγειο θα μείνω; Η γιαγιά που μου το έδειξε προσπάθησε στ’ αλήθεια να με πείσει. Και ως ύστατο μάλλον επιχείρημα μου είπε πως η ίδια μένει από πάνω ακριβώς και πως θα μου έφτιαχνε καφέ κάθε πρωί.
Όχι πως ήταν το ιδανικό αυτό που τελικά νοικιάσαμε. Από το πρώτο κιόλας εξάμηνο ήδη θα το μισούσα. Και πάντοτε θα το αντιμετώπιζα ως κάτι το προσωρινό. Και τελικά θα ζούσα μέσα σε αυτό έξι ολόκληρα –έστω και ακαδημαϊκά- χρονάκια.
Το τελευταίο βράδυ, πριν επιστρέψουμε στο Βόλο, άφησα τη μητέρα μου -τα είχε φτύσει από το πολύ περπάτημα- στο δωμάτιο και πήγα να πάρω κάτι για να φάμε. Έφτασα ως τα Goody’s που είναι απέναντι από το Πολυτεχνείο, αν και υπήρχαν πολλά άλλα φαγάδικα κοντά στο ξενοδοχείο μας. Το μαγαζί ήταν άδειο και πίσω από τον πάγκο υπήρχε μια όμορφη μελαχρινή. Ενώ έδινα την παραγγελία μου, διάβασα το όνομά της στο καρτελάκι που είχε καρφιτσωμένο πάνω στο πουκάμισο. Χαρά. Αυτή μπορεί και να νόμισε ότι κοιτούσα τα βυζιά της. Της είπα το δικό μου όνομα, χωρίς να με ρωτήσει και στη συνέχεια ενώ μασούλαγα στα όρθια το χάμπουργκερ, της διηγήθηκα στα γρήγορα την ιστορία της τότε μελλοντικής ζωής μου. Εκείνη δεν ήταν και τόσο ομιλητική. Της πρότεινα να την κεράσω μια μπύρα και μου απάντησε πως έχει δουλειά ακόμα, αν και βάζω στοίχημα πως μετά από εμένα άλλος πελάτης δεν πάτησε εκείνο το βράδυ. Φεύγοντας της είπα, θα τα λέμε, άλλωστε θα μένω εδώ κοντά, κι εκείνη έβαλε τα γέλια.
Ύστερα περιπλανήθηκα για λίγο μέσα στα στενά, ώσπου σταμάτησα σε ένα μπαρ, την Ίντριγκα, όπου και κάθισα και ήπια δύο μπύρες. Μία για μένα και μία για τη Χαρά.
Όταν έφτασα πια πίσω στο δωμάτιο, η μητέρα μου είχε ήδη αποκοιμηθεί. Άφησα το φαγητό της πάνω στο κομοδίνο και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Πρέπει να πέρασα αρκετή ώρα κοιτάζοντας και πάλι το ταβάνι και μέχρι να με πάρει ο ύπνος και εμένα.
Θυμάμαι πως ταξιδέψαμε με το τραίνο, μα δε θυμάμαι το γιατί. Φτάσαμε αργά το βράδυ και πήραμε ταξί από το σταθμό Λαρίσης. Όταν μας ρώτησε ο ταξιτζής που θέλουμε να μας πάει, πετάχτηκα εγώ και του απάντησα, στη Σόλωνος στη Νομική. Αφού κάναμε μια βόλτα δίχως νόημα στην άγνωστη τότε ακόμα περιοχή, βρήκαμε ένα μικρό ξενοδοχείο στα σύνορα Εξαρχείων και Κολωνακίου και εκεί διανυκτερεύσαμε. Μέχρι να κοιμηθούμε, η μητέρα μου ξεφύλλιζε μια εφημερίδα με αγγελίες κι εγώ κοιτούσα το ταβάνι.
Φάγαμε περίπου μια βδομάδα αναζητώντας το ιδανικό φοιτητικό διαμέρισμα και τελικά νοικιάσαμε εκείνο που είχαμε δει πρώτο – ένα μοτίβο που στη συνέχεια θα επαναλαμβανόταν διαρκώς στην ενήλικη πια ζωή μου.
Όχι πως ήταν άσχημα τα άλλα διαμερίσματα. Μόνο που από το καθένα όλο και κάτι έλειπε – συνήθως έλειπαν σε διακοπές οι ιδιοκτήτες τους. Ίσως να έφταιγαν και οι αλαζονικές νεανικές μου απαιτήσεις. Θυμάμαι κάποιο ημιυπόγειο κάπου ψηλά στη Μαυρομιχάλη. Ήταν φτηνό και άνετο και είχε και έναν ωραίο κήπο από πίσω, αλλά εγώ έλεγα, μα τώρα σε ημιυπόγειο θα μείνω; Η γιαγιά που μου το έδειξε προσπάθησε στ’ αλήθεια να με πείσει. Και ως ύστατο μάλλον επιχείρημα μου είπε πως η ίδια μένει από πάνω ακριβώς και πως θα μου έφτιαχνε καφέ κάθε πρωί.
Όχι πως ήταν το ιδανικό αυτό που τελικά νοικιάσαμε. Από το πρώτο κιόλας εξάμηνο ήδη θα το μισούσα. Και πάντοτε θα το αντιμετώπιζα ως κάτι το προσωρινό. Και τελικά θα ζούσα μέσα σε αυτό έξι ολόκληρα –έστω και ακαδημαϊκά- χρονάκια.
Το τελευταίο βράδυ, πριν επιστρέψουμε στο Βόλο, άφησα τη μητέρα μου -τα είχε φτύσει από το πολύ περπάτημα- στο δωμάτιο και πήγα να πάρω κάτι για να φάμε. Έφτασα ως τα Goody’s που είναι απέναντι από το Πολυτεχνείο, αν και υπήρχαν πολλά άλλα φαγάδικα κοντά στο ξενοδοχείο μας. Το μαγαζί ήταν άδειο και πίσω από τον πάγκο υπήρχε μια όμορφη μελαχρινή. Ενώ έδινα την παραγγελία μου, διάβασα το όνομά της στο καρτελάκι που είχε καρφιτσωμένο πάνω στο πουκάμισο. Χαρά. Αυτή μπορεί και να νόμισε ότι κοιτούσα τα βυζιά της. Της είπα το δικό μου όνομα, χωρίς να με ρωτήσει και στη συνέχεια ενώ μασούλαγα στα όρθια το χάμπουργκερ, της διηγήθηκα στα γρήγορα την ιστορία της τότε μελλοντικής ζωής μου. Εκείνη δεν ήταν και τόσο ομιλητική. Της πρότεινα να την κεράσω μια μπύρα και μου απάντησε πως έχει δουλειά ακόμα, αν και βάζω στοίχημα πως μετά από εμένα άλλος πελάτης δεν πάτησε εκείνο το βράδυ. Φεύγοντας της είπα, θα τα λέμε, άλλωστε θα μένω εδώ κοντά, κι εκείνη έβαλε τα γέλια.
Ύστερα περιπλανήθηκα για λίγο μέσα στα στενά, ώσπου σταμάτησα σε ένα μπαρ, την Ίντριγκα, όπου και κάθισα και ήπια δύο μπύρες. Μία για μένα και μία για τη Χαρά.
Όταν έφτασα πια πίσω στο δωμάτιο, η μητέρα μου είχε ήδη αποκοιμηθεί. Άφησα το φαγητό της πάνω στο κομοδίνο και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Πρέπει να πέρασα αρκετή ώρα κοιτάζοντας και πάλι το ταβάνι και μέχρι να με πάρει ο ύπνος και εμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου