Νοέμβριος 2010. Η μεγάλη απόφασή μου είναι πλέον αμετάκλητη. Φεύγω, μεταναστεύω. Τίποτα πια δε μοιάζει ικανό για να με κάνει να αλλάξω πάλι γνώμη. Η αιφνίδια –ακόμα και εγώ ξαφνιάστηκα- υποψηφιότητά μου στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης ίσως να έθεσε για μια στιγμή τα σχέδια μου σε αμφιβολία, μα έτσι κι αλλιώς οι πιθανότητες να εκλεγώ υπήρξαν από την αρχή τόσο πραγματικά ασήμαντες που κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα μου ήδη εκκένωνα το σπίτι στα Παλιά και έφτιαχνα βαλίτσες. Νομίζω πως λίγοι με έπαιρναν στα σοβαρά –ίσως εμού συμπεριλαμβανομένου- κι οι πιο πολλοί πιστεύανε πως όλο αυτό δεν είναι παρά ένα νάζι ψηφοθηρικό, κάτι που ακουγόταν περίπου σαν «ψηφίστε με ή φεύγω». Το τελευταίο που με απασχολεί είναι το πού θα πάω. Το πλάνο λέει Παρίσι αρχικά και στη συνέχεια όπου με βγάλει ο δρόμος. Αυτός ο δρόμος όμως, έτσι όπως μονάχος μου τον έστρωσα, είναι διπλής κατεύθυνσης και το απαραίτητο, για τις ταχύτητες που αναπτύσσω αυτήν την εποχή, διάζωμα δε φαίνεται να υπάρχει. Προσωπικά, και δίχως να έχω την παραμικρή διάθεση για αυτό και άλλο να απολογηθώ, το βλέπω το ταξίδι αυτό –για πλάκα το λέω αυτοεξορία- ως διέξοδο από το μπλοκάρισμα που έχω τα τελευταία χρόνια υποστεί και ως απωθημένο για εκείνα που δεν τόλμησα τότε που τα μπορούσα. Τι πάει να πει μπορώ και δε μπορώ, όμως, για κάποιον που οι ψευδαισθήσεις τις στιγμής και οι μουλιασμένες από στο αλκοόλ μοιραίες αυταπάτες τον κάνουν κάθε βράδυ να νιώθει ακατανίκητος, πανίσχυρος, σπουδαίος; Πάλι καλά που ξέρω πια τις αναμνήσεις να μεταποιώ. Πάλι καλά που φτιάχνω ιστορίες.
Δευτέρα βράδυ. Στο Posh παρέα με το Γεώ, το Μάριο κι ολόκληρο τον κόσμο. Ο Μάριος, που κάποτε αντιπαθούσε αφάνταστα το μέρος, το έχει πια ενστερνιστεί και έχει περίπου αγοράσει δικό του προσωπικό σκαμπό στην άκρια του μπαρ, και δεν το διαπραγματεύεται. Αντιθέτως ο Γεώ, αφού τα «αρχιτεκτονικά» του ενδιαφέροντα ατόνησαν και μπήκανε σε μια σειρά οι παλαιές οι τρελές, σπάνια πια μας επισκέπτεται, και μόνο αν έχει λόγο. Λόγος απόψε υπάρχει και είναι σίγουρα αρκετός. Είναι που αύριο φεύγω. Ακολουθεί διάλογος. Δε σημειώνω ποιος λέει το καθετί, αφού αυτό ελάχιστη έχει ίσως σημασία, αλλά προσθέτω τον απαιτούμενο και πάλι υποτιτλισμό για χάρη των αμύητων:
-Τι ώρα φεύγεις, δηλαδή; (Προλαβαίνουμε να πιούμε ακόμα ένα;)
-Δεν ξέρω, το μεσημέρι. Ανυπομονώ, αλλά δε βιάζομαι. (Τι; Μόνο ένα;)
-Και τι θα πας να κάνεις εκεί; (Τι θα τρως;)
-Έχω κάτι στην άκρη για αρχή. Μετά, εντάξει, βλέπουμε… (Ό,τι θα μαγειρεύουνε εκείνοι που θα με φιλοξενούν.)
-Κρίμα το σπίτι, πάντως. (Ούτε χρόνο, παπάρα, δεν έμεινες. Μέσα σε δέκα μήνες μας έχωσες κανονικά, δυο μετακομίσεις.)
-Ας μείνει άλλος. Εγώ, πάει, το χάρηκα. (Σιγά μην πληρώνω ενοίκιο, για να έχετε εσείς τον γαμιστρώνα σας!)
-Κι ο Χρήστος; (Κι ο Χρήστος;)
-Τι «κι ο Χρήστος»; (Καλά, δεν τα έχουμε κιόλας. Άραξε!)
-Και το Posh; (Μαλάκα; Που θα βρεις καλύτερα;)
-Εκεί που βρήκα και αυτό… (Εκεί που δεν θα το περιμένω.)
-Και τα κορίτσια; Τα ποτά; (Κάπου εκεί, περίπου τα Χριστούγεννα, σε βλέπω να επιστρέφεις.)
-Ποτά υπάρχουνε παντού. (Και τα κορίτσια, αν θέλουνε, ας έρθουν να με βρούνε.)
Δευτέρα βράδυ. Αν και ημερολογιακώς βρισκόμαστε βαθιά μες στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι ακόμα αντιστέκεται. Παίρνουμε τα ποτήρια μας, βγαίνουμε στην πλατεία. Μία παρέα φοιτητών περνάει από μπροστά μας. Κάτι υποτίθεται πως τραγουδούν, μα πιο πολύ ακούγεται σαν σύνθημα γηπέδου. Έρχεται μία αγέλη αδέσποτων να διασταυρωθεί μαζί τους. Θυμώνουν με τις παραφωνίες τα σκυλιά κι αρχίζουνε να γαυγίζουνε. Οι φοιτητές, όχι μονάχα δεν πτοούνται, αλλά ανεβάζουν της φωνής την ένταση, να τους υπερκαλύψουν. Ίσα που ακούω τη φωνή του Μάριου. Μαντεύω τον ερωτηματικό της τόνο.
-Απόψε που θα κοιμηθείς;
-Δεν ξέρω. Πουθενά. Παντού.
Δευτέρα βράδυ. Ολόκληρη η πόλη έχει σωπάσει ξαφνικά και τρομαγμένη κοιτάζει εμένα που ουρλιάζω.
Δευτέρα βράδυ. Στο Posh παρέα με το Γεώ, το Μάριο κι ολόκληρο τον κόσμο. Ο Μάριος, που κάποτε αντιπαθούσε αφάνταστα το μέρος, το έχει πια ενστερνιστεί και έχει περίπου αγοράσει δικό του προσωπικό σκαμπό στην άκρια του μπαρ, και δεν το διαπραγματεύεται. Αντιθέτως ο Γεώ, αφού τα «αρχιτεκτονικά» του ενδιαφέροντα ατόνησαν και μπήκανε σε μια σειρά οι παλαιές οι τρελές, σπάνια πια μας επισκέπτεται, και μόνο αν έχει λόγο. Λόγος απόψε υπάρχει και είναι σίγουρα αρκετός. Είναι που αύριο φεύγω. Ακολουθεί διάλογος. Δε σημειώνω ποιος λέει το καθετί, αφού αυτό ελάχιστη έχει ίσως σημασία, αλλά προσθέτω τον απαιτούμενο και πάλι υποτιτλισμό για χάρη των αμύητων:
-Τι ώρα φεύγεις, δηλαδή; (Προλαβαίνουμε να πιούμε ακόμα ένα;)
-Δεν ξέρω, το μεσημέρι. Ανυπομονώ, αλλά δε βιάζομαι. (Τι; Μόνο ένα;)
-Και τι θα πας να κάνεις εκεί; (Τι θα τρως;)
-Έχω κάτι στην άκρη για αρχή. Μετά, εντάξει, βλέπουμε… (Ό,τι θα μαγειρεύουνε εκείνοι που θα με φιλοξενούν.)
-Κρίμα το σπίτι, πάντως. (Ούτε χρόνο, παπάρα, δεν έμεινες. Μέσα σε δέκα μήνες μας έχωσες κανονικά, δυο μετακομίσεις.)
-Ας μείνει άλλος. Εγώ, πάει, το χάρηκα. (Σιγά μην πληρώνω ενοίκιο, για να έχετε εσείς τον γαμιστρώνα σας!)
-Κι ο Χρήστος; (Κι ο Χρήστος;)
-Τι «κι ο Χρήστος»; (Καλά, δεν τα έχουμε κιόλας. Άραξε!)
-Και το Posh; (Μαλάκα; Που θα βρεις καλύτερα;)
-Εκεί που βρήκα και αυτό… (Εκεί που δεν θα το περιμένω.)
-Και τα κορίτσια; Τα ποτά; (Κάπου εκεί, περίπου τα Χριστούγεννα, σε βλέπω να επιστρέφεις.)
-Ποτά υπάρχουνε παντού. (Και τα κορίτσια, αν θέλουνε, ας έρθουν να με βρούνε.)
Δευτέρα βράδυ. Αν και ημερολογιακώς βρισκόμαστε βαθιά μες στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι ακόμα αντιστέκεται. Παίρνουμε τα ποτήρια μας, βγαίνουμε στην πλατεία. Μία παρέα φοιτητών περνάει από μπροστά μας. Κάτι υποτίθεται πως τραγουδούν, μα πιο πολύ ακούγεται σαν σύνθημα γηπέδου. Έρχεται μία αγέλη αδέσποτων να διασταυρωθεί μαζί τους. Θυμώνουν με τις παραφωνίες τα σκυλιά κι αρχίζουνε να γαυγίζουνε. Οι φοιτητές, όχι μονάχα δεν πτοούνται, αλλά ανεβάζουν της φωνής την ένταση, να τους υπερκαλύψουν. Ίσα που ακούω τη φωνή του Μάριου. Μαντεύω τον ερωτηματικό της τόνο.
-Απόψε που θα κοιμηθείς;
-Δεν ξέρω. Πουθενά. Παντού.
Δευτέρα βράδυ. Ολόκληρη η πόλη έχει σωπάσει ξαφνικά και τρομαγμένη κοιτάζει εμένα που ουρλιάζω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου