Απρίλιος 2008. Μεγάλη Εβδομάδα. Η βολιώτικη διασπορά επιστρέφει σιγά-σιγά στον τόπο της για να γιορτάσει το Πάσχα και την Άνοιξη όπως αυτή νομίζει. Η χώρα ζει την τελευταία περίοδο της αφελούς ευδαιμονίας της, προτού ανοίξει το καπάκι της κολάσεως και αρχίσουν να εμφανίζονται οι διάβολοι στο ακόμα γυαλιστερό κατώφλι της. Εγώ, με τρία βιβλία ήδη στο ενεργητικό –κι ένα σκασμό ιστορίες στο παθητικό μου βέβαια- νομίζω πως τον έχω βρει πια το δρόμο μου και ως νέος τουλάχιστον Τολστόι, ό,τι κι αν γράφω στο μέλλον θα εκδίδεται κι ο κόσμος όλος, λέει, θα λαχταρά να μελετά την όποια παπαριά θα κατεβάζει το κεφάλι μου. Το Posh πάντα εκεί, στη θέση του, αν και η καλή του εποχή μοιάζει σαν έχει πια παρέλθει και η ευγενής του απομόνωση στην άκρια της πόλης να έχει τελικά καταλυθεί από το άνοιγμα άλλων καταστημάτων υγειονομικού, που λεν, ενδιαφέροντος, με πολύ πιο «τουριστικό» προσανατολισμό από εκείνο. Αλλά και διάφορων «πωσοειδών» καφέ και μπαρ, που επιδιώκοντας να επωφεληθούν από το ρεύμα προς τα Παλαιά που το αυθεντικό δημιούργησε, έρχονται το ένα μετά το άλλο να κάνουνε την αρπαχτή τους. Επίσης έχει πλέον ανοίξει δύο στενά πιο εκεί το αντίπαλον πλέον δέος που το λένε Μανιτού, το οποίο, με αρκετά πιο ροκ είναι η αλήθεια προδιάθεση, ήδη ελκύει αρκετούς από τους παραδοσιακούς πελάτες του Σινάνη. Πράγμα το οποίο καταρχάς οι επιμένοντες στο Posh το υποδεχόμαστε ως θετική εξέλιξη, αφού οι πιο καμένοι και ταραχοποιοί συνοδοιπόροι μας σταδιακά μετακομίζουν στη Γραβιάς αφήνοντας την Παπακυριαζή στα πιο υγιή, όπως οι ίδιοι φυσικά νομίζουμε, στοιχεία. Όμως ακόμα είμαστε στην άνοιξη του 2008 και η χρυσοκαμένη εποχή του Posh δεν έχει πει τη τελευταία της κουβέντα.
Παρασκευή βράδυ. Μεγάλη Παρασκευή για την ακρίβεια. Η μουσική βαράει κανονικά, αλλά το εσωτερικό του Posh δείχνει σημάδια βίαιης κι αιφνίδιας εγκατάλειψης. Σπασμένα ποτήρια, καθίσματα κομματιασμένα, πάνω στη μπάρα ίχνη αίματος και έντονα σημάδια συμπλοκής παντού σε όλον τον χώρο. Στον τοίχο τα ανθρωπάκια κουνάνε αποδοκιμαστικά τα κεφαλάκια τους και η θαλασσία νάρκη από ψηλά μοιάζει λιγάκι έντρομη κι αγουροξυπνημένη. Αλλά πριν την επιβεβλημένη τη διάγνωση, λίγη παθολογία:
Δεν ήταν λίγες οι βραδιές που μες στο Posh όλα αυτά τα χρόνια, για κάποια πάντα ασήμαντη αφορμή, τα αίματα ανάψανε, και από μπαρ μεταμορφώθηκε σε αρένα, μόλις κάποιος από τους μονομάχους του συνειδητοποιούσε ότι ο τύπος στο διπλανό σκαμπό δεν είναι παρά ένα επιδεικτικό λιοντάρι πεινασμένο. Κάποια από αυτά τα σκηνικά είχα την τύχη να τα παρακολουθήσω από κοντά. Κάποια, ελάχιστα ευτυχώς, ίσως να τα προκάλεσα. Στα περισσότερα υπήρξα φίλαθλος μονάχα θεατής. Ενώ εκείνα που συνέβησαν κατά την απουσία μου, κατόπιν ασφαλώς μου μεταφέρθηκαν κατάλληλα, εννοείται, στολισμένα από τις συνήθεις και αναπόφευκτες βολιώτικες τερατολογίες. Δεν ξέρω τι έφταιγε ακριβώς και έχει το posh να επιδείξει τόσο πλούσιο στ’ αλήθεια ιστορικό σε ξύλα και πλακώματα. Αυτό που ωστόσο μπορώ να επισημάνω είναι ότι κάποια από αυτά τα επεισόδια σιγά-σιγά απέκτησαν μία αρκετά εθιμική μορφή και μία σχεδόν περιοδική συχνότητα. Και από κάποια στιγμή και ύστερα μονάχα έκπληξη δε προκαλούσαν. Τόσο που αν τύχαινε να αργήσουν να συμβούν, η ησυχία που το κενό τους άφηνε στ’ αλήθεια μας ανησυχούσε. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το επονομαζόμενο και «ξύλο της Μεγάλης της Παρασκευής». Όλοι το ξέρουνε καλά ότι στην πόλη μας από παλιά υπήρχε η συνήθεια τη νύχτα όπου στις εκκλησίες το θείο δράμα κορυφώνεται, οι κατά τα άλλα ευσεβείς πιστοί να ποτίζουνε αδίστακτα τη χαρμολύπη τους σε κάθε είδους αλκοολούχο προϊόν που θα μπορούσε να βρεθεί μέσα στο ποτηράκι τους. Έτσι λίγο η θλίψη, λέμε τώρα, για τον παρεξηγημένο μας θεάνθρωπο, λίγο η παμφάγος άνοιξη που κάνει όλου του κόσμου τα ζουμιά να βράζουνε, οι μισοί τουλάχιστον που βρίσκονταν τη νύχτα αυτή μέσα στο posh είχαν ήδη λυμένο το ζωνάρι τους. Το μόνο που τους έλειπε, για να γλεντήσουν το προσωπικό τους μακελειό ήταν μία όμορφη συνήθως γυναικεία αφορμή κι ίσως ένα χαριστικό σφηνάκι.
Παρασκευή βράδυ. Μεγάλη Παρασκευή για την ακρίβεια. Έξω από το Posh πελάτες με κεφάλια ανοιγμένα συνομιλούνε φιλικά με αυτούς που τα ανοίξανε. Ζιζάνια και συμφιλιωτές επιδιώκουν να δώσουν τέλος στο χαμό ή μία πιο υπαίθρια οργιαστική συνέχεια, ανάλογα με τα απωθημένα τους. Κάποιοι θέλουν να μάθουν πώς το κακό ξεκίνησε. Άλλοι να δούνε προτιμούν αν θα υπάρξει τιμωρία κι έπαινος για τα πρόσωπα του τρέχοντος ετούτου δράματος. Κι εγώ, μονάχος, κάπου στο πλάι με το ραγισμένο μου ποτό, για πρώτη μου φορά αναρωτιέμαι τι άραγε γυρεύω κάτω από αυτόν τον πλάτανο. Ο οποίος δε μου φαίνεται να περνά τόσο καλά κι έχει αρχίσει νομίζω να ξεραίνεται.
Παρασκευή βράδυ. Μεγάλη Παρασκευή για την ακρίβεια. Η μουσική βαράει κανονικά, αλλά το εσωτερικό του Posh δείχνει σημάδια βίαιης κι αιφνίδιας εγκατάλειψης. Σπασμένα ποτήρια, καθίσματα κομματιασμένα, πάνω στη μπάρα ίχνη αίματος και έντονα σημάδια συμπλοκής παντού σε όλον τον χώρο. Στον τοίχο τα ανθρωπάκια κουνάνε αποδοκιμαστικά τα κεφαλάκια τους και η θαλασσία νάρκη από ψηλά μοιάζει λιγάκι έντρομη κι αγουροξυπνημένη. Αλλά πριν την επιβεβλημένη τη διάγνωση, λίγη παθολογία:
Δεν ήταν λίγες οι βραδιές που μες στο Posh όλα αυτά τα χρόνια, για κάποια πάντα ασήμαντη αφορμή, τα αίματα ανάψανε, και από μπαρ μεταμορφώθηκε σε αρένα, μόλις κάποιος από τους μονομάχους του συνειδητοποιούσε ότι ο τύπος στο διπλανό σκαμπό δεν είναι παρά ένα επιδεικτικό λιοντάρι πεινασμένο. Κάποια από αυτά τα σκηνικά είχα την τύχη να τα παρακολουθήσω από κοντά. Κάποια, ελάχιστα ευτυχώς, ίσως να τα προκάλεσα. Στα περισσότερα υπήρξα φίλαθλος μονάχα θεατής. Ενώ εκείνα που συνέβησαν κατά την απουσία μου, κατόπιν ασφαλώς μου μεταφέρθηκαν κατάλληλα, εννοείται, στολισμένα από τις συνήθεις και αναπόφευκτες βολιώτικες τερατολογίες. Δεν ξέρω τι έφταιγε ακριβώς και έχει το posh να επιδείξει τόσο πλούσιο στ’ αλήθεια ιστορικό σε ξύλα και πλακώματα. Αυτό που ωστόσο μπορώ να επισημάνω είναι ότι κάποια από αυτά τα επεισόδια σιγά-σιγά απέκτησαν μία αρκετά εθιμική μορφή και μία σχεδόν περιοδική συχνότητα. Και από κάποια στιγμή και ύστερα μονάχα έκπληξη δε προκαλούσαν. Τόσο που αν τύχαινε να αργήσουν να συμβούν, η ησυχία που το κενό τους άφηνε στ’ αλήθεια μας ανησυχούσε. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το επονομαζόμενο και «ξύλο της Μεγάλης της Παρασκευής». Όλοι το ξέρουνε καλά ότι στην πόλη μας από παλιά υπήρχε η συνήθεια τη νύχτα όπου στις εκκλησίες το θείο δράμα κορυφώνεται, οι κατά τα άλλα ευσεβείς πιστοί να ποτίζουνε αδίστακτα τη χαρμολύπη τους σε κάθε είδους αλκοολούχο προϊόν που θα μπορούσε να βρεθεί μέσα στο ποτηράκι τους. Έτσι λίγο η θλίψη, λέμε τώρα, για τον παρεξηγημένο μας θεάνθρωπο, λίγο η παμφάγος άνοιξη που κάνει όλου του κόσμου τα ζουμιά να βράζουνε, οι μισοί τουλάχιστον που βρίσκονταν τη νύχτα αυτή μέσα στο posh είχαν ήδη λυμένο το ζωνάρι τους. Το μόνο που τους έλειπε, για να γλεντήσουν το προσωπικό τους μακελειό ήταν μία όμορφη συνήθως γυναικεία αφορμή κι ίσως ένα χαριστικό σφηνάκι.
Παρασκευή βράδυ. Μεγάλη Παρασκευή για την ακρίβεια. Έξω από το Posh πελάτες με κεφάλια ανοιγμένα συνομιλούνε φιλικά με αυτούς που τα ανοίξανε. Ζιζάνια και συμφιλιωτές επιδιώκουν να δώσουν τέλος στο χαμό ή μία πιο υπαίθρια οργιαστική συνέχεια, ανάλογα με τα απωθημένα τους. Κάποιοι θέλουν να μάθουν πώς το κακό ξεκίνησε. Άλλοι να δούνε προτιμούν αν θα υπάρξει τιμωρία κι έπαινος για τα πρόσωπα του τρέχοντος ετούτου δράματος. Κι εγώ, μονάχος, κάπου στο πλάι με το ραγισμένο μου ποτό, για πρώτη μου φορά αναρωτιέμαι τι άραγε γυρεύω κάτω από αυτόν τον πλάτανο. Ο οποίος δε μου φαίνεται να περνά τόσο καλά κι έχει αρχίσει νομίζω να ξεραίνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου