Μάιος 2010. Η εσωστρέφεια των προηγούμενων ετών μοιάζει πλέον με ένα παρελθόν θολό κι ακατανόητο. Έχω αρχίσει πάλι να ταξιδεύω, να μπλέκω σε καταστάσεις επικίνδυνες, να γλεντώ την πιο όμορφη εποχή του χρόνου, με αυτές τις μέρες τις τεράστιες. Να μπαινοβγαίνω ιστορίες, αλλά όχι ακόμα να γράφω και πάλι δικές μου. Η περίπου συγκατοίκησή μου με το Χρήστο, τα νέα πρόσωπα που μπήκαν στη ζωή μου, η φρόνιμη δημοσιονομική μου νέα πολιτική δημιούργησαν έναν συνδυασμό που όχι μονάχα με έβγαλε από τη μιζέρια του τέλους του 2009, αλλά και με έβαλε ξανά μες στο παιχνίδι γενικότερα. Μονάχα που αυτή η ευφορία έχει διαρκώς έναν ξενέρωτο αστερίσκο να κρέμεται από πάνω της, που πάντα σε κάθε ταρακούνημα μοιάζει σα να κοντεύει να μου πέσει στο κεφάλι. Μα είναι άνοιξη. Ακόμα μια άνοιξη! Κι όποιος έχει περάσει και γλυτώσει από τα δόντια κάποιου χειμώνα δύσκολου ξέρει καλά πως η νικηφόρα επέλαση της άνοιξης δίνει μια αίσθηση αθανασίας τόσο ακαταμάχητη που των αστερίσκων τους αστερισμούς να φαίνονται ασήμαντα σπυράκια.
Δευτέρα βράδυ. Είμαι στο Posh με τον Γεώ και πίνουμε. Στο πόδια μας δυο σάκοι ταξιδιωτικοί, πλάι στα ποτήρια μας λίγα τσαλακωμένα λέβα. Στο χέρι μου μια μινιατούρα μεταλλική κατασκευή, μια μπρούντζινη ομπρέλα. Αγορασμένη σε μια υπαίθρια της Σόφιας αγορά. Δώρο αφηρημένο.
-Τι λέει; Αποφάσισες σε ποια θα την χαρίσεις;
-Δώρο τη άγνωστη θεά…
-Τι εννοείς; Ποια είναι αυτή;
-Κάτι δικά μου, άσε…
Δευτέρα βράδυ. Στην άλλη άκρη αυτού του μπαρ τρεις άγνωστες με συζητάν. Η πιο ωραία από τις τρεις θα μου γκρινιάξει κάποτε πως απόψε κοιτώ μόνο τις φίλες της κι αυτήν δεν την προσέχω.
-Ποιες είναι αυτές; Τις ξέρεις;
-Όχι ακόμα. Έχουμε καιρό. Καλά-καλά δεν άρχισε ούτε το καλοκαίρι.
Δευτέρα βράδυ. Κλείνω τα μάτια και σφίγγω την ομπρελίτσα περισσότερο. Φτιάχνω μια λίστα στο μυαλό. Όλα αυτά τα βράδια μες στο Posh, όλα αυτά τα όμορφα κορίτσια. Όλα τα ερωτικά φιλήματα που αποτέθηκαν στα χείλη μου, όλα, μα όλα όμως, τα μαντήλια των αποχωρισμών μου που ανέμισαν μέσα στην καρδιά μου. Αδειάζω το ποτήρι μου, αφήνω το σκαμπώ μου.
-Που πας, μωρέ; Βαρέθηκες;
-Θέλω να κατουρήσω.
Δευτέρα βράδυ. Μέσα στα θρυλικά αποχωρητήρια του Posh. Οι ρωγμές και τα συνθήματα στους τοίχους θυμίζουνε ακόμα όλες τις ένδοξες αλλά και τις ελεεινές σκηνές που εδώ διαδραματίστηκαν. Ακούω από έξω τα κυματιστά τα χάχανα των κοριτσιών να δένουν πάνω στο ρυθμό του κομματιού που παίζει εδώ και ώρα και προσπαθώ να υπολογίσω το ποσό που σχηματίζουνε τα κέρματα που τόσα χρόνια έχουν σωρευτεί στον πάτο της λεκάνης. Η φοντάνα ντι τρέβι των καμένων που τη φωτιά ποτέ δε φοβηθήκανε. Δεν ξέρω ποιος ξεκίνησε το έθιμο, ούτε γιατί όλοι οι άλλοι ύστερα τον μιμήθηκαν. Ξέρω όμως που έχουν καταλήξει όλες εκείνες οι ευχές που οι θαμώνες αυτού του μαγαζιού δοκίμασαν να κάνουν, την ώρα που αδειάζανε την κύστη τους μαζί με το μυαλό τους. Μια γενιά ελπίδες μες στους λαβύρινθους του αποχετευτικού συστήματος μιας πόλης χτισμένης πάνω στα σκατά, μιας χώρας μες στους βόθρους. Πάω να βγω και τότε βλέπω αυτό το ποίημα γραμμένο πλάι στην πόρτα:
Τόσο καιρό που έψαχνες να βρεις ποτό πιο δυνατό
να φύγεις, να μεθύσεις,
αναρωτήθηκες ποτέ τι ήταν εκείνο που με το αλκοόλ
τόσο επιπόλαια σε δύναμη συνέκρινες;
Εσένα, την εκάστοτε στιγμή ή μήπως κάτι άλλο;
Δευτέρα βράδυ. Ο Γεώ έχει ακουμπήσει πάνω στο μπαρ τη φωτογραφική του μηχανή και προσποιείται πως βγάζει τα κορίτσια. Μπαίνω άθελά μου μες στο πλάνο του. Με βλέπει και τρομάζει.
-Τι έπαθες, ρε; Είσαι σα να είδες μόλις φάντασμα.
-Νομίζω… Κάτι τέτοιο.
Δευτέρα βράδυ. Είμαι στο Posh με τον Γεώ και πίνουμε. Στο πόδια μας δυο σάκοι ταξιδιωτικοί, πλάι στα ποτήρια μας λίγα τσαλακωμένα λέβα. Στο χέρι μου μια μινιατούρα μεταλλική κατασκευή, μια μπρούντζινη ομπρέλα. Αγορασμένη σε μια υπαίθρια της Σόφιας αγορά. Δώρο αφηρημένο.
-Τι λέει; Αποφάσισες σε ποια θα την χαρίσεις;
-Δώρο τη άγνωστη θεά…
-Τι εννοείς; Ποια είναι αυτή;
-Κάτι δικά μου, άσε…
Δευτέρα βράδυ. Στην άλλη άκρη αυτού του μπαρ τρεις άγνωστες με συζητάν. Η πιο ωραία από τις τρεις θα μου γκρινιάξει κάποτε πως απόψε κοιτώ μόνο τις φίλες της κι αυτήν δεν την προσέχω.
-Ποιες είναι αυτές; Τις ξέρεις;
-Όχι ακόμα. Έχουμε καιρό. Καλά-καλά δεν άρχισε ούτε το καλοκαίρι.
Δευτέρα βράδυ. Κλείνω τα μάτια και σφίγγω την ομπρελίτσα περισσότερο. Φτιάχνω μια λίστα στο μυαλό. Όλα αυτά τα βράδια μες στο Posh, όλα αυτά τα όμορφα κορίτσια. Όλα τα ερωτικά φιλήματα που αποτέθηκαν στα χείλη μου, όλα, μα όλα όμως, τα μαντήλια των αποχωρισμών μου που ανέμισαν μέσα στην καρδιά μου. Αδειάζω το ποτήρι μου, αφήνω το σκαμπώ μου.
-Που πας, μωρέ; Βαρέθηκες;
-Θέλω να κατουρήσω.
Δευτέρα βράδυ. Μέσα στα θρυλικά αποχωρητήρια του Posh. Οι ρωγμές και τα συνθήματα στους τοίχους θυμίζουνε ακόμα όλες τις ένδοξες αλλά και τις ελεεινές σκηνές που εδώ διαδραματίστηκαν. Ακούω από έξω τα κυματιστά τα χάχανα των κοριτσιών να δένουν πάνω στο ρυθμό του κομματιού που παίζει εδώ και ώρα και προσπαθώ να υπολογίσω το ποσό που σχηματίζουνε τα κέρματα που τόσα χρόνια έχουν σωρευτεί στον πάτο της λεκάνης. Η φοντάνα ντι τρέβι των καμένων που τη φωτιά ποτέ δε φοβηθήκανε. Δεν ξέρω ποιος ξεκίνησε το έθιμο, ούτε γιατί όλοι οι άλλοι ύστερα τον μιμήθηκαν. Ξέρω όμως που έχουν καταλήξει όλες εκείνες οι ευχές που οι θαμώνες αυτού του μαγαζιού δοκίμασαν να κάνουν, την ώρα που αδειάζανε την κύστη τους μαζί με το μυαλό τους. Μια γενιά ελπίδες μες στους λαβύρινθους του αποχετευτικού συστήματος μιας πόλης χτισμένης πάνω στα σκατά, μιας χώρας μες στους βόθρους. Πάω να βγω και τότε βλέπω αυτό το ποίημα γραμμένο πλάι στην πόρτα:
Τόσο καιρό που έψαχνες να βρεις ποτό πιο δυνατό
να φύγεις, να μεθύσεις,
αναρωτήθηκες ποτέ τι ήταν εκείνο που με το αλκοόλ
τόσο επιπόλαια σε δύναμη συνέκρινες;
Εσένα, την εκάστοτε στιγμή ή μήπως κάτι άλλο;
Δευτέρα βράδυ. Ο Γεώ έχει ακουμπήσει πάνω στο μπαρ τη φωτογραφική του μηχανή και προσποιείται πως βγάζει τα κορίτσια. Μπαίνω άθελά μου μες στο πλάνο του. Με βλέπει και τρομάζει.
-Τι έπαθες, ρε; Είσαι σα να είδες μόλις φάντασμα.
-Νομίζω… Κάτι τέτοιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου