Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

η συγκατοίκηση

Νοέμβριος 2009. Αν η μακρά αυτή περίοδος, που ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια και πρόκειται να ολοκληρωθεί το καλοκαίρι του 2012, αποτελεί τον προσωπικό μου μεσοπόλεμο, τώρα, εδώ, στα μισά περίπου της ειρηνικής αυτής εξαετίας βρίσκεται και το οικονομικό –κυρίως, αλλά όχι μόνο φυσικά- κραχ, που θα δημιουργήσει και τις συνθήκες για τη διεξαγωγή του επόμενου πολέμου μου. Συνθήκες που, λόγω ενός παραπλανητικού κι απατηλού νιου ντηλ, που θα εγκαινιάσω με την έναρξη σχεδόν του 2010, θα αργήσω ακόμα δυστυχώς πολύ στα σοβαρά να τις πάρω κάπως πιο στα σοβαρά και να τις αντιμετωπίσω, και κρύβοντάς τες επιπόλαια κάτω από το μαγικό χαλάκι μου, θα συντελέσουνε μοιραία στο μεγαλύτερο ίσως βραχυκύκλωμα της και καλά ενήλικης ζωής μου. Αλλά ας πάρουμε από την αρχή τα πράγματα. Η διάλυση του πλέον σοβαρού και του μόνου συμβιωτικού δεσμού μου την περασμένη άνοιξη –στα φανερά ποτέ μου δεν την επιδίωξα, αλλά δεν έκανα και τίποτα για να την αποφύγω- με έχει οδηγήσει σε μία κραυγαλέα κρίση δονζουανισμού, που θα προσδώσει στην ερωτική μου δραστηριότητα συλλεκτικές –σχεδόν ιμπεριαλιστικές- διαστάσεις. Και ενώ συγγραφικά, επαγγελματικά, ακόμα και όσον αφορά τα θέματα υγείας μου γνωρίζω, την μια μετά την άλλη, ήττες πικρές και ταπεινωτικές, αρνούμαι να δώσω την πρέπουσα σημασία, αναλωνόμενος σε μία αυτοκαταστροφική μονοπρόσωπη σαπουνόπερα με υπότιτλους που παίζουν ασυγχρόνιστα και που κανείς ποτέ δε θέλησε στ’ αλήθεια να την καταλάβει. Κι όμως τα ποσοστά της τηλεθέασής της θα παραμείνουν για ακόμα ένα χρόνο εξαιρετικά υψηλά, πράγμα που ακόμα βοηθά στου ορθολογισμού μου το ξεγέλασμα. Με άλλα λόγια, έχω πολλές, αμέτρητες ιστοριούλες για να διηγηθώ από αυτήν την σπάταλη εποχή, αλλά την ιστορία τη δική μου την πραγματική δε καταφέρνω ακόμα να θυμηθώ σε ποιο σημείο ακριβώς την εγκατέλειψα. Και επειδή η ταξιδιοφοβία, που ο πρώτος ο μεγάλος πόλεμος μού κληροδότησε με έχει οδηγήσει σε έναν ηλίθιο, οικτρό απομονωτισμό που ξεκινάει από το γραφείο μου και καταλήγει στην περιοχή των Παλαιών –ή μάλλον το αντίστροφο- η αναγκαία απόδραση, για ακόμα μια φορά, έρχεται μόνον δια της οδού των ουσιών, με ό,τι άλλο αστείο ή τρομακτικό ετούτο συνεπάγεται.

Παρασκευή μεσημέρι. Τσιπουράδικο «η Κερασιά». Παρέα με το Χρήστο και δυο κορίτσια του προσωπικού. Ένα ηλιόλουστο γλυκανισούχο διάλειμμα ανάμεσα στα βραδινά ατέλειωτα χρωματιστά μου ξύδια στο παρακείμενο κατάστημα. Ο πλάτανος, που κάποτε μας έκρυβε, τώρα έχει πια για πάντα απογυμνωθεί και όλα του Posh τα μυστικά έχουνε βγει στη φόρα. Η μια από τις δύο κοπελιές, η πιο καινούρια προφανώς, σκύβει με τρόπο προς το μέρος μου.

-Γιάννη, γιατί σε λένε προσωπάρχη τα παιδιά;
-Θα δεις. Θα μάθεις σύντομα…

Παρασκευή απόγευμα. Οι νεαρές συντρόφισσές μας έχουνε φύγει να πάνε να παρακολουθήσουν κάποιο μάθημα κι έχουμε μείνει μόνοι με μια στρατιά από άδεια εικοσπεντάρια ανάμεσά μας που μοιάζουνε με πιόνια κάποιου φαιδρού επιτραπέζιου. Το σκάκι των καμένων. Νυστάζω, αλλά βαριέμαι να περπατήσω ως το σπίτι μου – το δίπλωμα οδήγησης μού έχει πια οριστικά αφαιρεθεί για λόγους που δε χρειάζονται περαιτέρω εξήγηση νομίζω. Άλλωστε, σε λίγη ώρα θα «πρέπει» να επιστρέψω. Ο Χρήστος έχει πια μετακομίσει σε αυτήν την όμορφη την μονοκατοικία απέναντι, που την είχα βάλει από καιρό στο μάτι, και δεν έχει τέτοιους προβληματισμούς. Αδειάζω το τελευταίο μπουκαλάκι και το τοποθετώ μπροστά στα μούτρα του. Ώρα να κάνει αυτός την κίνησή του.

-Ξέρεις, το σπίτι είναι μεγάλο. Σκέφτομαι να ρίξω τοίχο, να το νοικιάσω το μισό. Τι λες; Δε μένεις και εσύ εδώ, να μην πηγαινοέρχεσαι;

Παρασκευή βράδυ. Στο Posh ο κόσμος λιγοστός. Θα παίζει μάλλον κάποιο πάρτυ στις σχολές, είναι κι αυτή η εποχή πριν τις γιορτές παραδοσιακά πεσμένη. Ο Χρήστος έπεσε από νωρίς να κοιμηθεί και με άφησε μονάχο μου πάλι να αλωνίζω. Ο μπάρμαν και ο ντι-τζέι επιμελώς στοχάζονται ως προς το τι θα παίξουν αύριο στο στοίχημα. Η μια από τις δύο σερβιτόρες την κοπάνησε να πάει να βρει τους φίλους της, η άλλη –η πιο περίεργη- έμεινε και βαριέται.

-Θα σε έχουμε γείτονα, λοιπόν; Το έχεις δει το σπίτι;
-Όχι, αλλά σας εμπιστεύομαι. Γιατί; Εσύ το είδες;
-Υπάρχει εδώ ένα δεύτερο κλειδί. Πάμε να σου το δείξω;

Νοέμβριος 2009. Το σπίτι αυτό το κατοικούσα ανέκαθεν, πριν καν μετακομίσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου