Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Αύγουστος 2004. Τρελό
καλοκαιράκι. Με άφησε εκείνο το ταξί δύο στενά πιο κάτω. «Καλύτερα, φίλε,
να συνεχίσεις μόνος σου», μου είπε ο ταρίφας. Εσύ είχες βγει κι είχες αράξει
στα σκαλιά. Φορούσες μονάχα το μαγιώ σου. «Άργησες», είπες και με
μάλωσες. Εγώ δε βρήκα κάτι για να πω. Είχα ξεχάσει εκεί στο μέλλον, μακριά,
κάθε δικαιολογία. «Που είναι τα εισιτήρια;» Τι λες; Ποια εισιτήρια; Μάταια
προσπαθώ να θυμηθώ. Που λέγαμε να πάμε; Ήταν η Φολέγανδρος; Τα
Κύθηρα; Η Μήλος; Μήπως η Ελαφόνησος; Πάντα η Ελαφόνησος. Πήγα –θα
πάω δηλαδή- αλλά χωρίς εσένα. Το βράδυ, Γιάννη, ξέχασες; Μου έταξες πως
θα με πας. Κάπου που να μην έχω ξαναπάει ποτέ. Ούτε στα όνειρά μου.
Κάπου που άλλος άνθρωπος δεν πάτησε ακόμα. Και τότε ήρθε η υπόσχεση
και διέλυσε το σύμπαν. Θυμήθηκα. Θυμάμαι. Πάμε! Τώρα, όσο ακόμα είναι
ψηλά. Όσο μπορούμε ακόμα να πετάξουμε. Σήκω, σου λέω! Φύγαμε! Στον
ήλιο! Στην ταράτσα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου