Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Αύγουστος του 2007 και μόλις
είχαμε γυρίσει από την Κρήτη. Ήθελες να μου δείξεις το σπίτι όπου
μεγάλωσες. Ήταν στην Αγία Παρασκευή. Για κάποιο λόγο μου φάνηκε οικεία
η γειτονιά σου. Φτάσαμε και παρκάραμε μπροστά στο σπίτι ακριβώς.
Αύγουστος ήταν, είπαμε, η πόλη είχε αδειάσει. Σε είχε πιάσει ένας
ενθουσιασμός ακατανόητος. Δεν ήξερα αν το διασκέδαζες ή αν
στεναχωριόσουν. Μου έδειχνες από έξω τους τοίχους του σπιτιού και
προσπαθούσες να με ξεναγήσεις στων αναμνήσεων σου τον παράδεισο. Και
όμως, το αισθάνθηκα πως κάποια κόλαση εφηβική εκεί τριγύρω ακόμα
τριγυρνούσε. Σε άφησα μονάχη να παραμιλάς. Νομίζω μάλιστα πως δάκρυσες – δεν ήθελες να σε κοιτάζω. Έκανα μόνος έναν γύρω του σπιτιού,
μήπως και ανακαλύψω κάτι που πολύ εμένα να ενδιέφερε. Κάτι που να
ερμήνευε με άλλα λόγια λογικά αυτήν την οικειότητα που ένιωθα. Λες κι
ήταν το δικό μου πατρικό. Λες κι έμενε, κάποτε παλιά, η πρώτη αγαπημένη
μου μέσα σε αυτό το σπίτι. Στο πίσω μέρος του σπιτιού υπήρχε μια μικρή
αυλή. Κάποιος είχε αφήσει την σιδερένια πόρτα της μισάνοιχτη. Την έσπρωξα
και μπήκα. Το σπίτι είχε από χρόνια πια εγκαταλειφτεί. Κανείς δεν το
ξανακατοίκησε. Έμοιαζε λες και η οικογένειά σου το άφησε και έφυγε για να
γλυτώσει μιαν άγνωστη καταστροφή – μάλλον σας κάναν φάρσα. Σκόνταψα
πάνω σε κάτι μέσα στη ζούγκλα του οικογενειακού μικρόκοσμου και έσκυψα
να το μαζέψω. Ήτανε ένα μουσικό κουτί. Σάπιο και σκουριασμένο. Κι όμως,
το κούρδισα κι αυτό ανταποκρίθηκε. Την ήξερα αυτήν τη μελωδία. Εκεί, στην
πίσω αυλή, του εγκαταλειμμένου σου σπιτιού, τη μέρα εκείνη, εκείνου του
καλοκαιριού που πέρασα στο σπίτι σου, έμαθα όλα αυτά που μου έλειπαν
από όσα ήθελα για σένα να γνωρίζω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου