Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Είχα αρχίσει να εμφανίζω τα
συμπτώματα αυτής της ενοχλητικής αρρώστιας. Προσπάθησα να σου το
κρύψω στην αρχή, αλλά εσύ σύντομα με κατάλαβες. Τα βράδια, μου έλεγες,
παραμιλούσα σε άγνωστες γλώσσες μες στον ύπνο μου. Πες μου, τι με
άκουσες να λέω; σε ρώτησα εγώ - αγχώθηκα. Ήτανε μάλλον που φοβήθηκα
μήπως προδώσω κάποια των άλλων μυστικά, από αυτά που μέσα κρατώ για
πάντα φυλαγμένα. «Δεν ξέρω», μου απάντησες. «Ήτανε κάτι σαν λατινικά.
Έτσι μου φάνηκε, τουλάχιστον. Αλήθεια, ποιος παραμιλά σε πεθαμένες
γλώσσες;» Είναι που στα όνειρά μου κάνω παρέα με νεκρούς. Τα μεταφράζω
όλα στα λόγια τους, μπας και τους καλοπιάσω. «Ξέρω τι σου χρειάζεται»,
είπες και μου έδειξες μια πόρτα μυστική, κρυμμένη πίσω από την ντουλάπα
σου. «Μπες εδώ μέσα και περίμενε!» Μπήκα μες στο κλειστό δωμάτιο.
Νόμιζα πως θα ερχόσουν και εσύ, μα έκλεισες πίσω από την πλάτη μου την
πόρτα και με κλείδωσες. Και ύστερα σε άκουσα να σπρώχνεις την ντουλάπα
μακριά, να αφήνεις την κλειδαρότρυπα ελεύθερη. Ήθελες να σε βλέπω. Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι. Σκυμμένος εκεί, στην έκπληκτη εκείνη
κλειδαρότρυπα. Να προσπαθώ να βρω τι σήμαινε όλη αυτή η βρώμικη
χορογραφία που συνέθετες μόνη τις νύχτες πάνω στο κρεβάτι σου. Μέχρι
που κάποιο βράδυ –θα με είχε πάρει ο ύπνος και μάλλον δε σε άκουσα- σε
είδα ξαφνικά να στέκεσαι σχεδόν γυμνή πάνω από το κεφάλι μου. Σε είδα
που χαμογελούσες και κατάλαβα. Τι έλεγα, σε ρώτησα, βέβαιος πως ήτανε
για ακόμα μια φορά του ύπνου μου τα ιδρωμένα λόγια που σε είχανε πάλι
διασκεδάσει. «Βγάλε και το εσώρουχό σου!», είπες. Μα δε φοράω τίποτα.
«Όχι εσύ, χαζέ! Εγώ. Αυτό σε άκουσα να λες. Στα ζωντανά πια τώρα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου