Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Εσύ είχες πια από καιρό φύγει
για την Αγγλία. Μου έγραφες να έρθω στο Λονδίνο να σε βρω, μα κάθε φορά
που άρχιζα να φτιάχνω τις αποσκευές, άλλαζες γνώμη και μου έλεγες
«περίμενε, δεν είναι ακόμα η κατάλληλη στιγμή, δεν ήρθε η ώρα ακόμα».
Βαρέθηκα να περιμένω και είπα να φέρω κι εσένα και το Λονδίνο ακόμα και
την ώρα, τη στιγμή εδώ, πίσω στη γειτονιά σου. Άργησα λίγο το σπίτι σου να
βρω. Μπερδεύτηκα. Δεν ήξερα ποια έξοδο της Μεσογείων να διαλέξω.
Ξεκίνησα τότε τον κόσμο να ρωτώ. Και επειδή δεν τη θυμόμουν τη
διεύθυνση, τους έλεγα «συγνώμη, μήπως ξέρετε που μένει το κορίτσι;» Οι
απαντήσεις τους ελάχιστα βοήθησαν και τότε άρχισα το όνομά σου να
φωνάζω. Μα εσύ δεν ήσουνα εκεί. Το σκέφτηκα ξανά καλύτερα. Έπρεπε
μάλλον να φωνάξω δυνατότερα. Να ουρλιάξω την επιθυμία μου. Τα τείχη να
γκρεμίσω. Να ταξιδέψει η φωνή πάνω από την Αδριατική, τις Άλπεις να
περάσει, να κάνει στάση στο Παρίσι για καφέ –ίσως εκεί να έβρισκε εκείνο το
δαχτυλίδι που είχες χάσει- να βγει στη Μάγχη ορθόπλωρη, να ανεβεί τον
Τάμεση, το Ίσλιγκτον να βρει ανυπεράσπιστο και να το εμβολίσει. Ξέρεις, στην ιστορία τη δική μας, τείχη στ’ αλήθεια δεν υπήρξανε ποτέ. Το μόνο
τείχος ήταν η απόσταση. Το σπίτι σου, όμως, ακόμα ήτανε εκεί, στη θέση του.
Με άκουσε, με είδε, μου απάντησε. Ήταν μπροστά στα μάτια μου. Τόσην ώρα
κύκλους έκανα. Δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Δε μου άρεσαν τα εύκολα. Μια
πρόκληση ζητούσα. Χτύπησα το κουδούνι σου. Είδα, ακόμα έγραφε πάνω του
το όνομά σου. Κανείς μέσα δεν ήτανε. Και τότε το διέρρηξα. Σήμερα πλέον
είναι αργά. Πάει, τελειώνει ο Αύγουστος. Και άλλα αστεία ψέματα δεν
προλαβαίνω πια να σου κατασκευάσω. Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο
σπίτι σου. Το ξέρεις πως εκεί, σε εκείνο το παλιό, το παιδικό κρεβάτι σου,
ακόμα κοιμάται η σκιά σου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου