Την άλλη μέρα την πέρασα ολόκληρη επάνω στο κρεβάτι της φωνής, η οποία πια δεν ήταν μόνο μια φωνή, αφού μετά την ιστορία μου γύρισε και μου έδειξε το πρόσωπό της και ύστερα το σώμα της.
Κάποια στιγμή, εκεί, επάνω στο κρεβάτι της, θυμήθηκα το τηλεφώνημα και ζήτησα να μάθω ποιος ήτανε ο λόγος που με κάλεσε. Αυτή, σαν να είχε λησμονήσει να κάνει ή να πει κάτι πολύ σημαντικό, τινάχτηκε αμέσως όρθια κι
έτσι γυμνή
άρχισε να ψάχνει μέσα στα συρτάρια της. Εγώ, που μέχρι τότε νόμιζα ότι ο λόγος της αυτός δεν ήτανε παρά μονάχα μία πρόφαση, πως δεν υπήρχε λόγος, ξαφνιάστηκα και αφού ανασηκώθηκα πάνω στα μαξιλάρια, περίμενα να αποκαλυφθεί η λύση ενός μυστηρίου, που πίστευα πως είχα ήδη καταργήσει και μόνο με την παρουσία μου.
Αφού ξεσήκωσε ολόκληρο το σπίτι, το βλέμμα της έπεσε πάνω στον σάκο μου. Τον άρπαξε, τον άνοιξε, χωρίς να με ρωτήσει
, και άρχισε να τον ψαχουλεύει αδιάκριτα. Δυο-τρία ρούχα, που είχα ρίξει μέσα βιαστικά, έτσι για να υπάρχουν, τα πέταξε από το παράθυρο και ύστερα, κάτω από άχρηστα χαρτιά και ενθύμια διάφορα, ξετρύπωσε εκείνο το γαλάζιο σημειωματάριο που πάντα μαζί μου κουβαλάω.
Όταν επέστρεψε μαζί του δίπλα μου ξανά, κατάλαβα πως η πραγματική περιπέτεια άρχιζε μόλις εκείνη τη στιγμή. Πως όλα όσα είχανε προηγηθεί δεν ήταν παρά ο πρόλογος αυτής της ιστορίας. Ξάπλωσε δίπλα μου, και ακουμπώντας το τετράδιο πάνω στο στήθος μου, άρχισε να το ξεφυλλίζει. Όλες του οι σελίδες ήταν μουτζουρωμένες, γεμάτες από λέξεις δυσανάγνωστες, γραμμένες σε μια γλώσσα που είχα πια ξεχάσει. Κάποια στιγμή σταμάτησε και μου έδειξε
μία λευκή σελίδα.
«Διάβασε εδώ»
, μου είπε. Μα δεν υπάρχει τίποτα. «Το ξέρω. Αν υπήρχε, δεν θα υπήρχες τώρα εσύ εδώ. Για αυτό σου τηλεφώνησα. Για αυτό σου ζήτησα να έρθεις όσο πιο γρήγορα γινότανε. Διάβασε τώρα! Δυνατά και καθαρά. Διάβασε! Σε ακούω…»
Πήρα στα χέρια το τετράδιο. Σήκωσα την κενή σελίδα του στο φως, ελπίζοντας πως έτσι θα αποκάλυπτα το μυστικό που το εκείνο το χάρτινο κενό τόσο καλά προστάτευε. Όχι, δεν είδα τίποτα. Δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Να αποδεχτώ την ήττα μου. Εκείνη έβαλε
το χέρι της
ανάμεσα στα πόδια μου. «Καλά τα πήγες ως εδώ, μα αν θες να συνεχίσεις, πρέπει να βρεις μια αφορμή καλύτερη από ένα τηλεφώνημα ανώνυμο. Χρειάζεσαι έναν λόγο. Ο λόγος βρίσκεται εδώ, μπροστά στα μάτια σου. Αν δεν τον βλέπεις, αν δεν γνωρίζεις, αν δεν θυμάσαι, μάντεψε! Παίξε καλά! Σειρά σου. Μα κάνε λίγο γρήγορα. Ο χρόνος σου τελειώνει», είπε και δάγκωσε
τα χείλη της.
Όλο το αίμα μου είχε συγκεντρωθεί εκεί, μες στην παλάμη της. Ήθελα τόσο πολύ ξανά να την φιλήσω. Μα ήξερα πως οι δοκιμασίες δεν θα τελειώνανε ποτέ, αν δεν εξόρκιζα οριστικά ετούτη την κατάρα. Αν της λευκής σελίδας το μυστήριο δεν έλυνα. Αν δεν της διάβαζα την άγραφη ιστορία.
Την έφερα όσο γινόταν πιο κοντά στα μάτια μου. Το φως της μέρας που ερχόταν πάνω μας από το ανοιχτό παράθυρο άρχισε να γεμίζει τα κενά με το αντεστραμμένα γράμματα της άλλης πλευράς του φύλλου. Και τότε η όρασή μου ξαφνικά πλημμύρισε από το μελάνι τους. Κατάλαβα πως έτσι, όχι μονάχα μπορούσα να διαβάσω, μα και να βγάλω κάποιο
νόημα
. Να δώσω ένα νόημα σε αυτήν τη νέα μέρα. Να χτίσω πάνω στο νόημα αυτό έναν καινούριο κόσμο.
Μπορεί τα γράμματα αυτά να έφτιαχναν λέξεις ανυπόστατες. Μπορεί αυτές οι λέξεις να μην σχημάτιζαν κάποιες προτάσεις λογικές. Μπορεί εκείνες οι προτάσεις να μην συνέθεταν μια ιστορία που να έχει τέλος και αρχή,
κάποιο σημείο να πιαστείς, να την κρατήσεις κάπως. Μα τώρα το έβλεπα, ολοένα και πιο καθαρά, πως είχε έναν ήρωα, ο οποίος, όχι, ακόμα δεν ήμουνα εγώ, μα που μπορούσα, διαβάζοντάς την δυνατά και καθαρά, κάποια στιγμή να γίνω.
Ο ήρωας ήτανε το φως. Όχι το φως ως έννοια αφηρημένη και αόριστη - το φως που είχα μπροστά μου. Το φως της μέρας που ερχόταν πάνω μας από το ανοιχτό παράθυρο. Γύρισα και την κοίταξα.
«Λοιπόν»,
αυτή μου είπε. Άρχισα να της διαβάζω αυτό που τόσην ώρα, τόσο καιρό είχα μπροστά στα μάτια μου. Άρχισα να της αφηγούμαι αυτό ακριβώς που ήθελε να ακούσει. Το οποίο πήγαινε
ως εξής: Σήκω, πάμε μια βόλτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου