Τον Δεκέμβριο του 2003 βρέθηκα στην Περούτζια. Ήταν ένας φίλος μου που σπούδαζε εκεί και πήγα για λίγες μέρες να με φιλοξενήσει. Ο φίλος, καλό παιδί, παλιός συμμαθητής μου από το Γυμνάσιο, θέλησε να με ξεναγήσει στην πρωτεύουσα της Ούμπρια και να μου δείξει όλα τα μνημεία και τα αξιοθέατά της.
Τις δυο πρώτες μέρες συνέχεια γυρίζαμε μαζί και δεν αφήσαμε μουσείο και καθεδρικό που να μην επισκεφτούμε. Είχε και μια έκθεση κάπου, θυμάμαι, σε μια αίθουσα με έργα του Τισιάνο. Πολύ ωραία, δεν λέω.
Την Τρίτη μέρα ο φίλος έπρεπε να πάει στο πανεπιστήμιο και έτσι με άφησε να τριγυρίσω και λίγο μόνος μου, επιτέλους. Επειδή τα βασικά τα είχα ήδη όλα δει, είπα να ψάξω να βρω τίποτα λιγότερο γνωστό που όμως να αξίζει. Έτσι, έψαξα σε έναν τουριστικό οδηγό, που βρήκα στη βιβλιοθήκη του οικοδεσπότη μου, και είδα πως υπάρχει μια παλιά μεσαιωνική γέφυρα, πέτρινη εννοείται, λίγο έξω από τα τείχη του ιστορικού κέντρου, η οποία, έλεγε ο οδηγός, είναι συνδεδεμένη με έναν θρύλο εξίσου παλιό, όπως αυτή, κι ίσως εξίσου πέτρινο.
Αφού, λοιπόν, ήπια δυο-τρεις εσπρέσο σε ένα καφέ σε μια στοά, που το είχε μια γυναίκα που έμοιαζε με την βασίλισσα Ελισάβετ –όχι τη μάνα του Καρόλου, την άλλη, την παλιά, την ελισαβετιανή, που λένε- και που την έλεγαν Ελιζαμπέττα και αυτήν, και ήξερε να δίνει οδηγίες, να βρίσκουν οι τουρίστες εύκολα τα μεσαιωνικά μνημεία, ξεκίνησα να πάω να βρω το αξιοθέατο αυτό, που μάλλον και οι ίδιοι οι Περουτζιανοί το είχανε ξεχάσει.
Στο δρόμο, όμως, χάθηκα και ύστερα από μια μακρά και άσκοπη περιπλάνηση –πρέπει να έκανα κύκλους ατελείωτους, αφού το σέντρο ιστόρικο της πόλης δεν είναι και τεράστιο- κατέληξα στον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου, κατάκοπος πια, γευμάτισα χαζεύοντας τα τρένα και τους επιβάτες τους.
Την ώρα που μασουλούσα το πανίνι μου, το μάτι μου έπεσε πάνω σε έναν πίνακα που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι, πίσω από τις αποβάθρες. Έτσι όπως εναλλάσσονταν μπροστά μου οι συρμοί και λόγω της απόστασης –ακόμα δεν ήξερα πως έχω αστιγματισμό- μόλις που τον διέκρινα.
Μου άρεσε το σχήμα και τα χρώματά του, η αίσθηση που δημιουργούσε εκεί, ανάμεσα στα τρένα και τους διερχόμενους, αλλά μου ήταν αδύνατο να καταλάβω από τόσο μακριά τι ακριβώς αναπαράσταινε. Κι επίσης, μου ήταν απολύτως ανεξήγητο το ότι είχανε οι Ιταλοί έτσι απλά κρεμάσει ένα έργο τέχνης μέσα σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό, όπου κανένας δεν φαινόταν να το πρόσεχε και να το εκτιμούσε.
Σηκώθηκα από το παγκάκι όπου καθόμουνα, κατέβηκα της σκάλες, διέσχισα την υπόγεια διάβαση και βγήκα στην απέναντι πλευρά για να γνωρίσω από κοντά μία από τις πιο μεγάλες μου εμμονές, αν όχι και την μεγαλύτερη, που τότε ακόμα αγνοούσα. Στη θέση αυτού που εγώ είχα περάσει για πίνακα ζωγραφικής υπήρχε μια μεταλλική επιφάνεια, που είχε κολλημένες πάνω της διάφορες αφίσες και ανακοινώσεις, παλιές οι περισσότερες, σκισμένες και αλληλοκαλυπτόμενες με τέτοιον τρόπο που συνέθεταν μια μάζα τρισδιάστατη, πολύχρωμη, γεμάτη από κραυγαλέα και αντικρουόμενα μηνύματα, που όλα μαζί ερχόντουσαν και έδεναν με ένα σύνθημα γραμμένο με κόκκινη μπογιά που κάποιος είχε περάσει από πάνω τους.
Στάθηκα αποσβολωμένος να κοιτώ αυτό εκεί το πράγμα και προσπαθούσα να δώσω μια απάντηση σε ένα ερώτημα που ακόμα κανείς δεν μου είχε θέσει. Γιατί δεν έφευγα; Γιατί δεν απογοητεύτηκα; Γιατί το λάθος μου αυτό μου είχε τόσο αρέσει;
Την ώρα εκείνη μπήκε στο σταθμό ένα ακόμα τρένο και ο μηχανοδηγός του διάλεξε τον τελευταίο διάδρομο για να το προσαράξει. Το τρένο σταμάτησε ακριβώς πίσω από την πλάτη μου, ανοίξανε οι πόρτες του και άρχισαν να κατεβαίνει ο κόσμος.
Ενώ περνούσαν από δίπλα μου, σέρνοντας τις αποσκευές τους, χειρονομώντας και φωνάζοντας, όπως το συνηθίζει αυτός ο έξαλλος λαός, εγώ έβγαλα από την τσέπη του παλτού μου τη φωτογραφική μου μηχανή, έκανα ένα βήμα πίσω και φωτογράφισα για πρώτη μου φορά ένα κομμάτι τοίχου. Κάποιος επιβάτης σκόνταψε άθελά του πάνω μου και ύστερα γελαστός, αφού έριξε μια βιαστική ματιά πρώτα στη μηχανή και ύστερα στο θέμα μου, μου φώναξε κάτι που τότε στα αυτιά μου ακούστηκε σαν «ρε άνθρωπε, τι βγάζεις;».
Ακόμα δεν είχα συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που έκανα και η αλήθεια είναι πως εάν δεν ήταν και τόσο ρητορική εκείνη η ερώτηση, δεν θα είχα εκείνη τη στιγμή μια σοβαρή απάντηση να δώσω. Πάντως, αμέσως ένιωσα να με καταλαμβάνει μια αίσθηση πρωτόγνωρη, σαν να είχα μόλις ανακαλύψει μία χαμένη ήπειρο και ταυτόχρονα σαν να είχα διαπράξει κάποια παρανομία, που ωστόσο καμιά ποινική νομοθεσία δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να ασχοληθεί μαζί της.
Η αποβάθρα άδειασε μέσα σε ελάχιστα λεπτά και απέμεινα και πάλι μόνος μου. Κοίταξα προσεκτικά τριγύρω μου, να δω αν κάποιος με παρακολουθεί και στη συνέχεια έκρυψα πάλι τη φωτογραφική μου μηχανή μέσα στην τσέπη μου και απομακρύνθηκα όσο γινότανε πιο γρήγορα από το εκείνο το έργο τέχνης, το τόσο ανεπανάληπτα εκφραστικό και τόσο σπαρακτικά εφήμερο. Αυτόν τον πίνακα που μόνο εγώ κατόρθωσα να δω, την ώρα που ολόκληρος ο κόσμος περνούσε διπλά του χωρίς να τον προσέξει. Όχι, αυτό δεν ήτανε απλώς μια ανακάλυψη.
Μέχρι να βγω ξανά στο δρόμο, έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό, είχα ήδη αποκρυπτογραφήσει τα μυστηριώδη αίτια εκείνου του ενθουσιασμού, που ελάχιστα λεπτά νωρίτερα θα μου φαινόταν τόσο παράλογος και κωμικός. Είχα μόλις απεκτήσει την δική μου υπερδύναμη. Μπορεί να μην είχα καταφέρει να γίνω εγώ ο ίδιος αόρατος, όπως πάντα ονειρευόμουν, αλλά με κάποιον τρόπο ανεξήγητο είχε γίνει αόρατο το βλέμμα μου. Κανείς ποτέ του δεν θα μάθαινε τι έβλεπα εκεί όπου όλοι νόμιζαν ότι απλώς κοιτούσα. Κανένας δεν θα καταλάβαινε ποτέ τι είναι αυτό που στο εξής κάθε φορά θα προσπαθούσα να απομονώσω μέσα στο φακό μου.
Στο δρόμο της επιστροφής κοιτούσα πλέον διαφορετικά σχεδόν τα πάντα γύρω μου. Κοντοστεκόμουν μπροστά στους τοίχους με τις σκισμένες αφίσες και τα μισοτελειωμένα συνθήματα και τους παρατηρούσα με ύφος τεχνοκριτικού, που φρόντιζα να το αλλάξω αμέσως με εκείνο του συλλέκτη, μόλις κάποιος περαστικός ερχόταν να σταθεί στο πλάι μου ή κάποιος από τους ενοίκους εκείνων των σπιτιών έβγαινε στο παράθυρο. Δεν ήθελα κανείς τους να υποψιαστεί τον θησαυρό που είχα ανακαλύψει. Δεν ήθελα με κανέναν τους να μοιραστώ την λεία μου.
Λίγο πριν φτάσω ξανά στο διαμέρισμα του φίλου μου, έκανα πάλι μία στάση στο καφέ της βασιλίσσης Ελισάβετ. Αυτή, όταν με είδε, με ρώτησε αμέσως πώς μου είχε φανεί η μεσαιωνική η πέτρινη η γέφυρα και αν είδα πως όντως ισχύει τελικά ο θρύλος που την συνοδεύει.
Έξω από το καφέ η νύχτα τύλιγε την Ούμπρια και η στοά χανότανε μέσα σε ένα γλυκό ημίφως.
Τις δυο πρώτες μέρες συνέχεια γυρίζαμε μαζί και δεν αφήσαμε μουσείο και καθεδρικό που να μην επισκεφτούμε. Είχε και μια έκθεση κάπου, θυμάμαι, σε μια αίθουσα με έργα του Τισιάνο. Πολύ ωραία, δεν λέω.
Την Τρίτη μέρα ο φίλος έπρεπε να πάει στο πανεπιστήμιο και έτσι με άφησε να τριγυρίσω και λίγο μόνος μου, επιτέλους. Επειδή τα βασικά τα είχα ήδη όλα δει, είπα να ψάξω να βρω τίποτα λιγότερο γνωστό που όμως να αξίζει. Έτσι, έψαξα σε έναν τουριστικό οδηγό, που βρήκα στη βιβλιοθήκη του οικοδεσπότη μου, και είδα πως υπάρχει μια παλιά μεσαιωνική γέφυρα, πέτρινη εννοείται, λίγο έξω από τα τείχη του ιστορικού κέντρου, η οποία, έλεγε ο οδηγός, είναι συνδεδεμένη με έναν θρύλο εξίσου παλιό, όπως αυτή, κι ίσως εξίσου πέτρινο.
Αφού, λοιπόν, ήπια δυο-τρεις εσπρέσο σε ένα καφέ σε μια στοά, που το είχε μια γυναίκα που έμοιαζε με την βασίλισσα Ελισάβετ –όχι τη μάνα του Καρόλου, την άλλη, την παλιά, την ελισαβετιανή, που λένε- και που την έλεγαν Ελιζαμπέττα και αυτήν, και ήξερε να δίνει οδηγίες, να βρίσκουν οι τουρίστες εύκολα τα μεσαιωνικά μνημεία, ξεκίνησα να πάω να βρω το αξιοθέατο αυτό, που μάλλον και οι ίδιοι οι Περουτζιανοί το είχανε ξεχάσει.
Στο δρόμο, όμως, χάθηκα και ύστερα από μια μακρά και άσκοπη περιπλάνηση –πρέπει να έκανα κύκλους ατελείωτους, αφού το σέντρο ιστόρικο της πόλης δεν είναι και τεράστιο- κατέληξα στον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου, κατάκοπος πια, γευμάτισα χαζεύοντας τα τρένα και τους επιβάτες τους.
Την ώρα που μασουλούσα το πανίνι μου, το μάτι μου έπεσε πάνω σε έναν πίνακα που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι, πίσω από τις αποβάθρες. Έτσι όπως εναλλάσσονταν μπροστά μου οι συρμοί και λόγω της απόστασης –ακόμα δεν ήξερα πως έχω αστιγματισμό- μόλις που τον διέκρινα.
Μου άρεσε το σχήμα και τα χρώματά του, η αίσθηση που δημιουργούσε εκεί, ανάμεσα στα τρένα και τους διερχόμενους, αλλά μου ήταν αδύνατο να καταλάβω από τόσο μακριά τι ακριβώς αναπαράσταινε. Κι επίσης, μου ήταν απολύτως ανεξήγητο το ότι είχανε οι Ιταλοί έτσι απλά κρεμάσει ένα έργο τέχνης μέσα σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό, όπου κανένας δεν φαινόταν να το πρόσεχε και να το εκτιμούσε.
Σηκώθηκα από το παγκάκι όπου καθόμουνα, κατέβηκα της σκάλες, διέσχισα την υπόγεια διάβαση και βγήκα στην απέναντι πλευρά για να γνωρίσω από κοντά μία από τις πιο μεγάλες μου εμμονές, αν όχι και την μεγαλύτερη, που τότε ακόμα αγνοούσα. Στη θέση αυτού που εγώ είχα περάσει για πίνακα ζωγραφικής υπήρχε μια μεταλλική επιφάνεια, που είχε κολλημένες πάνω της διάφορες αφίσες και ανακοινώσεις, παλιές οι περισσότερες, σκισμένες και αλληλοκαλυπτόμενες με τέτοιον τρόπο που συνέθεταν μια μάζα τρισδιάστατη, πολύχρωμη, γεμάτη από κραυγαλέα και αντικρουόμενα μηνύματα, που όλα μαζί ερχόντουσαν και έδεναν με ένα σύνθημα γραμμένο με κόκκινη μπογιά που κάποιος είχε περάσει από πάνω τους.
Στάθηκα αποσβολωμένος να κοιτώ αυτό εκεί το πράγμα και προσπαθούσα να δώσω μια απάντηση σε ένα ερώτημα που ακόμα κανείς δεν μου είχε θέσει. Γιατί δεν έφευγα; Γιατί δεν απογοητεύτηκα; Γιατί το λάθος μου αυτό μου είχε τόσο αρέσει;
Την ώρα εκείνη μπήκε στο σταθμό ένα ακόμα τρένο και ο μηχανοδηγός του διάλεξε τον τελευταίο διάδρομο για να το προσαράξει. Το τρένο σταμάτησε ακριβώς πίσω από την πλάτη μου, ανοίξανε οι πόρτες του και άρχισαν να κατεβαίνει ο κόσμος.
Ενώ περνούσαν από δίπλα μου, σέρνοντας τις αποσκευές τους, χειρονομώντας και φωνάζοντας, όπως το συνηθίζει αυτός ο έξαλλος λαός, εγώ έβγαλα από την τσέπη του παλτού μου τη φωτογραφική μου μηχανή, έκανα ένα βήμα πίσω και φωτογράφισα για πρώτη μου φορά ένα κομμάτι τοίχου. Κάποιος επιβάτης σκόνταψε άθελά του πάνω μου και ύστερα γελαστός, αφού έριξε μια βιαστική ματιά πρώτα στη μηχανή και ύστερα στο θέμα μου, μου φώναξε κάτι που τότε στα αυτιά μου ακούστηκε σαν «ρε άνθρωπε, τι βγάζεις;».
Ακόμα δεν είχα συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που έκανα και η αλήθεια είναι πως εάν δεν ήταν και τόσο ρητορική εκείνη η ερώτηση, δεν θα είχα εκείνη τη στιγμή μια σοβαρή απάντηση να δώσω. Πάντως, αμέσως ένιωσα να με καταλαμβάνει μια αίσθηση πρωτόγνωρη, σαν να είχα μόλις ανακαλύψει μία χαμένη ήπειρο και ταυτόχρονα σαν να είχα διαπράξει κάποια παρανομία, που ωστόσο καμιά ποινική νομοθεσία δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να ασχοληθεί μαζί της.
Η αποβάθρα άδειασε μέσα σε ελάχιστα λεπτά και απέμεινα και πάλι μόνος μου. Κοίταξα προσεκτικά τριγύρω μου, να δω αν κάποιος με παρακολουθεί και στη συνέχεια έκρυψα πάλι τη φωτογραφική μου μηχανή μέσα στην τσέπη μου και απομακρύνθηκα όσο γινότανε πιο γρήγορα από το εκείνο το έργο τέχνης, το τόσο ανεπανάληπτα εκφραστικό και τόσο σπαρακτικά εφήμερο. Αυτόν τον πίνακα που μόνο εγώ κατόρθωσα να δω, την ώρα που ολόκληρος ο κόσμος περνούσε διπλά του χωρίς να τον προσέξει. Όχι, αυτό δεν ήτανε απλώς μια ανακάλυψη.
Μέχρι να βγω ξανά στο δρόμο, έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό, είχα ήδη αποκρυπτογραφήσει τα μυστηριώδη αίτια εκείνου του ενθουσιασμού, που ελάχιστα λεπτά νωρίτερα θα μου φαινόταν τόσο παράλογος και κωμικός. Είχα μόλις απεκτήσει την δική μου υπερδύναμη. Μπορεί να μην είχα καταφέρει να γίνω εγώ ο ίδιος αόρατος, όπως πάντα ονειρευόμουν, αλλά με κάποιον τρόπο ανεξήγητο είχε γίνει αόρατο το βλέμμα μου. Κανείς ποτέ του δεν θα μάθαινε τι έβλεπα εκεί όπου όλοι νόμιζαν ότι απλώς κοιτούσα. Κανένας δεν θα καταλάβαινε ποτέ τι είναι αυτό που στο εξής κάθε φορά θα προσπαθούσα να απομονώσω μέσα στο φακό μου.
Στο δρόμο της επιστροφής κοιτούσα πλέον διαφορετικά σχεδόν τα πάντα γύρω μου. Κοντοστεκόμουν μπροστά στους τοίχους με τις σκισμένες αφίσες και τα μισοτελειωμένα συνθήματα και τους παρατηρούσα με ύφος τεχνοκριτικού, που φρόντιζα να το αλλάξω αμέσως με εκείνο του συλλέκτη, μόλις κάποιος περαστικός ερχόταν να σταθεί στο πλάι μου ή κάποιος από τους ενοίκους εκείνων των σπιτιών έβγαινε στο παράθυρο. Δεν ήθελα κανείς τους να υποψιαστεί τον θησαυρό που είχα ανακαλύψει. Δεν ήθελα με κανέναν τους να μοιραστώ την λεία μου.
Λίγο πριν φτάσω ξανά στο διαμέρισμα του φίλου μου, έκανα πάλι μία στάση στο καφέ της βασιλίσσης Ελισάβετ. Αυτή, όταν με είδε, με ρώτησε αμέσως πώς μου είχε φανεί η μεσαιωνική η πέτρινη η γέφυρα και αν είδα πως όντως ισχύει τελικά ο θρύλος που την συνοδεύει.
Έξω από το καφέ η νύχτα τύλιγε την Ούμπρια και η στοά χανότανε μέσα σε ένα γλυκό ημίφως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου