Αύγουστος 2015. Διακοπές στη Λήμνο. Ταξίδι με την Δήμητρα. Στο κατάστρωμα του πλοίου που πάει από την Καβάλα για την Μύρινα. Εν μέρει για να περάσει η ώρα εν μέρει για να ξεσκουριάσουμε, τσιμπολογάμε λέξεις από το "Περί Ηρώων και Τάφων" του Σάμπατο και βάζουμε ασκήσεις αφήγησης και προσπαθούμε να τις λύσουμε με τον ήλιο να μας επιτηρεί πάνω από τα κεφάλια μας. Από τις ασκήσεις αυτές προκύπτουν τέσσερις μικρές δικές μου ιστορίες. οι εξής:
Το μοναδικό πράγμα που μπόρεσε να φανταστεί, μόλις άκουσε τη σειρήνα, είναι πως επίκειται βομβαρδισμός. Ενώ έτρεχε προς το καταφύγιο, χαμογέλασε με τη σκέψη πως τα τελευταία χρόνια δεν είχε νιώσει ποτέ του έκπληξη.
Χρειάστηκε να περιμένω ακόμα δύο μέρες. Καθόμουν όλη την ώρα στο παράθυρο και περίμενα να τον δω να εμφανίζεται στο βάθος του δρόμου. Από την αγωνία μου ξέχασα να ταΐσω το χρυσόψαρο, το οποίο βρήκε τραγικό θάνατο.
Με πήρε ο ύπνος με το τσιγάρο αναμμένο. Κανονικά θα είχε σβήσει, αλλά έτσι όπως το είχα ακόμα ανάμεσα στα χείλη μου, συνέχισα να το καπνίζω μες στον ύπνο μου. Δεν μπορεί να παίζει κανείς με αυτά. Όταν, μετά από πολλές ώρες, ξύπνησα, βρέθηκα να είμαι θαμμένος μες στη στάχτη, λες και με είχε περιλούσει η λάβα του Βεζούβιου. Ήμουν, λέει, ανεβασμένος στην ταράτσα κι έβλεπα από εκεί ολόκληρη την πόλη. Ήταν νύχτα, αλλά τα φώτα δεν είχανε ανάψει κι έτσι μες στο σκοτάδι το μόνο που ξεχώριζα ήταν ένα κερί που ερχόταν προς το μέρος μου. Η φλόγα τρεμόπαιζε καθώς με πλησίαζε αυτός που το κρατούσε. Ένιωσα μια απειλή κι έψαξα μες στις τσέπες μου να βρω κάτι για να τον αντιμετωπίσω. Βρήκα ένα ξυράφι. Το δοκίμασα στο χέρι μου. Έκοβε μια χαρά. Το κερί όλο και με πλησίαζε. Η φλόγα του όλο και μεγάλωνε και ένιωθα σιγά- σιγά να με ζεσταίνει. Ξαφνικά, φύσηξε ο αέρας κι έσβησε. Την ώρα που έσβηνε, πρόλαβα και ξεχώρισα τα μάτια του. Από τον φόβο μου μου γλίστρησε το ξυράφι από το χέρι μου κι έπεσε στο κενό. Βούτηξα από την ταράτσα πίσω του κι εγώ να το προλάβω πριν ακουμπήσει στο έδαφος.
Οι δικές σου ιστορίες που είναι;
Το μοναδικό πράγμα που μπόρεσε να φανταστεί, μόλις άκουσε τη σειρήνα, είναι πως επίκειται βομβαρδισμός. Ενώ έτρεχε προς το καταφύγιο, χαμογέλασε με τη σκέψη πως τα τελευταία χρόνια δεν είχε νιώσει ποτέ του έκπληξη.
Χρειάστηκε να περιμένω ακόμα δύο μέρες. Καθόμουν όλη την ώρα στο παράθυρο και περίμενα να τον δω να εμφανίζεται στο βάθος του δρόμου. Από την αγωνία μου ξέχασα να ταΐσω το χρυσόψαρο, το οποίο βρήκε τραγικό θάνατο.
Με πήρε ο ύπνος με το τσιγάρο αναμμένο. Κανονικά θα είχε σβήσει, αλλά έτσι όπως το είχα ακόμα ανάμεσα στα χείλη μου, συνέχισα να το καπνίζω μες στον ύπνο μου. Δεν μπορεί να παίζει κανείς με αυτά. Όταν, μετά από πολλές ώρες, ξύπνησα, βρέθηκα να είμαι θαμμένος μες στη στάχτη, λες και με είχε περιλούσει η λάβα του Βεζούβιου. Ήμουν, λέει, ανεβασμένος στην ταράτσα κι έβλεπα από εκεί ολόκληρη την πόλη. Ήταν νύχτα, αλλά τα φώτα δεν είχανε ανάψει κι έτσι μες στο σκοτάδι το μόνο που ξεχώριζα ήταν ένα κερί που ερχόταν προς το μέρος μου. Η φλόγα τρεμόπαιζε καθώς με πλησίαζε αυτός που το κρατούσε. Ένιωσα μια απειλή κι έψαξα μες στις τσέπες μου να βρω κάτι για να τον αντιμετωπίσω. Βρήκα ένα ξυράφι. Το δοκίμασα στο χέρι μου. Έκοβε μια χαρά. Το κερί όλο και με πλησίαζε. Η φλόγα του όλο και μεγάλωνε και ένιωθα σιγά- σιγά να με ζεσταίνει. Ξαφνικά, φύσηξε ο αέρας κι έσβησε. Την ώρα που έσβηνε, πρόλαβα και ξεχώρισα τα μάτια του. Από τον φόβο μου μου γλίστρησε το ξυράφι από το χέρι μου κι έπεσε στο κενό. Βούτηξα από την ταράτσα πίσω του κι εγώ να το προλάβω πριν ακουμπήσει στο έδαφος.
Οι δικές σου ιστορίες που είναι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου