Αφού κατόρθωσα να ξεφορτωθώ οριστικά όλες τις απειλές και τα εμπόδια, που αυτή η διαδρομή μού είχε επιφυλάξει, έφτασα έξω από το σπίτι
με τον αριθμό 1607,
το μόνο μετά το δάσος που στεκότανε όρθιο, αφού όλα τα υπόλοιπα τριγύρω του κείτονταν σε ερείπια.
Ήταν ψηλό και πέτρινο και έμοιαζε με πύργο, του οποίου οι πρώτοι δύο όροφοι ήταν καλά κρυμμένοι πίσω από παράθυρα τυφλά κι από χτισμένες πόρτες. Στον τρίτο όροφο κρεμότανε ένα μικρό μπαλκόνι. Επάνω στο μπαλκόνι διέκρινα μια γυναικεία μορφή με την πλάτη της γυρισμένη προς το δρόμο. Το μόνο που μπορούσα να πω με σιγουριά, από εκείνη την απόσταση εκείνη και μέσα στο ημίφως, ήταν πως είχε μαύρα μακριά μαλλιά.
Πάντως, φαινόταν να είναι μόνη της. Αν και δεν είχα μέχρι εκείνη τη στιγμή τολμήσει να εικονοποιήσω τη φωνή που είχα ακούσει στο τηλέφωνο, αμέσως συνειδητοποίησα πως ήτανε εκείνη. Σκέφτηκα πως τα είχα καταφέρει τελικά, μα πάλευα να κρύψω τον ενθουσιασμό μου. Αφού ακόμα βρισκόμουνα στο δρόμο και με όλα αυτά που είχα τη μέρα και τη νύχτα εκείνη συναντήσει, πριν την ακούσω να μου μιλάει από κοντά, δεν ήτανε καθόλου εύκολο να πω πως είχα ολοκληρώσει την αποστολή μου. Πως είχα με επιτυχία ανταπεξέλθει σε όλες τις δοκιμασίες που αυτή συνεπαγότανε. Πως ήμουν ακόμα
ζωντανός.
Πως δεν με είχε καταπιεί η άθλια ετούτη πόλη.
Πλησίασα στην είσοδο. Ήτανε κλειδωμένη και όσο και να έψαξα δεν βρήκα κουδούνι να χτυπήσω. Έπρεπε μάλλον να της φωνάξω να μου ανοίξει. Δεν ήξερα ή δεν θυμόμουν, όμως, το όνομά της και ντράπηκα να χρησιμοποιήσω κάποια άλλη λέξη
ακατάλληλη
για τέτοιες περιστάσεις. Έτσι, αποφάσισα να σκαρφαλώσω μέχρι το μπαλκόνι της, πατώντας πάνω στις πέτρες της τοιχοδομής που εξείχανε.
Πάτησα και ανέβηκα.
Την ώρα που έφτανα στον πρώτο όροφο, άκουσα μέσα από τα σφραγισμένα του παράθυρα ήχους του πάθους και της ηδονής.
Μάντεψα
τους εντοιχισμένους εραστές, που έκρυβαν εκείνα τα ντουβάρια.
Την ώρα που έφτανα στον δεύτερο, είδα μέσα από τις ρωγμές του, γυμνές σκιές ανθρώπων που χορεύανε σε έναν ρυθμό τέτοιο, που μόνο οι απολαύσεις του έρωτα μπορούν να υπαγορεύσουν. Μάντεψα
το τραγούδι.
Την ώρα που πιανόμουν από το κάγκελο του μπαλκονιού, ανέτειλε ο ήλιος.
Στάθηκα πίσω από την πλάτη της. Ήτανε μαύρα, αλήθεια, τα μαλλιά της. Κι ήταν επίσης μακριά. Αν ήθελε, αν φρόντιζε, αν τα έριχνε στο δρόμο, θα είχα πιαστεί από αυτά. Θα έφτανα στην ώρα μου. Δεν θα είχα ανάγκη άλλο πια από δικαιολογίες.
«Άργησες»
, είπε, χωρίς να με κοιτάξει. Άργησα, αλλά ήρθα. Και από ότι βλέπω, έφτασα πρώτος. Κέρδισα. «Ποιος σου είπε ότι υπήρχανε κι άλλοι μες στο παιχνίδι; Πώς έβγαλες τέτοιο αυθαίρετο συμπέρασμα;» Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Κι όλος αυτός ο κόσμος; «Άδικα ψάχνεις για εχθρούς.
Μόνος εχθρός ο δρόμος.
Έφτασες. Τα κατάφερες. Σταμάτα να γκρινιάζεις. Για πες, τι δώρο μού έφερες;» Ήρθα εγώ. Είμαι εδώ. Δεν είναι ετούτο αρκετό; «Όχι», μου απάντησε αυτή, «έφτασες, μα δεν φτάνει. Πρέπει να ψάξεις τρόπο και να βρεις κάπως να επανορθώσεις.» Να επανορθώσω, αλλά πώς; Τι θα ήθελες να κάνω; «Να κάνεις ακόμα τίποτα. Θα κάνουμε μαζί μετά. Να πεις μπορείς, ωστόσο. Είσαι καλός, μου είπαν, στο
να λες,
να φτιάχνεις
ιστορίες. Διάλεξε μια και πες την μου.
Διάλεξε μια και χτύπα.
Αν μου αρέσει η ιστορία σου, μένεις εδώ μαζί μου. Αν δεν μου αρέσει, πέφτεις ξανά στο δρόμο και γκρεμίζεσαι. Γυρνάς αμέσως σπίτι. Χωρίς το πρόσωπο να δεις, τα μάτια να κοιτάξεις. Χωρίς να μάθεις αν άξιζε πραγματικά να κάνεις το ταξίδι.»
Ήθελα να διαμαρτυρηθώ, μα ήξερα ότι, και δίκιο να είχα, θα το έχανα. Η πιο καλή ιστορία μου ήταν αυτή που ζούσα. Πώς θα μπορούσα, άραγε, να την αφηγηθώ, πριν καν αυτή τελειώσει; Πώς θα μπορούσα να προβλέψω με ασφάλεια την εξέλιξη, χωρίς να την προκαταβάλω; Είχα και
άλλες ιστορίες
για να πω.
Έχω πολλές ακόμα.
Μα όλες τους μοιάζανε –μοιάζουν ακόμα, δηλαδή- αδιάφορες, ασήμαντες, κοινές, μπροστά σε αυτήν που εκείνο το μικρό μπαλκόνι σήκωνε. Μπροστά σε αυτήν, που η πόλη είχε ανεχθεί. Στην ιστορία όλου αυτού του ταξιδιού, που ο δρόμος είχε αντέξει.
Την επόμενη φορά που θα έρθω, που θα βρεθώ εδώ ξανά , στην πόλη σου, η πόλη δεν θα υπάρχει. Θα είναι πάλι καλοκαίρι και θα έχει ο κόσμος εξαφανιστεί, μα για ακόμα μια φορά θα έχει ξεχάσει μαζί του να με πάρει. Θα σηκωθώ, θα φύγω από το σπίτι μου, χωρίς να έχει χτυπήσει το τηλέφωνο. Θα έρθω χωρίς κανείς να με έχει προσκαλέσει. Θα περπατήσω μέχρι το σταθμό. Θα ανεβώ στο τρένο. Θα ταξιδέψω μόνος μου . Σε όλη τη διαδρομή θα παριστάνω πως μιλώ με τους συνεπιβάτες. Θα κάνω πως ακούω. Θα λέω ιστορίες από τα καλοκαίρια που περάσανε, μπορεί ακόμα κι από αυτό, μα δεν θα τις πιστεύω. Θα φτάσω αργά το απόγευμα. Θα είναι η ζέστη αφόρητη. Θα ζεματάει ο ήλιος. Θα ψάξω για το σπίτι σου. Δεν θα θυμάμαι την οδό, μα θα έχω έναν αριθμό στο δέρμα μου χαράξει. Θα πάω να πάρω ένα ταξί, αλλά στη θέση του οδηγού θα υπάρχει το όνειρό του . Θα στρίβει το τιμόνι το όνειρο. Θα γίνεται εφιάλτης. Θα πω, ας πάω με τα πόδια, μα θα σκοντάφτω διαρκώς επάνω σε σκιές παιδιών που θα απλώνονται εκεί, καταμεσής στο δρόμο. Ο δρόμος θα έχει ξηλωθεί και από την σπασμένη άσφαλτο θα βγαίνουνε ζιζάνια, κοτρόνες και αγκάθια. Θα κλέψω ένα ποδήλατο. Δεν θα προλάβω να πάω μακριά. Στα πρώτα μέτρα θα σκάσουν και τα δύο του λάστιχα. Θα επιστρέψω στο σταθμό. Θα πω, ας πάω με το τρένο. Δεν θα υπάρχουν ράγες για να πατήσει πάνω τους. Θα φτιάξω τις δικές μου. Θα φτιάξω ράγες και γραμμές, για να πατάνε πάνω τους τα λόγια μου κι οι λέξεις. Για να μπορούν να ταξιδεύουν οι ιστορίες μου. Να φτάνουνε σε σένα. Θα διασχίσω με το τρένο μου όλη τη λεωφόρο. Θα σκίσω στα δυο ολόκληρη τη γαμωπόλη σου για να έρθω πιο κοντά σου. Θα την ανοίξω διάπλατα. Θα της καρφώσω το πέρασμά μου βαθιά μέσα στις σάρκες της. Θα της χαράξω την πορεία μου επάνω στην επιδερμίδα της, να έχει να με θυμάται. Για όσα θα γίνονται τριγύρω μου δεκάρα δεν θα δώσω. Για όσα βρεθούν στο δρόμο μου θα αδιαφορήσω. Θα μείνω πιστός , προσηλωμένος μονάχα εκεί, στο σπίτι σου, στο στόχο μου. Μπροστά μου θα κοιτάω. Θα φτάσω κάποια στιγμή σε αυτήν εδώ τη γειτονιά. Το τρένο θα το παρκάρω κάτω από το μπαλκόνι σου. Όχι, μέχρι το τέλος , είπα. Θα το γυρίσω, θα το στρέψω καταπάνω σου. Θα σκαρφαλώσω με αυτό μέχρι την κάμαρα σου. Μόλις με δεις να αποβιβάζομαι μες στο δωμάτιό σου, θα με ρωτήσεις, «ήρθες; Τώρα σκεφτόμουν να σε πάρω στο τηλέφωνο», θα πεις και θα απλώσεις τα άκρα σου στου ορίζοντα τα τέσσερα σημεία. Θα ανέβω στο κρεβάτι σου. Θα σε αρπάξω. Θα σε γυρίσω μπρούμητα. Θα υψώσω μαξιλάρια κάτω από τη λεκάνη σου. Θα αρχίσω με τη γλώσσα να μετρώ τις κορυφογραμμές σου . Θα σκύψω ακόμα πιο βαθιά, μέσα στα έγκατά σου. Θα πιω νερό από την πηγή . Θα ξεδιψάσω, αλλά ακόμα θα πεινώ. Θα θέλω να σε φάω. Θα σηκωθώ στα γόνατα. Θα σε ανασηκώσω. Θα σφίξω τις παλάμες μου γύρω από τη μέση σου. Θα σε χαϊδεύω , ξέρεις πώς, εκεί που σε πονάει περισσότερο, μα δεν θα μπαίνω μέσα. Θα περιμένω να το ζητήσεις πρώτα εσύ. Να με παρακαλέσεις. Τότε θα μπω. Θα σε πηδήξω δυνατά κι εσύ θα πνίγεις τις κραυγές και θα δαγκώνεις τα σεντόνια σου. Φώναξε, τότε θα σου πω. Φώναξε, τι φοβάσαι; Μόνοι στον κόσμο μείναμε. Ποιος θες να σε ακούσει; Θα σου τραβήξω τα μαλλιά. Θα σε αποκαλύψω. Κι όλο θα μπαίνω μέσα πιο πολύς. Κι όλο θα φτάνω πιο βαθιά. Κι όλο οι φωνές σου θα γκρεμίζουνε ότι έχει απομείνει όρθιο μέσα σε αυτήν την πόλη. Όταν, θα έχουν τελειώσει όλα, κι εμείς μαζί μέσα σε αυτά, κι ο κόσμος μέσα από εμάς, κι αυτή η ιστορία, θα μείνουμε να αχνίζουμε κοιτώντας το ταβάνι. Θα ψάχνουμε τα αστέρια, να βρούμε το ιδανικό για να μετακομίσουμε, τώρα που ο πλανήτης ξεψυχά, τώρα που η γη πεθαίνει. Και τότε θα ρωτήσω, αλήθεια λες, σκεφτόσουν να με πάρεις στο τηλέφωνο, την ώρα που με είδες; Και τότε εσύ θα πεις ξανά το ψέμα σου . Πως με σκεφτόσουν διαρκώς. Πως με είχες πάρει άπειρες φορές, μα πάντα εγώ μιλούσα. Πως μου άφηνες μηνύματα, «έλα το βράδυ από εδώ, σε θέλω, σε έχω ανάγκη. Έλα, θα είμαι μόνη μου, στο σπίτι και στον κόσμο.» Και επάνω στο όμορφο το ψέμα αυτό μαζί θα χτίσουμε από την αρχή τη νέα ανθρωπότητα.
Την επόμενη φορά που θα έρθω, που θα βρεθώ εδώ ξανά , στην πόλη σου, η πόλη δεν θα υπάρχει. Θα είναι πάλι καλοκαίρι και θα έχει ο κόσμος εξαφανιστεί, μα για ακόμα μια φορά θα έχει ξεχάσει μαζί του να με πάρει. Θα σηκωθώ, θα φύγω από το σπίτι μου, χωρίς να έχει χτυπήσει το τηλέφωνο. Θα έρθω χωρίς κανείς να με έχει προσκαλέσει. Θα περπατήσω μέχρι το σταθμό. Θα ανεβώ στο τρένο. Θα ταξιδέψω μόνος μου . Σε όλη τη διαδρομή θα παριστάνω πως μιλώ με τους συνεπιβάτες. Θα κάνω πως ακούω. Θα λέω ιστορίες από τα καλοκαίρια που περάσανε, μπορεί ακόμα κι από αυτό, μα δεν θα τις πιστεύω. Θα φτάσω αργά το απόγευμα. Θα είναι η ζέστη αφόρητη. Θα ζεματάει ο ήλιος. Θα ψάξω για το σπίτι σου. Δεν θα θυμάμαι την οδό, μα θα έχω έναν αριθμό στο δέρμα μου χαράξει. Θα πάω να πάρω ένα ταξί, αλλά στη θέση του οδηγού θα υπάρχει το όνειρό του . Θα στρίβει το τιμόνι το όνειρο. Θα γίνεται εφιάλτης. Θα πω, ας πάω με τα πόδια, μα θα σκοντάφτω διαρκώς επάνω σε σκιές παιδιών που θα απλώνονται εκεί, καταμεσής στο δρόμο. Ο δρόμος θα έχει ξηλωθεί και από την σπασμένη άσφαλτο θα βγαίνουνε ζιζάνια, κοτρόνες και αγκάθια. Θα κλέψω ένα ποδήλατο. Δεν θα προλάβω να πάω μακριά. Στα πρώτα μέτρα θα σκάσουν και τα δύο του λάστιχα. Θα επιστρέψω στο σταθμό. Θα πω, ας πάω με το τρένο. Δεν θα υπάρχουν ράγες για να πατήσει πάνω τους. Θα φτιάξω τις δικές μου. Θα φτιάξω ράγες και γραμμές, για να πατάνε πάνω τους τα λόγια μου κι οι λέξεις. Για να μπορούν να ταξιδεύουν οι ιστορίες μου. Να φτάνουνε σε σένα. Θα διασχίσω με το τρένο μου όλη τη λεωφόρο. Θα σκίσω στα δυο ολόκληρη τη γαμωπόλη σου για να έρθω πιο κοντά σου. Θα την ανοίξω διάπλατα. Θα της καρφώσω το πέρασμά μου βαθιά μέσα στις σάρκες της. Θα της χαράξω την πορεία μου επάνω στην επιδερμίδα της, να έχει να με θυμάται. Για όσα θα γίνονται τριγύρω μου δεκάρα δεν θα δώσω. Για όσα βρεθούν στο δρόμο μου θα αδιαφορήσω. Θα μείνω πιστός , προσηλωμένος μονάχα εκεί, στο σπίτι σου, στο στόχο μου. Μπροστά μου θα κοιτάω. Θα φτάσω κάποια στιγμή σε αυτήν εδώ τη γειτονιά. Το τρένο θα το παρκάρω κάτω από το μπαλκόνι σου. Όχι, μέχρι το τέλος , είπα. Θα το γυρίσω, θα το στρέψω καταπάνω σου. Θα σκαρφαλώσω με αυτό μέχρι την κάμαρα σου. Μόλις με δεις να αποβιβάζομαι μες στο δωμάτιό σου, θα με ρωτήσεις, «ήρθες; Τώρα σκεφτόμουν να σε πάρω στο τηλέφωνο», θα πεις και θα απλώσεις τα άκρα σου στου ορίζοντα τα τέσσερα σημεία. Θα ανέβω στο κρεβάτι σου. Θα σε αρπάξω. Θα σε γυρίσω μπρούμητα. Θα υψώσω μαξιλάρια κάτω από τη λεκάνη σου. Θα αρχίσω με τη γλώσσα να μετρώ τις κορυφογραμμές σου . Θα σκύψω ακόμα πιο βαθιά, μέσα στα έγκατά σου. Θα πιω νερό από την πηγή . Θα ξεδιψάσω, αλλά ακόμα θα πεινώ. Θα θέλω να σε φάω. Θα σηκωθώ στα γόνατα. Θα σε ανασηκώσω. Θα σφίξω τις παλάμες μου γύρω από τη μέση σου. Θα σε χαϊδεύω , ξέρεις πώς, εκεί που σε πονάει περισσότερο, μα δεν θα μπαίνω μέσα. Θα περιμένω να το ζητήσεις πρώτα εσύ. Να με παρακαλέσεις. Τότε θα μπω. Θα σε πηδήξω δυνατά κι εσύ θα πνίγεις τις κραυγές και θα δαγκώνεις τα σεντόνια σου. Φώναξε, τότε θα σου πω. Φώναξε, τι φοβάσαι; Μόνοι στον κόσμο μείναμε. Ποιος θες να σε ακούσει; Θα σου τραβήξω τα μαλλιά. Θα σε αποκαλύψω. Κι όλο θα μπαίνω μέσα πιο πολύς. Κι όλο θα φτάνω πιο βαθιά. Κι όλο οι φωνές σου θα γκρεμίζουνε ότι έχει απομείνει όρθιο μέσα σε αυτήν την πόλη. Όταν, θα έχουν τελειώσει όλα, κι εμείς μαζί μέσα σε αυτά, κι ο κόσμος μέσα από εμάς, κι αυτή η ιστορία, θα μείνουμε να αχνίζουμε κοιτώντας το ταβάνι. Θα ψάχνουμε τα αστέρια, να βρούμε το ιδανικό για να μετακομίσουμε, τώρα που ο πλανήτης ξεψυχά, τώρα που η γη πεθαίνει. Και τότε θα ρωτήσω, αλήθεια λες, σκεφτόσουν να με πάρεις στο τηλέφωνο, την ώρα που με είδες; Και τότε εσύ θα πεις ξανά το ψέμα σου . Πως με σκεφτόσουν διαρκώς. Πως με είχες πάρει άπειρες φορές, μα πάντα εγώ μιλούσα. Πως μου άφηνες μηνύματα, «έλα το βράδυ από εδώ, σε θέλω, σε έχω ανάγκη. Έλα, θα είμαι μόνη μου, στο σπίτι και στον κόσμο.» Και επάνω στο όμορφο το ψέμα αυτό μαζί θα χτίσουμε από την αρχή τη νέα ανθρωπότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου