Ναι, και τότε μπήκα μες στο δάσος. Συνέχισα να
προχωρώ πάνω στη λεωφόρο, που αφού είχε πλέον
βαρεθεί να διασχίζει αυτήν την πεθαμένη πόλη,
εισέβαλλε μέσα σε εκείνην την οργιώδη βλάστηση,
που πόδι ανθρώπινο ποτέ δεν τόλμησε να την
καταπατήσει.
Όχι, δεν έβλεπα απολύτως τίποτα. Μονάχα
περπατούσα. Βάδιζα εκεί, στα σκοτεινά, κι έκανα
υποθέσεις. Υπέθετα πως ήμουνα
πολύ κοντά
στον τελικό προορισμό, αλλά και πιο μακριά από ποτέ
από το σπίτι μου. Υπέθετα πως ήμουν ακόμα
ζωντανός - αυτό το υποθέτω ακόμα. Υπέθετα πως
είχα απομείνει πια ο μόνος προσκεκλημένος της
φωνής, αφού όσοι από τους άλλους πέρασαν μέσα
από τη δική μου την αφήγηση –λες και υπήρχε άλλη-
τους είχα με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο –κυρίως
με τον άλλον- θέσει εκτός του παιχνιδιού και
εξουδετερώσει. Και όσοι δεν βρήκαν τρόπο να
τρυπώσουν μες στην ιστορία μου, ήταν
έτσι κι αλλιώς ανύπαρκτοι,
δεν με ενδιαφέραν.
Τέλος υπέθετα ότι συνέχιζα να προχωρώ μπροστά,
μα έτσι όπως βασιζόμουν αποκλειστικά στην
σίγουρα αμφιλεγόμενη αφή των παπουτσιών μου, η
υπόθεση αυτή φοβόμουν πως θα οδηγούσε σε
κάποιο θέαμα κωμικοτραγικό, όταν θα ανέτειλε
ξανά σε λίγη ώρα ο ήλιος.
Πάντως, όσο κινούμουν πάνω σε δρόμο λείο και
επίπεδο, θεωρητικά τουλάχιστον, όλα πηγαίνανε
καλά. Έπρεπε να παραμείνω πάση θυσία πάνω σε
αυτό το οδόστρωμα. Έτσι, κάθε φορά που
σκόνταφτα πάνω σε κάποια
πέτρα
, κάθε φορά που ένας κορμός μού έκοβε το δρόμο,
έκανα αμέσως ελιγμούς, διορθώνοντας την κατά τα
άλλα αυστηρά ευθύγραμμη πορεία μου. Ήξερα πως
έτσι και έχανα τη μόνη ασφαλή οδό που μου είχε απομείνει, πως έτσι και έκανα το λάθος και άρχιζα
να περπατώ στο ανώμαλο το έδαφος του δάσους,
τότε αυτομάτως όλα θα τελειώνανε.
Κανείς
ποτέ δεν θα άκουγε να λεν κάτι για μένα.
Κανείς
δεν θα νοιαζότανε να πληροφορηθεί πού ακριβώς
είχα χαθεί, πού είχα ταξιδέψει.
Κανένας
δεν θα μάθαινε ποτέ πώς πέρασα αυτό το
καλοκαίρι. Κι αυτό, εκείνη τη στιγμή, μου έμοιαζε με
κρίμα ακόμα πιο μεγάλο και από το να μην φτάσω
τελικά ως τον προορισμό μου.
Έτσι συνέχισα να προχωρώ μες στο πυκνό σκοτάδι.
Κι ενώ ευχόμουν να έβρισκα κάπου μια σύμμαχο
πηγή φωτός
να με διευκολύνει, σύντομα το μετάνιωσα, όταν είδα
να ξεφυτρώνουν ανάμεσα στα δέντρα διάφορες
λάμψεις απόκοσμες, φρικιαστικές. Είπα πως θα
ήτανε μάτια θηρίων και αρπακτικών, που
παραμόνευαν να πιάσουν κάθε διερχόμενη τροφή
που έψαχνε να βρει βραδιάτικα χαμένα σπίτια κι
αριθμούς στην σκοτεινή πλευρά της πόλης.
Σκέφτηκα ότι ίσως η φωνή να γνώριζε πως θα
έπεφτα σε αυτήν την
δόλια παγίδα.
Πως ήταν όλη αυτή η άγρια πανίδα τα κατοικίδια
ζωάκια της και πως τα τάιζε μοιράζοντας προσκλήσεις στα ανώνυμά της θύματα, που έκαναν
το λάθος να απαντούν
μες στο κατακαλόκαιρο
σε αγνώστου προελεύσεως
επίμονα και θελκτικά τηλεφωνήματα.
Είπα να κάνω πίσω. Μα μέχρι να το πάρω
απόφαση,
οι λάμψεις με είχανε για τα καλά σφιχτά
περικυκλώσει. Σταμάτησα. Όχι, δεν είχε νόημα να
κάνω κάτι άλλο. Μάταια πάλευα να δω τι είδους ζώα
ήταν αυτά που θα με κατασπάραζαν. Ένιωθα τα
γρυλίσματα, άκουγα τις ανάσες, μα ούτε το
περίγραμμά τους να διακρίνω στο περίπου δεν
κατάφερνα. Θα με έτρωγε κυριολεκτικά τα μαύρο το
σκοτάδι.
Κι ενώ περίμενα τα κτήνη να κάνουνε την πρώτη
κίνηση -όχι πως θα προλάβαινα εγώ να την
ανταποδώσω- μου ήρθε
μια ιδέα
από αυτές που, μέσα στα βιβλία, πάντα γεννούν οι
ήρωες σε τέτοιες περιπτώσεις. Σκέφτηκα πως ίσως
αν τους μίλαγα, να με καταλαβαίναν, και αν όχι να
με συμπαθούσανε, έστω να με μισούσαν τόσο, που
να σιχαίνονταν όχι μονάχα να με φαν, μα και να με
ακουμπήσουν. Ναι, αυτή ήταν οπωσδήποτε η μόνη
μου ελπίδα. Να κάτσω και να τους αφηγηθώ μια
από τις ιστορίες που με είχαν φέρει ως εδώ,
μια από αυτές
που είχανε τον κόσμο καταστρέψει.
Είχα πολλές, διάφορες, αλήθεια, στο μυαλό μου.
Μάλιστα κάποιες από αυτές τις είχα ήδη γράψει.
Χάρη σε αυτές, εξάλλου, είχα φτάσει ως εκεί, χάρη
σε αυτούς που τις διαβάζανε είχα επιβιώσει.
Έπρεπε, όσο πιο γρήγορα γινόταν, να επιλέξω την
καλύτερη. Το ακροατήριό μου είχε ανοίξει ήδη τα
σαγόνια του.
Για ακούστε τώρα λίγο.
Το καλοκαίρι του 1993 ήρθα πρώτη φορά στη (...). Μέχρι τότε η πόλη σας δεν μου ήταν άγνωστη ακριβώς, αφού είχα ακούσει για αυτήν να λέγονται διάφορα. Τα πιο πολλά από αυτά αρνιόμουνα να τα πιστέψω. Μου έμοιαζαν με υπερβολές, από αυτές που λένε οι άνθρωποι που δεν τολμούν να ταξιδέψουνε έξω από τη γειτονιά τους. Εμένα όμως, η δική μου γειτονιά, την εποχή εκείνη, είχε ξεσηκωθεί και γύρευε τρόπο για να με διώξει. Έτσι, κι εγώ το εκμεταλλεύτηκα, τα μάζεψα και πήρα το τρένο για τα βόρεια, για να διαπιστώσω από κοντά αν όλοι αυτοί οι μύθοι είχανε κάποια σχέση με την πραγματικότητα. Είχα πιστέψει τότε πως έτσι και ανακάλυπτα κάτι σημαντικό εδώ και ύστερα έβρισκα κάποιον τρόπο μαζί μου να το πάρω, όχι μονάχα θα με συγχωρούσαν η γειτονιά κι η πόλη μου , μα θα μου έδιναν μια δεύτερη ευκαιρία, και αργά ή γρήγορα θα υποτάσσονταν σε όλα εκείνα τα παράφορά μου σχέδια για το τότε μέλλον, τα οποία με τόσο επιμελή αφέλεια κατέστρωνα. Στο τρένο που ανέβηκα θέση κενή δεν είχε και έτσι, αν και είχα βγάλει εισιτήριο, αναγκάστηκα να ταξιδέψω όρθιος. Οι υπόλοιποι επιβάτες με χλεύαζαν σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Μου έλεγαν, «πού πας. ρε αλήτη, απατεώνα; Πάλι κρυψώνα ψάχνεις να κρυφτείς; Πάλι αναζητάς συνένοχους για να τους κοροϊδέψεις;» Εγώ έκανα πως δεν άκουγα, πως αδιαφορούσα και κρεμασμένος στο παράθυρο πάλευα να συγκεντρωθώ στο βιαστικό τοπίο της φυγής μου. Λίγο πριν φτάσουμε στη (...), ένα κορίτσι με ένα άσπρο πουκάμισο ήρθε κοντά μου να μου πει πως μου παραχωρεί τη θέση της. Της είπα ότι τώρα πια δεν έχει νόημα –τα ερεβώδη προάστια της (...) ήδη είχαν κάνει τους επιβάτες του τρένου να τρομάξουνε και να βουλώσουν επιτέλους τα βρωμερά τους στόματα. Αυτή όμως επέμεινε και τότε εγώ της αντιπρότεινα να βγούμε το βράδυ μία βόλτα. Φτάσαμε, βγήκαμε από το σταθμό και πήραμε ένα ταξί για να μας πάει ως το κέντρο – θα περπατούσαμε, αλλά μόλις είχε αρχίσει να πέφτει μια γαλακτερή βροχή κι έτρεχαν όλοι να προφυλαχθούν όπως κι όπου μπορούσαν. Ο ταξιτζής μας κρυφοκοίταζε από το καθρεφτάκι του, ενώ αυτή άπλωνε τα δάχτυλά της πάνω στο παντελόνι μου και μου ψιθύριζε στο αυτί τα πιο χυδαία λόγια. Άρχισα να ξεκουμπώνω το άσπρο πουκάμισό της και παραλίγο να χαθεί ο έλεγχος του οχήματος, την ώρα που προσπαθούσε ο οδηγός να αποφύγει άλλα ζευγάρια που ερωτοτροπούσαν ξαπλωμένα πάνω στο ήδη μουλιασμένο από τη βροχή οδόστρωμα. Κάποια στιγμή μας έπιασε φανάρι και τότε εμείς ανοίξαμε την πόρτα του ταξί, βρήκαμε έξω και τρέξαμε μακριά γελώντας και φωνάζοντας. Τρέχαμε πιασμένοι χέρι-χέρι, μέχρι που το κορίτσι είδε κάτι σε μια βιτρίνα και σταμάτησε απότομα. Τι έγινε, τη ρώτησα. «Θέλω να φάω όλα αυτά» , είπε και μου έδειξε πίσω από την τζαμαρία κάτι γλυκά που μας περίμεναν εκεί, στα ράφια παρατεταγμένα. Έσπασα το τζάμι και αρχίσαμε να τα καταβροχθίζουμε χωρίς καμία τύψη. Μαζί τους καταπίναμε κομμάτια θρύψαλα γυαλί, μα όχι, δεν μας ένοιαζε. Ήμασταν τόσο νέοι. Και ολόκληρο τον κόσμο να γινότανε να τρώγαμε, μπορούσαν ακόμα τα στομάχια μας να αντέξουνε κάθε δοκιμασία. Τα φώτα στους δρόμους της (...) ανάψανε. «Κοίτα» , μου είπε και έδειξε ψηλά, «σαν να έρχεται η νύχτα. Έχεις κάπου να κοιμηθείς; Απόψε που θα μείνεις;» Με κάλεσε στο σπίτι της. Ήταν στο τέλος εκείνης της λεωφόρου. Κλέψαμε ένα ποδήλατο και διασχίσαμε με αυτό όλη σχεδόν την πόλη. Μέχρι που η πόλη εξαφανίστηκε μέσα σε ένα δάσος σκοτεινό, από όπου συρίγματα και βρυχηθμοί ακούγονταν μονάχα. Όχι, δεν ήθελα να μπω, της είπα πως φοβάμαι. «Και πώς θα φτάσεις σπίτι μου; Νόμιζα πως με θέλεις.» Να κάνω πίσω ήταν αργά, μα άλλο τόσο ήταν νωρίς μπροστά να προχωρήσω. Και τότε ήταν που σκέφτηκα την παρακάτω ιδέα. Ας μπούμε, είπα, μα ας κάνουμε πρώτα ένα τσιγάρο. Της πρόσφερα, της άναψα και ύστερα έβαλα φωτιά στο άσπρο πουκάμισο της. Και κάηκε μαζί με αυτήν κι ολόκληρο το δάσος κι όσες ζωές το κατοικούσανε φύγαν κι αυτές μαζί της. Αυτή ήταν η ιστορία μου και αν δεν αρέσει, έχω και άλλες να σας πω. Και είναι φτιαγμένες όλες τους από την ίδια ύλη. Από την στάχτη που άφησε εκείνη εκεί η νύχτα.
Το καλοκαίρι του 1993 ήρθα πρώτη φορά στη (...). Μέχρι τότε η πόλη σας δεν μου ήταν άγνωστη ακριβώς, αφού είχα ακούσει για αυτήν να λέγονται διάφορα. Τα πιο πολλά από αυτά αρνιόμουνα να τα πιστέψω. Μου έμοιαζαν με υπερβολές, από αυτές που λένε οι άνθρωποι που δεν τολμούν να ταξιδέψουνε έξω από τη γειτονιά τους. Εμένα όμως, η δική μου γειτονιά, την εποχή εκείνη, είχε ξεσηκωθεί και γύρευε τρόπο για να με διώξει. Έτσι, κι εγώ το εκμεταλλεύτηκα, τα μάζεψα και πήρα το τρένο για τα βόρεια, για να διαπιστώσω από κοντά αν όλοι αυτοί οι μύθοι είχανε κάποια σχέση με την πραγματικότητα. Είχα πιστέψει τότε πως έτσι και ανακάλυπτα κάτι σημαντικό εδώ και ύστερα έβρισκα κάποιον τρόπο μαζί μου να το πάρω, όχι μονάχα θα με συγχωρούσαν η γειτονιά κι η πόλη μου , μα θα μου έδιναν μια δεύτερη ευκαιρία, και αργά ή γρήγορα θα υποτάσσονταν σε όλα εκείνα τα παράφορά μου σχέδια για το τότε μέλλον, τα οποία με τόσο επιμελή αφέλεια κατέστρωνα. Στο τρένο που ανέβηκα θέση κενή δεν είχε και έτσι, αν και είχα βγάλει εισιτήριο, αναγκάστηκα να ταξιδέψω όρθιος. Οι υπόλοιποι επιβάτες με χλεύαζαν σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Μου έλεγαν, «πού πας. ρε αλήτη, απατεώνα; Πάλι κρυψώνα ψάχνεις να κρυφτείς; Πάλι αναζητάς συνένοχους για να τους κοροϊδέψεις;» Εγώ έκανα πως δεν άκουγα, πως αδιαφορούσα και κρεμασμένος στο παράθυρο πάλευα να συγκεντρωθώ στο βιαστικό τοπίο της φυγής μου. Λίγο πριν φτάσουμε στη (...), ένα κορίτσι με ένα άσπρο πουκάμισο ήρθε κοντά μου να μου πει πως μου παραχωρεί τη θέση της. Της είπα ότι τώρα πια δεν έχει νόημα –τα ερεβώδη προάστια της (...) ήδη είχαν κάνει τους επιβάτες του τρένου να τρομάξουνε και να βουλώσουν επιτέλους τα βρωμερά τους στόματα. Αυτή όμως επέμεινε και τότε εγώ της αντιπρότεινα να βγούμε το βράδυ μία βόλτα. Φτάσαμε, βγήκαμε από το σταθμό και πήραμε ένα ταξί για να μας πάει ως το κέντρο – θα περπατούσαμε, αλλά μόλις είχε αρχίσει να πέφτει μια γαλακτερή βροχή κι έτρεχαν όλοι να προφυλαχθούν όπως κι όπου μπορούσαν. Ο ταξιτζής μας κρυφοκοίταζε από το καθρεφτάκι του, ενώ αυτή άπλωνε τα δάχτυλά της πάνω στο παντελόνι μου και μου ψιθύριζε στο αυτί τα πιο χυδαία λόγια. Άρχισα να ξεκουμπώνω το άσπρο πουκάμισό της και παραλίγο να χαθεί ο έλεγχος του οχήματος, την ώρα που προσπαθούσε ο οδηγός να αποφύγει άλλα ζευγάρια που ερωτοτροπούσαν ξαπλωμένα πάνω στο ήδη μουλιασμένο από τη βροχή οδόστρωμα. Κάποια στιγμή μας έπιασε φανάρι και τότε εμείς ανοίξαμε την πόρτα του ταξί, βρήκαμε έξω και τρέξαμε μακριά γελώντας και φωνάζοντας. Τρέχαμε πιασμένοι χέρι-χέρι, μέχρι που το κορίτσι είδε κάτι σε μια βιτρίνα και σταμάτησε απότομα. Τι έγινε, τη ρώτησα. «Θέλω να φάω όλα αυτά» , είπε και μου έδειξε πίσω από την τζαμαρία κάτι γλυκά που μας περίμεναν εκεί, στα ράφια παρατεταγμένα. Έσπασα το τζάμι και αρχίσαμε να τα καταβροχθίζουμε χωρίς καμία τύψη. Μαζί τους καταπίναμε κομμάτια θρύψαλα γυαλί, μα όχι, δεν μας ένοιαζε. Ήμασταν τόσο νέοι. Και ολόκληρο τον κόσμο να γινότανε να τρώγαμε, μπορούσαν ακόμα τα στομάχια μας να αντέξουνε κάθε δοκιμασία. Τα φώτα στους δρόμους της (...) ανάψανε. «Κοίτα» , μου είπε και έδειξε ψηλά, «σαν να έρχεται η νύχτα. Έχεις κάπου να κοιμηθείς; Απόψε που θα μείνεις;» Με κάλεσε στο σπίτι της. Ήταν στο τέλος εκείνης της λεωφόρου. Κλέψαμε ένα ποδήλατο και διασχίσαμε με αυτό όλη σχεδόν την πόλη. Μέχρι που η πόλη εξαφανίστηκε μέσα σε ένα δάσος σκοτεινό, από όπου συρίγματα και βρυχηθμοί ακούγονταν μονάχα. Όχι, δεν ήθελα να μπω, της είπα πως φοβάμαι. «Και πώς θα φτάσεις σπίτι μου; Νόμιζα πως με θέλεις.» Να κάνω πίσω ήταν αργά, μα άλλο τόσο ήταν νωρίς μπροστά να προχωρήσω. Και τότε ήταν που σκέφτηκα την παρακάτω ιδέα. Ας μπούμε, είπα, μα ας κάνουμε πρώτα ένα τσιγάρο. Της πρόσφερα, της άναψα και ύστερα έβαλα φωτιά στο άσπρο πουκάμισο της. Και κάηκε μαζί με αυτήν κι ολόκληρο το δάσος κι όσες ζωές το κατοικούσανε φύγαν κι αυτές μαζί της. Αυτή ήταν η ιστορία μου και αν δεν αρέσει, έχω και άλλες να σας πω. Και είναι φτιαγμένες όλες τους από την ίδια ύλη. Από την στάχτη που άφησε εκείνη εκεί η νύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου