σκηνή πρώτη και μοναδική,
νύχτα και μέρα,
εσωτερικό και εξωτερικό (σπίτι, κόσμος)
Ο ήρωάς μας βρίσκει την πόρτα του σπιτιού του ανοιχτή. Την σπρώχνει και μπαίνει μέσα. Το διαμέρισμά φαίνεται να είναι άδειο. Κάποια σκόρπια, κατεστραμμένα αντικείμενα στο πάτωμα δείχνουν πως ίσως εγκαταλείφθηκε βιαστικά και βίαια. Προχωράει μέσα στα δωμάτια. Παντού η ίδια εικόνα εγκατάλειψης. Σε ένα δωμάτιο βρίσκει κάποια χαρτιά να είναι πεταμένα εδώ και εκεί. Σκύβει, σηκώνει ένα, το κοιτάζει. Ένα σχέδιο, αστείο και τρομακτικό: το κεφάλι μιας κούκλας να πετάγεται μέσα από ένα κουτί με ελατήριο. Από πάνω γράφει: «τι έγινε;». Το διπλώνει και το βάζει μέσα στην τσέπη του. Συνεχίζει. Ανοίγει μια άλλη πόρτα. Ένα δωμάτιο πολύ μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα. Αν και φαίνεται να είναι άδειο και αυτό, ο ήρωας φωνάζει:
ήρωας
Είναι κανείς εδώ;
κανείς
Όχι, κανένας. Φύγε!
Ο ήρωας μας βγαίνει από το μεγάλο δωμάτιο και συνεχίζει να περιπλανιέται μέσα στο σπίτι. Πατάει τους διακόπτες, αλλά τα φώτα δεν ανάβουνε. Συνεχίζει μέσα στο σκοτάδι. Ανοίγει μια άλλη πόρτα. Ένα δωμάτιο ημιφωτισμένο από το φως του δρόμου που έρχεται τρεμοσβήνοντας από το παράθυρο. Βρίσκει στο πάτωμα κάτι σκόρπια μαχαιροπίρουνα. Τα τακτοποιεί συμμετρικά, σαν να είναι πάνω σε τραπέζι. Πάνω στη σκόνη του δαπέδου σχεδιάζει τα όρια ενός φανταστικού τραπεζιού. Ξαπλώνει ανάσκελα ανάμεσα στα μαχαιροπίρουνα. Κλείνει τα μάτια. Χαμογελάει. Ακούγεται ένας ήχος σαν πόρτα που χτυπάει από το ρεύμα του αέρα και ύστερα, να σπάει ένα τζάμι. Ανοίγει τα μάτια. Σηκώνεται. Παίρνει μαζί του ένα μαχαίρι και βγαίνει και από αυτό το δωμάτιο. Προχωράει στο διάδρομο κρατώντας το μαχαίρι, ψηλά, μπροστά από το στήθος του. Φωνάζει πάλι.
ήρωας
Είναι κανείς εκεί;
κανείς
Είναι κάποιος εκεί, έξω, στο μπαλκόνι.
Ο ήρωας μας κατευθύνεται προς το βάθος του διαδρόμου. Ανοίγει την τελευταία πόρτα με δυσκολία, σαν να την σπρώχνει κάποιος από μέσα. Μπαίνει. Το δωμάτιο –άδειο και αυτό- φωτίζεται από το φως της μέρας. Στο βάθος του υπάρχει μία σπασμένη μπαλκονόπορτα. Έξω στο μπαλκόνι βρίσκεται μια γυναίκα που στέκεται με την πλάτη γυρισμένη προς τον ήρωα. Αυτός διασχίζει το δωμάτιο, με το χέρι-μαχαίρι του ψηλά, μπροστά στα μάτια του, σαν να τυφλώνεται από το φως που έρχεται από έξω. Τα βήματα του είναι αργά, σαν κάτι να τον εμποδίζει. Καρφώνει το μαχαίρι πάνω στο κούφωμα της μπαλκονόπορτας και βγαίνει έξω και αυτός.
ήρωας
Τι κάνεις; Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;
γυναίκα
Περίμενα να έρθεις, να μου χτυπήσεις το παράθυρο.
Βαρέθηκα να περιμένω, το έσπασα και βγήκα.
ήρωας
Μόνη σου είσαι; Που πήγαν όλοι οι άλλοι;
γυναίκα
Εγώ είμαι οι άλλοι. Δεν σου κάνω;
ήρωας
Γιατί δεν έφυγες κι εσύ;
γυναίκα
Γιατί εγώ σε πίστεψα. Το ήξερα πως θα ερχόσουν.
ήρωας
Το ήξερες, μα άργησα. Βαρέθηκες, μου είπες.
γυναίκα
Πάντα αργείς, αλλά εντάξει, τα κατάφερες.
Πες μου τι λέει το σχέδιο; Τι έχει παρακάτω;
ήρωας
Κουράστηκα. Νομίζω πως πρέπει πια να κοιμηθώ;
γυναίκα
Κι εγώ;
ήρωας
Κοιμήσου δίπλα μου κι εσύ.
Αφού το όνειρό μου σε χωρά, χωράς και στο κρεβάτι μου.
γυναίκα
Κι αν λείπω, όταν ξυπνήσεις;
ήρωας
Γιατί να λείπεις; Αύριο πρέπει να ξυπνήσουμε νωρίς.
Ο πόλεμος τελείωσε. Πρέπει να φτιάξουμε από την αρχή ολόκληρο τον κόσμο.
γυναίκα
Έτσι, νομίζεις, φτιάχνονται στον κόσμο αυτόν οι κόσμοι;
ήρωας
Όχι, πρέπει κάποιος να βρεθεί να πει την πρώτη λέξη.
γυναίκα
Τι περιμένεις; Πες την!
ήρωας
Περίμενε πρώτα να κοιμηθώ. Κι αύριο μέρα είναι.
Η γυναίκα κάθεται πάνω στο περβάζι, μετά περνάει από έξω τα πόδια της και κρατώντας τα κάγκελα κρέμεται στο κενό. Χαμογελάει, ενώ ο ήρωας απλώνει τα χέρια του για να πιάσει το δικά της.
γυναίκα
Πες την, αλλιώς βουτάω. Αλήθεια λέω, δεν αστειεύομαι.
Πες την! Ακόμα προλαβαίνεις…
Ο ήρωας κρατάει ακόμα τα χέρια της γυναίκας, αλλά παραμένει σιωπηλός. Τα χείλη του ανοιγοκλείνουν, αλλά δεν βγαίνει ήχος. Το κενό από κάτω από την γυναίκα ανοίγει διάπλατα το στόμα του.
νύχτα και μέρα,
εσωτερικό και εξωτερικό (σπίτι, κόσμος)
Ο ήρωάς μας βρίσκει την πόρτα του σπιτιού του ανοιχτή. Την σπρώχνει και μπαίνει μέσα. Το διαμέρισμά φαίνεται να είναι άδειο. Κάποια σκόρπια, κατεστραμμένα αντικείμενα στο πάτωμα δείχνουν πως ίσως εγκαταλείφθηκε βιαστικά και βίαια. Προχωράει μέσα στα δωμάτια. Παντού η ίδια εικόνα εγκατάλειψης. Σε ένα δωμάτιο βρίσκει κάποια χαρτιά να είναι πεταμένα εδώ και εκεί. Σκύβει, σηκώνει ένα, το κοιτάζει. Ένα σχέδιο, αστείο και τρομακτικό: το κεφάλι μιας κούκλας να πετάγεται μέσα από ένα κουτί με ελατήριο. Από πάνω γράφει: «τι έγινε;». Το διπλώνει και το βάζει μέσα στην τσέπη του. Συνεχίζει. Ανοίγει μια άλλη πόρτα. Ένα δωμάτιο πολύ μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα. Αν και φαίνεται να είναι άδειο και αυτό, ο ήρωας φωνάζει:
ήρωας
Είναι κανείς εδώ;
κανείς
Όχι, κανένας. Φύγε!
Ο ήρωας μας βγαίνει από το μεγάλο δωμάτιο και συνεχίζει να περιπλανιέται μέσα στο σπίτι. Πατάει τους διακόπτες, αλλά τα φώτα δεν ανάβουνε. Συνεχίζει μέσα στο σκοτάδι. Ανοίγει μια άλλη πόρτα. Ένα δωμάτιο ημιφωτισμένο από το φως του δρόμου που έρχεται τρεμοσβήνοντας από το παράθυρο. Βρίσκει στο πάτωμα κάτι σκόρπια μαχαιροπίρουνα. Τα τακτοποιεί συμμετρικά, σαν να είναι πάνω σε τραπέζι. Πάνω στη σκόνη του δαπέδου σχεδιάζει τα όρια ενός φανταστικού τραπεζιού. Ξαπλώνει ανάσκελα ανάμεσα στα μαχαιροπίρουνα. Κλείνει τα μάτια. Χαμογελάει. Ακούγεται ένας ήχος σαν πόρτα που χτυπάει από το ρεύμα του αέρα και ύστερα, να σπάει ένα τζάμι. Ανοίγει τα μάτια. Σηκώνεται. Παίρνει μαζί του ένα μαχαίρι και βγαίνει και από αυτό το δωμάτιο. Προχωράει στο διάδρομο κρατώντας το μαχαίρι, ψηλά, μπροστά από το στήθος του. Φωνάζει πάλι.
ήρωας
Είναι κανείς εκεί;
κανείς
Είναι κάποιος εκεί, έξω, στο μπαλκόνι.
Ο ήρωας μας κατευθύνεται προς το βάθος του διαδρόμου. Ανοίγει την τελευταία πόρτα με δυσκολία, σαν να την σπρώχνει κάποιος από μέσα. Μπαίνει. Το δωμάτιο –άδειο και αυτό- φωτίζεται από το φως της μέρας. Στο βάθος του υπάρχει μία σπασμένη μπαλκονόπορτα. Έξω στο μπαλκόνι βρίσκεται μια γυναίκα που στέκεται με την πλάτη γυρισμένη προς τον ήρωα. Αυτός διασχίζει το δωμάτιο, με το χέρι-μαχαίρι του ψηλά, μπροστά στα μάτια του, σαν να τυφλώνεται από το φως που έρχεται από έξω. Τα βήματα του είναι αργά, σαν κάτι να τον εμποδίζει. Καρφώνει το μαχαίρι πάνω στο κούφωμα της μπαλκονόπορτας και βγαίνει έξω και αυτός.
ήρωας
Τι κάνεις; Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;
γυναίκα
Περίμενα να έρθεις, να μου χτυπήσεις το παράθυρο.
Βαρέθηκα να περιμένω, το έσπασα και βγήκα.
ήρωας
Μόνη σου είσαι; Που πήγαν όλοι οι άλλοι;
γυναίκα
Εγώ είμαι οι άλλοι. Δεν σου κάνω;
ήρωας
Γιατί δεν έφυγες κι εσύ;
γυναίκα
Γιατί εγώ σε πίστεψα. Το ήξερα πως θα ερχόσουν.
ήρωας
Το ήξερες, μα άργησα. Βαρέθηκες, μου είπες.
γυναίκα
Πάντα αργείς, αλλά εντάξει, τα κατάφερες.
Πες μου τι λέει το σχέδιο; Τι έχει παρακάτω;
ήρωας
Κουράστηκα. Νομίζω πως πρέπει πια να κοιμηθώ;
γυναίκα
Κι εγώ;
ήρωας
Κοιμήσου δίπλα μου κι εσύ.
Αφού το όνειρό μου σε χωρά, χωράς και στο κρεβάτι μου.
γυναίκα
Κι αν λείπω, όταν ξυπνήσεις;
ήρωας
Γιατί να λείπεις; Αύριο πρέπει να ξυπνήσουμε νωρίς.
Ο πόλεμος τελείωσε. Πρέπει να φτιάξουμε από την αρχή ολόκληρο τον κόσμο.
γυναίκα
Έτσι, νομίζεις, φτιάχνονται στον κόσμο αυτόν οι κόσμοι;
ήρωας
Όχι, πρέπει κάποιος να βρεθεί να πει την πρώτη λέξη.
γυναίκα
Τι περιμένεις; Πες την!
ήρωας
Περίμενε πρώτα να κοιμηθώ. Κι αύριο μέρα είναι.
Η γυναίκα κάθεται πάνω στο περβάζι, μετά περνάει από έξω τα πόδια της και κρατώντας τα κάγκελα κρέμεται στο κενό. Χαμογελάει, ενώ ο ήρωας απλώνει τα χέρια του για να πιάσει το δικά της.
γυναίκα
Πες την, αλλιώς βουτάω. Αλήθεια λέω, δεν αστειεύομαι.
Πες την! Ακόμα προλαβαίνεις…
Ο ήρωας κρατάει ακόμα τα χέρια της γυναίκας, αλλά παραμένει σιωπηλός. Τα χείλη του ανοιγοκλείνουν, αλλά δεν βγαίνει ήχος. Το κενό από κάτω από την γυναίκα ανοίγει διάπλατα το στόμα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου