Σάββατο βράδυ. Με τον Χρήστο τον Μαρτίνη και τον Κώστα τον Πανάτσα-Παπαπρίλη, στο σπίτι του τελευταιού στο Βαρικό Φλωρίνης. Έχουμε περάσει όλη τη μέρα σχεδόν γυρίζοντας τα χωριά στην παραμεθόριο και τώρα έχουμε αράξει, πίνουμε, τρώμε και βάζουμε ο ένας στον άλλον συγγραφικές "ασκήσης". Από τις ασκήσεις αυτές προκύπτουν τέσσερις μικρές, ας πούμε, δικές μου ιστορίες που κάπως διαβάζονται:
Το πρώτο παιχνίδι που θυμάμαι να μου έχουνε δωρίσει ήταν ένα παζλ. Ήμουν μικρός και δεν ήξερα τι ακριβώς θα μπορούσα να κάνω με αυτά τα ασύμμετρα γελοία χαρτονάκια, αλλά η εικόνα πάνω στο κουτί του δώρου μου με κάποιον τρόπο μου υπαγόρευε πως έπρεπε να συναρμολογήσω κάτι που να μοιάζει με μια μορφή που κάποιος άλλος άνθρωπος, τελείως άγνωστος ακόμα και σε εκείνους που έφεραν το δώρο αυτό, είχε ήδη σκεφτεί για λογαριασμό μου. Σκέφτηκα πως το παιχνίδι αυτό είχε μονάχα έναν τρόπο να παιχτεί, πως ήταν ένα δώρο, ας πούμε, σαν μονόδρομος κι αυτό πολύ στ’ αλήθεια με εκνεύρισε. Είπα να το εγκαταλείψω, να το πασάρω στην αδερφή μου ή να το πετάξω από το παράθυρο, μα τελικά το κράτησα και πέρασα την πρώτη μέρα μου μαζί του κόβοντας τις πολύχρωμες ψηφίδες του παζλ με τη βοήθεια ενός ακίνδυνου κατά τα άλλα ψαλιδιού σε περαιτέρω μικρότερα κομμάτια.
-Ποιος είσαι;
-Γιατί ρωτάς; Δεν ξέρεις;
-Δεν μπορεί να είσαι εσύ! Εσύ δεν υπάρχεις!
-Και τότε πώς γίνεται να μου μιλάς;
-Εγώ μιλάω με όποιον θέλω. Έχω ένα σωρό φανταστικούς φίλους, αν θες να ξέρεις. Μπορώ να τους φωνάξω και να έρθουνε τώρα εδώ και να σε δείρουνε.
-Όπως, δηλαδή, φώναξες κι εμένα;
-Δεν σε φώναξα!
-Τώρα φωνάζεις, όμως.
-Φωνάζω γιατί με έχεις εκνευρίσει.
-Για αυτό με θες, λοιπόν, για να εκτονώνεις πάνω μου τα νεύρα σου;
-Όχι, δεν σε θέλω για κανέναν λόγο. Σε φοβάμαι.
-Γιατί φοβάσαι;
-Γιατί είσαι φοβιστικός.
-Όχι εμένα. Γιατί φοβάσαι γενικά;
-Γιατί έτσι θέλω! Δεν θα σου δώσω λογαριασμό! Δεν υπάρχεις!
-Καλά, πάω να κρυφτώ ξανά μες στην ντουλάπα, όταν αρχίσουν πάλι να μαλώνουν οι γονείς σου, ξέρεις που θα με βρεις.
Ήταν Κυριακή. Δούλευα όλη τη βδομάδα σαν τον βλάκα, ακόμα και το Σάββατο και την περίμενα πως και πως για να κοιμηθώ λιγάκι παραπάνω. Με ξύπνησαν πρωί-πρωί οι φίλοι μου. «Πάμε, ρε φίλε, εκδρομή», φώναζαν στο τηλέφωνο. Το έκλεισα και ξανακουκουλώθηκα. Λίγο μετά -δεν είχα προλάβει καν να ξαναμπώ στο όνειρο- άκουσα να μου βαράνε το θυροτηλέφωνο. «Σήκω, ρε φίλε! Έχει μια μέρα σήμερα… Δεν είναι για να κάθεσαι στο σπίτι σου.» Δεν ήταν δυνατό να τους ξεφορτωθώ. Κι ο ύπνος είχε πάει πια περίπατο. «Καλά, ανεβείτε πάνω να πιείτε έναν καφέ, μέχρι να ετοιμαστώ και πάμε όπου γουστάρετε.» Ανέβηκαν. Ο Χρήστος πήγε για να φτιάξει τον καφέ. Ο Κώστας βγήκε στο μπαλκόνι κι άραξε. Βαρούσε ο ήλιος, είχε ιδρώσει, έσταζε. Έβγαλε το πουκάμισο και πήγε να το απλώσει στα σκοινιά. Μια γκόμενα πέρασε από κάτω και τον κοίταξε. Ρούφηξε την κοιλιά του και της χαμογέλασε, σκυμμένος όπως ήταν με το μανταλάκι να τσιμπάει το κενό. «Έτοιμος ο καφές», φώναξε ο άλλος από μέσα και τον τρόμαξε. Την ώρα που έπεφτε, κράτησε την αξιοπρέπεια του, ευτυχώς, και την κοιλιά του ρουφηγμένη, μέχρι να σκάσει στο οδόστρωμα.
"Πώς σε λένε", τον ρώτησα. "Πεινάω και διψάω", απάντησε.
Το πρώτο παιχνίδι που θυμάμαι να μου έχουνε δωρίσει ήταν ένα παζλ. Ήμουν μικρός και δεν ήξερα τι ακριβώς θα μπορούσα να κάνω με αυτά τα ασύμμετρα γελοία χαρτονάκια, αλλά η εικόνα πάνω στο κουτί του δώρου μου με κάποιον τρόπο μου υπαγόρευε πως έπρεπε να συναρμολογήσω κάτι που να μοιάζει με μια μορφή που κάποιος άλλος άνθρωπος, τελείως άγνωστος ακόμα και σε εκείνους που έφεραν το δώρο αυτό, είχε ήδη σκεφτεί για λογαριασμό μου. Σκέφτηκα πως το παιχνίδι αυτό είχε μονάχα έναν τρόπο να παιχτεί, πως ήταν ένα δώρο, ας πούμε, σαν μονόδρομος κι αυτό πολύ στ’ αλήθεια με εκνεύρισε. Είπα να το εγκαταλείψω, να το πασάρω στην αδερφή μου ή να το πετάξω από το παράθυρο, μα τελικά το κράτησα και πέρασα την πρώτη μέρα μου μαζί του κόβοντας τις πολύχρωμες ψηφίδες του παζλ με τη βοήθεια ενός ακίνδυνου κατά τα άλλα ψαλιδιού σε περαιτέρω μικρότερα κομμάτια.
-Ποιος είσαι;
-Γιατί ρωτάς; Δεν ξέρεις;
-Δεν μπορεί να είσαι εσύ! Εσύ δεν υπάρχεις!
-Και τότε πώς γίνεται να μου μιλάς;
-Εγώ μιλάω με όποιον θέλω. Έχω ένα σωρό φανταστικούς φίλους, αν θες να ξέρεις. Μπορώ να τους φωνάξω και να έρθουνε τώρα εδώ και να σε δείρουνε.
-Όπως, δηλαδή, φώναξες κι εμένα;
-Δεν σε φώναξα!
-Τώρα φωνάζεις, όμως.
-Φωνάζω γιατί με έχεις εκνευρίσει.
-Για αυτό με θες, λοιπόν, για να εκτονώνεις πάνω μου τα νεύρα σου;
-Όχι, δεν σε θέλω για κανέναν λόγο. Σε φοβάμαι.
-Γιατί φοβάσαι;
-Γιατί είσαι φοβιστικός.
-Όχι εμένα. Γιατί φοβάσαι γενικά;
-Γιατί έτσι θέλω! Δεν θα σου δώσω λογαριασμό! Δεν υπάρχεις!
-Καλά, πάω να κρυφτώ ξανά μες στην ντουλάπα, όταν αρχίσουν πάλι να μαλώνουν οι γονείς σου, ξέρεις που θα με βρεις.
Ήταν Κυριακή. Δούλευα όλη τη βδομάδα σαν τον βλάκα, ακόμα και το Σάββατο και την περίμενα πως και πως για να κοιμηθώ λιγάκι παραπάνω. Με ξύπνησαν πρωί-πρωί οι φίλοι μου. «Πάμε, ρε φίλε, εκδρομή», φώναζαν στο τηλέφωνο. Το έκλεισα και ξανακουκουλώθηκα. Λίγο μετά -δεν είχα προλάβει καν να ξαναμπώ στο όνειρο- άκουσα να μου βαράνε το θυροτηλέφωνο. «Σήκω, ρε φίλε! Έχει μια μέρα σήμερα… Δεν είναι για να κάθεσαι στο σπίτι σου.» Δεν ήταν δυνατό να τους ξεφορτωθώ. Κι ο ύπνος είχε πάει πια περίπατο. «Καλά, ανεβείτε πάνω να πιείτε έναν καφέ, μέχρι να ετοιμαστώ και πάμε όπου γουστάρετε.» Ανέβηκαν. Ο Χρήστος πήγε για να φτιάξει τον καφέ. Ο Κώστας βγήκε στο μπαλκόνι κι άραξε. Βαρούσε ο ήλιος, είχε ιδρώσει, έσταζε. Έβγαλε το πουκάμισο και πήγε να το απλώσει στα σκοινιά. Μια γκόμενα πέρασε από κάτω και τον κοίταξε. Ρούφηξε την κοιλιά του και της χαμογέλασε, σκυμμένος όπως ήταν με το μανταλάκι να τσιμπάει το κενό. «Έτοιμος ο καφές», φώναξε ο άλλος από μέσα και τον τρόμαξε. Την ώρα που έπεφτε, κράτησε την αξιοπρέπεια του, ευτυχώς, και την κοιλιά του ρουφηγμένη, μέχρι να σκάσει στο οδόστρωμα.
"Πώς σε λένε", τον ρώτησα. "Πεινάω και διψάω", απάντησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου