Δεκέμβριος 2012. Όχι, δεν πρόκειται εκτενώς να αναφερθώ στα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μου, για δύο λόγους. Πρώτον, διότι αυτά αποτελούν υλικό για δύο άλλα (προσεχώς) βιβλία – ένα για όσα αφορούν την περιπέτεια της υγείας μου και ένα για το, ας το πούμε αστυνομικό, θρίλερ στο οποίο βρέθηκα να συμπρωταγωνιστώ, χωρίς ωστόσο να έχω ρωτηθεί ποτέ εάν το επιθυμώ και κυρίως χωρίς να έχω ρίξει έστω μία ματιά στο γαμημένο το σενάριο. Δεύτερον, επειδή σε αντίθεση με τον πρώτο μεγάλο πόλεμο, όπου γνώρισα οπωσδήποτε μία πανωλεθρία, στο δεύτερο φρόντισα να συμπαραταχθώ με το στρατόπεδο των νικητών και έτσι όταν έληξε –όπως έληξε- βρέθηκα να έχω υπό την κατοχή μου τόσο μεγάλο κομμάτι του μεταπολεμικού κόσμου, που ειλικρινά πού να βρεθεί καιρός να ασχοληθώ με ανθρώπους που μέχρι χθες το βράδυ δεν τους γνώριζα και που ως αύριο το πρωί μάλλον δε θα θυμάμαι. Ως εκ τούτου, ιδού λοιπόν εγώ, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2012, ξανά στο σπίτι στα Παλιά, απέναντι από το διαχρονικά αγαπημένο στέκι μου, στο οποίο πλέον, όποτε το επισκέπτομαι, πίνω μονάχα μπύρες χωρίς αλκοόλ και λεμονάδα σπιτική, που έχει φτιάξει λίγο πριν ο ίδιος ο συγκάτοικός μου. Μετά από τον μίζερο χωρισμό από τον τρίτο συνεχόμενο δεσμό μου, που ουσιαστικά ξεκίνησε κι αυτός μες στο «πωσάκι», και μετά την πρόσφατη απροσδόκητη αποκάλυψη –πραγματικά, τι άλλο έπρεπε ακόμα να συμβεί για να το καταλάβω;- της αυτοκαταστροφικής εξάρτησής μου, παλεύω να πιάσω το πράγμα από την αρχή, αν και οι δυνάμεις του εχθρού θα δείξουν τόσο πεισματική αντίδραση που ουσιαστικά θα πρέπει να περιμένω ως την άνοιξη για να ξεφορτωθώ το παρελθόν οριστικά και να συνεχίσω πια ανενόχλητος να κάνω τα δικά μου.
Δεκέμβριος 2012. Το Posh, λόγω κακού υπολογισμού, παρά λίγο να γιορτάσει πριν λίγες μέρες τα δέκατα γενέθλια του. Ίσως αυτό το παρά λίγο λάθος να οφείλεται στη ζωηρή επιθυμία μας να αναβιώσουμε μια εποχή που μόνο με τεχνάσματα μπορεί να επιστρέψει. Κανένα στέκι, καμιά νυχτερινή ζωή δεν είναι πλέον δυνατόν να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τις μη αναστρέψιμες ζωές μας. Ο κόσμος έχει αλλάξει πια για τα καλά. Κάποτε έμοιαζε χαζοχαρούμενος κι εμείς με προθυμία τότε αλλάζαμε ρόλους και σκοπούς, ανάλογα με το αν η χαζομάρα ή η χαρά βάραινε σε ελαφράδα περισσότερο στη ζυγαριά της καθημερινότητάς μας. Τώρα από χαζοχαρούμενοι έχουμε γίνει χαζοσοβαροί. Τώρα οι ουσίες πια δε βοηθούν γιατί έχουμε πια πιστέψει –άλλοι μας το επέβαλαν, αλλά αυτό όχι, άλλοθι δεν αποτελεί, πως στην πραγματικότητα ουσία δεν υπάρχει. Κάποτε ξενυχτούσαμε – τώρα πια ξαγρυπνάμε. Τρίτη βράδυ. Είμαι στο σπίτι. Ακόμα είναι νωρίς, αλλά η αγωγή που ακολουθώ μου φέρνει τέτοια υπνηλία, που ουσιαστικά κοιμάμαι από πολύ πριν τυπικά ξαπλώσω στο κρεβάτι μου. Έχω πια κατανικήσει την εκδοτική μελαγχολία μου –πάνε πέντε χρόνια σχεδόν από τότε που κυκλοφόρησε το τελευταίο μου βιβλίο- δημοσιεύοντας διαρκώς στο διαδίκτυο υπό την ηλεκτρονική περσόνα των Dreamtigers. Τώρα γράφω κάτι σχετικό με τη συντέλεια που αναμένεται σε λίγα εικοσιτετράωρα. Πλάι στο γραφείο μου μία μισάνοιχτη βαλίτσα με περιμένει να την πάω κάπου μακριά. Ναι, έχω πεισμώσει με όλα αυτά. Και αν ακόμα ο κόσμος μας καταστραφεί, εγώ θα ταξιδέψω! Κάποιος χτυπάει το παράθυρο. Ποιος είναι τέτοια ώρα; Η αφελής κι αθώα εποχή μας έχει πια τελειώσει, και όλα σχεδόν σε αυτήν την γειτονιά φαντάζουν σκοτεινά και ύποπτα. Από το μεταφυσικό μου θρίλερ περνάω αυτομάτως στο αστυνομικό, λες και κάνω ζάπινγκ μέσα στο θολό κεφάλι μου. Κοιτάζω μέσα από τις χαραμάδες. Ποιος είναι αυτός; Κάπου τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο… Απίστευτο! Ο φίλος! Ανοίγω το παράθυρο και η ψύχρα με ξυπνάει.
-Τι έγινε; Που χάθηκες; Που ήσουν τόσα χρόνια;
-Σου είπα, πήγα να πάρω κάτι από το αμάξι μου. Τι απέγινε εκείνο το ποτό μου;
-Το ήπια, ρε. Δεν πίστεψα πως θα ξαναγυρίσεις.
-Πάντα αυτό κάνεις, δηλαδή; Πίνεις για να πιστέψεις;
-Δεν πίνω πια.
-Δεν το χρειάζεσαι.
-Πώς είσαι τόσο σίγουρος;
-Έπεσες μέσα, όταν ήσουνα μικρός. Τα φίλτρα δε σε πιάνουν. Ψάξε κάτι πιο δυνατό να βρεις. Και όταν το βρεις, κέρνα κι εμένα εκείνο που μου οφείλεις.
Τρίτη βράδυ. Στο βάθος της οδού Αλμυρού, κάπου εκεί απέναντι από τα Κτελ κάποιος ανοίγει μια τρύπα στης νύχτας το βαρέλι, τα άστρα από την τρύπα αυτήν ξεχύνονται, κι ως το πρωί θα έχουνε μπαζώσει τη είσοδο της πόλης.
Δεκέμβριος 2012. Το Posh, λόγω κακού υπολογισμού, παρά λίγο να γιορτάσει πριν λίγες μέρες τα δέκατα γενέθλια του. Ίσως αυτό το παρά λίγο λάθος να οφείλεται στη ζωηρή επιθυμία μας να αναβιώσουμε μια εποχή που μόνο με τεχνάσματα μπορεί να επιστρέψει. Κανένα στέκι, καμιά νυχτερινή ζωή δεν είναι πλέον δυνατόν να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τις μη αναστρέψιμες ζωές μας. Ο κόσμος έχει αλλάξει πια για τα καλά. Κάποτε έμοιαζε χαζοχαρούμενος κι εμείς με προθυμία τότε αλλάζαμε ρόλους και σκοπούς, ανάλογα με το αν η χαζομάρα ή η χαρά βάραινε σε ελαφράδα περισσότερο στη ζυγαριά της καθημερινότητάς μας. Τώρα από χαζοχαρούμενοι έχουμε γίνει χαζοσοβαροί. Τώρα οι ουσίες πια δε βοηθούν γιατί έχουμε πια πιστέψει –άλλοι μας το επέβαλαν, αλλά αυτό όχι, άλλοθι δεν αποτελεί, πως στην πραγματικότητα ουσία δεν υπάρχει. Κάποτε ξενυχτούσαμε – τώρα πια ξαγρυπνάμε. Τρίτη βράδυ. Είμαι στο σπίτι. Ακόμα είναι νωρίς, αλλά η αγωγή που ακολουθώ μου φέρνει τέτοια υπνηλία, που ουσιαστικά κοιμάμαι από πολύ πριν τυπικά ξαπλώσω στο κρεβάτι μου. Έχω πια κατανικήσει την εκδοτική μελαγχολία μου –πάνε πέντε χρόνια σχεδόν από τότε που κυκλοφόρησε το τελευταίο μου βιβλίο- δημοσιεύοντας διαρκώς στο διαδίκτυο υπό την ηλεκτρονική περσόνα των Dreamtigers. Τώρα γράφω κάτι σχετικό με τη συντέλεια που αναμένεται σε λίγα εικοσιτετράωρα. Πλάι στο γραφείο μου μία μισάνοιχτη βαλίτσα με περιμένει να την πάω κάπου μακριά. Ναι, έχω πεισμώσει με όλα αυτά. Και αν ακόμα ο κόσμος μας καταστραφεί, εγώ θα ταξιδέψω! Κάποιος χτυπάει το παράθυρο. Ποιος είναι τέτοια ώρα; Η αφελής κι αθώα εποχή μας έχει πια τελειώσει, και όλα σχεδόν σε αυτήν την γειτονιά φαντάζουν σκοτεινά και ύποπτα. Από το μεταφυσικό μου θρίλερ περνάω αυτομάτως στο αστυνομικό, λες και κάνω ζάπινγκ μέσα στο θολό κεφάλι μου. Κοιτάζω μέσα από τις χαραμάδες. Ποιος είναι αυτός; Κάπου τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο… Απίστευτο! Ο φίλος! Ανοίγω το παράθυρο και η ψύχρα με ξυπνάει.
-Τι έγινε; Που χάθηκες; Που ήσουν τόσα χρόνια;
-Σου είπα, πήγα να πάρω κάτι από το αμάξι μου. Τι απέγινε εκείνο το ποτό μου;
-Το ήπια, ρε. Δεν πίστεψα πως θα ξαναγυρίσεις.
-Πάντα αυτό κάνεις, δηλαδή; Πίνεις για να πιστέψεις;
-Δεν πίνω πια.
-Δεν το χρειάζεσαι.
-Πώς είσαι τόσο σίγουρος;
-Έπεσες μέσα, όταν ήσουνα μικρός. Τα φίλτρα δε σε πιάνουν. Ψάξε κάτι πιο δυνατό να βρεις. Και όταν το βρεις, κέρνα κι εμένα εκείνο που μου οφείλεις.
Τρίτη βράδυ. Στο βάθος της οδού Αλμυρού, κάπου εκεί απέναντι από τα Κτελ κάποιος ανοίγει μια τρύπα στης νύχτας το βαρέλι, τα άστρα από την τρύπα αυτήν ξεχύνονται, κι ως το πρωί θα έχουνε μπαζώσει τη είσοδο της πόλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου