Ιούνιος 2013. Η ανατολή της μεταπολεμικής μου εποχής έχει συμπέσει με την πιο γενναιόδωρη περίοδο του χρόνου. Το έχω ξαναγράψει, το να υποδέχεσαι μία καινούρια άνοιξη, το να συνειδητοποιείς ότι περιλαμβάνεσαι στο καστ της μεγαλύτερης παραγωγής που λέγεται «καινούριο καλοκαίρι», ειδικά όταν έχει προηγηθεί ένας χειμώνας μοχθηρός και επικίνδυνος, δίνει τις περισσότερες φορές μίαν αίσθηση αθανασίας, που είναι ικανή να ξελογιάσει και να θέσει σε διαστημική τροχιά ανθρώπους πολύ λιγότερο ψωνισμένους από τον αλαζόνα αφηγητή αυτής της ιστορίας. Έτσι, αφού ο Δεύτερος Παγκόσμιος μου Πόλεμος τερματίστηκε πριν από δύο μήνες, με τρόπο αίσιο για τις ημέτερες δυνάμεις. Αφού ολοκληρώθηκαν ταυτόχρονα σχεδόν τα δύο θρίλερ όπου εμφανιζόμουν (για περισσότερες πληροφορίες αναζητήστε τα επόμενα βιβλία των dreamtigers). Έστησα το ρωμαϊκό μου θρίαμβο εκεί όπου κάποτε υψωνότανε και άπλωνε ο πλάτανος του Posh, για να τον βλέπω κάθε πρωί μόλις ξυπνώ από το παράθυρό απέναντι και όσοι περνούν από τα Παλιά όλοι να τον κοιτούνε.
Ιούνιος 2013. Το Posh, παρά τη γλυκερή του παρακμή, που έτσι κι αλλιώς του πάει, παραμένει το ωραιότερο καλοκαιρινό μπαρ της πόλης μας. Ένα μπητς μπαρ όπου, ελλείψει θάλασσας, μπορεί ο καθένας ελεύθερα να φανταστεί και να κατασκευάσει τη δικιά του. Κι αν ζεσταθεί, κι άμα καεί, μέσα της να βουτήξει. Είναι η περίοδος όπου γιορτάζεται η «Μέρα της Μουσικής», της οποίας ο τίτλος είναι μάλλον παραπλανητικός, αφού οι εκδηλώσεις της κρατούν καμιά βδομάδα. Από αυτές οι περισσότερες γίνονται στην ευρύτερή μας γειτονιά, έτσι ακόμα και αν δεν θέλουμε, ξυπνούμε και κοιμόμαστε μέσα σε ένα κλίμα εορταστικό, που μας θυμίζει έντονα, έστω για λίγες μέρες, τις παλαιότερες ένδοξες εποχές. Τα πιο τρελά μας χρόνια. Και αν πιο παλιά ήταν αυτά τα πανηγύρια ακριβώς που προτιμούσα με τρόπο να αποφεύγω, φέτος όχι μονάχα θέλω να βρίσκομαι εδώ, αλλά στ’ αλήθεια λαχταρώ μαζί τους να γιορτάσω. Μέχρι και που κάποιες στιγμές αισθάνομαι πως στην πραγματικότητα για πάρτη μου είναι που γίνονται όλα αυτά. Δικιά μου είναι η γιορτή κι όλες αυτές οι διάφανες γυναίκες γύρω μου για μένα έχουν έρθει.
Σάββατο ξημερώματα. Κανείς δε θέλει να επιστρέψει σπίτι του. Ολόκληρη η πλατεία είναι γεμάτη κόσμο. Ολόκληρη η γειτονιά, ενδεχομένως και ολόκληρη η πόλη έχουνε γίνει η αυλή αυτού του μπαρ, όπου εξακολουθούν επίμονα να παίζουν παιδιά, που μέσα σε όλο ετούτο το χαμό ξεχάστηκαν και ξέχασαν πως έπρεπε λίγο να μεγαλώσουν. Υπάρχουν άνθρωποι που αύριο θα τους ρωτούν, τί έκαναν χθες βράδυ, και θα απαντούν με φυσικότητα, «πήγα μια βόλτα από το Posh». Κι ας μην πλησίασαν καν προς τα Παλιά. Και ας μη βγήκανε ποτέ έξω από το σπίτι. Και όμως, δεν θα λένε ψέματα.
Σάββατο ξημερώματα. Μέσα στο Posh έχουμε μείνει λίγοι. Όλοι μας γνωριζόμαστε καλά εδώ και δέκα χρόνια. Όλοι έχουμε δει ο ένας τον άλλον σε στιγμές που σίγουρα θα θέλαμε να έχουμε λησμονήσει. Όλοι έχουμε υπάρξει μάρτυρες στων άλλων, στου καθενός, στου κανενός τις περιπέτειες, τις ήττες, τους θριάμβους. Όλοι έχουμε κατά λάθος πιει από των άλλων ποτά. Όλοι έχουμε σκοπίμως μεταδώσει σε όλους τους άλλους ασθένειες ανίατες που κανενός η ιατρική δεν πρόκειται ποτέ να θεραπεύσει. Μόνη εξαίρεση μια ψηλή μελαχρινή, με εξωτικά χαρακτηριστικά παράξενα, που επιμένει να χορεύει μόνη της κάτω από τη νάρκη. Όσο εγώ την παρακολουθώ, τόσο αυτή γελάει. Την κάνω να γελάει, σκέφτομαι και λέω να πιω κάτι σε αυτό και παραγγέλνω άλλη μια λεμονάδα. Ο Νίκος, ο Αντώνης με πλησιάζουν ξαφνικά με εχθρικές διαθέσεις.
-Ρε φίλε, πώς τα καταφέρνεις χωρίς να πίνεις να μεθάς. Πες μας το μυστικό σου!
-Αν ήξερα με πόσα πολλά πράγματα μπορεί να γίνει ο άνθρωπος, δε θα είχα ζήσει ούτε μια στιγμή ξενέρωτος.
-Και η Ινδιάνα, τι λέει; Είσαστε μαζί;
-Είναι μια φίλη. Την φιλοξενώ. Μαλάκες, τι γελάτε;
Σάββατο ξημερώματα. Τα φώτα σβήνουν ξαφνικά. Η μουσική σωπαίνει. Στον τοίχο τα ανθρωπάκια ανοίγουνε τα μάτια τους. Όλος ο κόσμος έχει εξαφανιστεί. Ο πλάτανος έχει ξανά φουντώσει και τα κλαδιά του μπαίνουν μες στο μαγαζί. Τους τοίχους αγκαλιάζουν. Θέλω να δω τι γίνεται. Πάω κοντά στην πόρτα. Χιονίζει. Είμαι με το κοντομάνικο, αλλά για κάποιο λόγο ζεσταίνομαι ακόμα. Παίρνω μια καρέκλα και κάθομαι να απολαύσω από κοντά το θαύμα. Κάθομαι και κοιτάζω τον χρόνο που στάζει από ψηλά. Όμορφα. Τρομακτικά. Αθόρυβα.
Ιούνιος 2013. Το Posh, παρά τη γλυκερή του παρακμή, που έτσι κι αλλιώς του πάει, παραμένει το ωραιότερο καλοκαιρινό μπαρ της πόλης μας. Ένα μπητς μπαρ όπου, ελλείψει θάλασσας, μπορεί ο καθένας ελεύθερα να φανταστεί και να κατασκευάσει τη δικιά του. Κι αν ζεσταθεί, κι άμα καεί, μέσα της να βουτήξει. Είναι η περίοδος όπου γιορτάζεται η «Μέρα της Μουσικής», της οποίας ο τίτλος είναι μάλλον παραπλανητικός, αφού οι εκδηλώσεις της κρατούν καμιά βδομάδα. Από αυτές οι περισσότερες γίνονται στην ευρύτερή μας γειτονιά, έτσι ακόμα και αν δεν θέλουμε, ξυπνούμε και κοιμόμαστε μέσα σε ένα κλίμα εορταστικό, που μας θυμίζει έντονα, έστω για λίγες μέρες, τις παλαιότερες ένδοξες εποχές. Τα πιο τρελά μας χρόνια. Και αν πιο παλιά ήταν αυτά τα πανηγύρια ακριβώς που προτιμούσα με τρόπο να αποφεύγω, φέτος όχι μονάχα θέλω να βρίσκομαι εδώ, αλλά στ’ αλήθεια λαχταρώ μαζί τους να γιορτάσω. Μέχρι και που κάποιες στιγμές αισθάνομαι πως στην πραγματικότητα για πάρτη μου είναι που γίνονται όλα αυτά. Δικιά μου είναι η γιορτή κι όλες αυτές οι διάφανες γυναίκες γύρω μου για μένα έχουν έρθει.
Σάββατο ξημερώματα. Κανείς δε θέλει να επιστρέψει σπίτι του. Ολόκληρη η πλατεία είναι γεμάτη κόσμο. Ολόκληρη η γειτονιά, ενδεχομένως και ολόκληρη η πόλη έχουνε γίνει η αυλή αυτού του μπαρ, όπου εξακολουθούν επίμονα να παίζουν παιδιά, που μέσα σε όλο ετούτο το χαμό ξεχάστηκαν και ξέχασαν πως έπρεπε λίγο να μεγαλώσουν. Υπάρχουν άνθρωποι που αύριο θα τους ρωτούν, τί έκαναν χθες βράδυ, και θα απαντούν με φυσικότητα, «πήγα μια βόλτα από το Posh». Κι ας μην πλησίασαν καν προς τα Παλιά. Και ας μη βγήκανε ποτέ έξω από το σπίτι. Και όμως, δεν θα λένε ψέματα.
Σάββατο ξημερώματα. Μέσα στο Posh έχουμε μείνει λίγοι. Όλοι μας γνωριζόμαστε καλά εδώ και δέκα χρόνια. Όλοι έχουμε δει ο ένας τον άλλον σε στιγμές που σίγουρα θα θέλαμε να έχουμε λησμονήσει. Όλοι έχουμε υπάρξει μάρτυρες στων άλλων, στου καθενός, στου κανενός τις περιπέτειες, τις ήττες, τους θριάμβους. Όλοι έχουμε κατά λάθος πιει από των άλλων ποτά. Όλοι έχουμε σκοπίμως μεταδώσει σε όλους τους άλλους ασθένειες ανίατες που κανενός η ιατρική δεν πρόκειται ποτέ να θεραπεύσει. Μόνη εξαίρεση μια ψηλή μελαχρινή, με εξωτικά χαρακτηριστικά παράξενα, που επιμένει να χορεύει μόνη της κάτω από τη νάρκη. Όσο εγώ την παρακολουθώ, τόσο αυτή γελάει. Την κάνω να γελάει, σκέφτομαι και λέω να πιω κάτι σε αυτό και παραγγέλνω άλλη μια λεμονάδα. Ο Νίκος, ο Αντώνης με πλησιάζουν ξαφνικά με εχθρικές διαθέσεις.
-Ρε φίλε, πώς τα καταφέρνεις χωρίς να πίνεις να μεθάς. Πες μας το μυστικό σου!
-Αν ήξερα με πόσα πολλά πράγματα μπορεί να γίνει ο άνθρωπος, δε θα είχα ζήσει ούτε μια στιγμή ξενέρωτος.
-Και η Ινδιάνα, τι λέει; Είσαστε μαζί;
-Είναι μια φίλη. Την φιλοξενώ. Μαλάκες, τι γελάτε;
Σάββατο ξημερώματα. Τα φώτα σβήνουν ξαφνικά. Η μουσική σωπαίνει. Στον τοίχο τα ανθρωπάκια ανοίγουνε τα μάτια τους. Όλος ο κόσμος έχει εξαφανιστεί. Ο πλάτανος έχει ξανά φουντώσει και τα κλαδιά του μπαίνουν μες στο μαγαζί. Τους τοίχους αγκαλιάζουν. Θέλω να δω τι γίνεται. Πάω κοντά στην πόρτα. Χιονίζει. Είμαι με το κοντομάνικο, αλλά για κάποιο λόγο ζεσταίνομαι ακόμα. Παίρνω μια καρέκλα και κάθομαι να απολαύσω από κοντά το θαύμα. Κάθομαι και κοιτάζω τον χρόνο που στάζει από ψηλά. Όμορφα. Τρομακτικά. Αθόρυβα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου