Ιούλιος 2005. Καύσων μέσα και έξω. Έχω επιστρέψει για τα καλά στην πόλη μου, αν και ακόμα δε θέλω μάλλον να το πιστέψω. Αν και είχα κάνει σχέδια πολλά για διακοπές, φαίνεται πως έχω για τα καλά εγκλωβιστεί στο προσωπικό μου Τρίγωνο των Βερμούδων, που σχηματίζουν επί της μοιραίας πλατείας Παλαιών το τσιπουράδικο «Η Κερασιά», το «Posh» και το αρχαίο πατσατζίδικο «Ο Κόπανος». Από το τελευταίο μόλις ένα μήνα νωρίτερα με έχουν ανασύρει τα σωστικά τα συνεργεία των καινούριων φίλων μου κατόπιν μιας ακόμα ανεξήγητης εξωσωματικής, ενδιαφέρουσας κατά τα άλλα εμπειρίας. Αφού έχω παραστήσει για κανένα μήνα το καλό παιδί τρώγοντας όλο το φαγητό μου και τίποτα άλλο αξιοκατάκριτο κι αφού κορόιδεψα τον ίδιο τον οργανισμό μου κι αυτός μου έδειξε ο αφελής σημάδια μιας ανάκαμψης, επέστρεψα, ωσάν να μην είχε τίποτα συμβεί, στους αγωνιστικούς μου χώρους. Επίσης έχω αποκτήσει μια νέα πολύ κακιά συνήθεια. Γράφω. Γράφω ιστορίες, σενάρια, ποιήματα, δυο χρόνια αργότερα θα μάθω πως έχω γράψει το καλοκαίρι εκείνο ένα ολόκληρο κάτι σαν μυθιστόρημα. Το πρόβλημα όμως είναι πως γράφω μόνον υπό την επήρεια. Και επιμένω να βάζω κάποιον εκείνη τη στιγμή, που ακόμα δεν έχει στεγνώσει το μελάνι μου, να με διαβάσει με το ζόρι. Κι επειδή μου είναι δύσκολο να κουβαλάω μαζί τον υπολογιστή μου στα Παλιά, τα βράδια γράφω στο κινητό μου. Γράφω μηνύματα και ύστερα τα στέλνω. Και το επόμενο πρωί συλλέγω τις παρεξηγήσεις των νυχτερινών αλόγιστων δραστηριοτήτων μου και αμέριμνος τις βουτάω μέσα στον καφέ μου.
-Τι ήταν αυτό που έστειλες στην Έλενα χθες βράδυ;
-Τι έστειλα; Ποια Έλενα; Εσύ, πάλι, ποιος είσαι;
-Μαλάκα είσαι παλαβός; Φρίκαρε η κοπέλα!
-Ε, είχα πιει… δεν ήξερα… βρε δε γαμιέστε όλοι!
-Εσένα να δούμε τελικά ποιος θα πρωτογαμήσει.
Τετάρτη απόγευμα. Το Posh κλείνει για καλοκαιρινές διακοπές και ο Χρήστος έχει ζητήσει από όλους τους καλούς πελάτες του να βοηθήσουνε να αδειάσουμε την κάβα. Στο μεταξύ, κι αφού έχει μεσολαβήσει μια μεσημεριανή γλυκανισούχα Κερασιά, εγώ έχω αποκοιμηθεί –δεν είχε νόημα να πάω ως το σπίτι- στον καναπέ του μαγαζιού και ονειρεύομαι πως έρχεται κάποια στιγμή η σερβιτόρα υπηρεσίας παρέα με τη νύχτα, ξαπλώνει, λέει, δίπλα μου και προσπαθεί με τρόπο μάλλον ανορθόδοξο κάπως να με ξυπνήσει.
Τετάρτη βράδυ. Έχω μόλις ξυπνήσει και ενώ την ώρα που το προσωπικό του Posh ετοιμάζεται για το μεγάλο πάρτυ, εγώ παίρνω το «πρωινό» μου κάτω από τον πλάτανο, που βρίσκεται μπροστά στην είσοδο του καταστήματος. Κάτω από το δέντρο αυτό, ένα από τα αρχαιότερα σε ολόκληρη την πόλη, βρίσκεται η μεγαλύτερη και σίγουρα η πιο επικίνδυνη χρονοπαγίδα που έχω ποτέ γνωρίσει. Πάνω από τη γειτονιά απλώνεται μια ησυχία σαγηνευτική, η μουσική της άκριας της πόλης. Ακόμα το Posh είναι το μόνο μπαρ της περιοχής και έχοντας κληρονομήσει το κακόφημό της παρελθόν δεν κινδυνεύει ακόμα από την χαζοχαρούμενη επέλαση των εστιατορίων και των ξενυχτάδικων που πρόκειται τα χρόνια που έρχονται μοιραία να ακολουθήσει. Η σερβιτόρα έρχεται με δύο παγωμένες μπύρες και κάθεται στο πλάι μου. Μου λέει πως σε λίγες μέρες φεύγει για τη Φολέγανδρο και ύστερα με ρωτάει γιατί γελάω. Μια γάτα μας κοιτάζει από απέναντι. Γνωρίζει όλα όσα σκοπεύουν να συμβούν, αλλά δε θέλει καθόλου να μιλήσει.
-Μένει, άραγε, κανείς μέσα σε αυτό το σπίτι;
-Θα μένω εγώ σε πέντε περίπου χρόνια από τώρα.
Τετάρτη βράδυ. Το μαγαζί σιγά-σιγά γεμίζει. Σε λίγη ώρα η μικρή πλατεία μας θα έχει πλημμυρίσει. «Τρελή βραδιά!» «Σε πέντε λεπτά από τώρα, θα δεις, θα γίνεται χαμός.» «Όλοι εδώ θα έρθουνε απόψε...» Όλοι γιορτάζουν την πιο μεθυστική, την πιο λυτρωτική, την πιο ύποπτη ανάπαυλα του πιο προσωπικού πολέμου τους. Τότε ακόμα πίστευα πως είμαι εγώ ο μοναδικός εμπόλεμος σε έναν τόσο παράλογα ειρηνευμένο κόσμο. Δεν έβλεπα πως όλοι οι άλλοι γύρω μου ζούσαν, χόρευαν, ερωτεύονταν σε μια ατμόσφαιρα ψυχροπολεμική, που δε θα αργούσε καθόλου να βγει από την κατάψυξη, να θερμανθεί απότομα μέσα στην κατσαρόλα της μοχθηρής πραγματικότητας και όλους μας τελικά να ζεματίσει. Μα ακόμα είμαστε στο 2005. Ακόμα ο Χρήστος πίσω από το μπαρ γεμίζει αδιάκοπα στρατιές με σφηνοπότηρα.
-Παιδιά, θα πιούμε κάτι;
-Τι ήταν αυτό που έστειλες στην Έλενα χθες βράδυ;
-Τι έστειλα; Ποια Έλενα; Εσύ, πάλι, ποιος είσαι;
-Μαλάκα είσαι παλαβός; Φρίκαρε η κοπέλα!
-Ε, είχα πιει… δεν ήξερα… βρε δε γαμιέστε όλοι!
-Εσένα να δούμε τελικά ποιος θα πρωτογαμήσει.
Τετάρτη απόγευμα. Το Posh κλείνει για καλοκαιρινές διακοπές και ο Χρήστος έχει ζητήσει από όλους τους καλούς πελάτες του να βοηθήσουνε να αδειάσουμε την κάβα. Στο μεταξύ, κι αφού έχει μεσολαβήσει μια μεσημεριανή γλυκανισούχα Κερασιά, εγώ έχω αποκοιμηθεί –δεν είχε νόημα να πάω ως το σπίτι- στον καναπέ του μαγαζιού και ονειρεύομαι πως έρχεται κάποια στιγμή η σερβιτόρα υπηρεσίας παρέα με τη νύχτα, ξαπλώνει, λέει, δίπλα μου και προσπαθεί με τρόπο μάλλον ανορθόδοξο κάπως να με ξυπνήσει.
Τετάρτη βράδυ. Έχω μόλις ξυπνήσει και ενώ την ώρα που το προσωπικό του Posh ετοιμάζεται για το μεγάλο πάρτυ, εγώ παίρνω το «πρωινό» μου κάτω από τον πλάτανο, που βρίσκεται μπροστά στην είσοδο του καταστήματος. Κάτω από το δέντρο αυτό, ένα από τα αρχαιότερα σε ολόκληρη την πόλη, βρίσκεται η μεγαλύτερη και σίγουρα η πιο επικίνδυνη χρονοπαγίδα που έχω ποτέ γνωρίσει. Πάνω από τη γειτονιά απλώνεται μια ησυχία σαγηνευτική, η μουσική της άκριας της πόλης. Ακόμα το Posh είναι το μόνο μπαρ της περιοχής και έχοντας κληρονομήσει το κακόφημό της παρελθόν δεν κινδυνεύει ακόμα από την χαζοχαρούμενη επέλαση των εστιατορίων και των ξενυχτάδικων που πρόκειται τα χρόνια που έρχονται μοιραία να ακολουθήσει. Η σερβιτόρα έρχεται με δύο παγωμένες μπύρες και κάθεται στο πλάι μου. Μου λέει πως σε λίγες μέρες φεύγει για τη Φολέγανδρο και ύστερα με ρωτάει γιατί γελάω. Μια γάτα μας κοιτάζει από απέναντι. Γνωρίζει όλα όσα σκοπεύουν να συμβούν, αλλά δε θέλει καθόλου να μιλήσει.
-Μένει, άραγε, κανείς μέσα σε αυτό το σπίτι;
-Θα μένω εγώ σε πέντε περίπου χρόνια από τώρα.
Τετάρτη βράδυ. Το μαγαζί σιγά-σιγά γεμίζει. Σε λίγη ώρα η μικρή πλατεία μας θα έχει πλημμυρίσει. «Τρελή βραδιά!» «Σε πέντε λεπτά από τώρα, θα δεις, θα γίνεται χαμός.» «Όλοι εδώ θα έρθουνε απόψε...» Όλοι γιορτάζουν την πιο μεθυστική, την πιο λυτρωτική, την πιο ύποπτη ανάπαυλα του πιο προσωπικού πολέμου τους. Τότε ακόμα πίστευα πως είμαι εγώ ο μοναδικός εμπόλεμος σε έναν τόσο παράλογα ειρηνευμένο κόσμο. Δεν έβλεπα πως όλοι οι άλλοι γύρω μου ζούσαν, χόρευαν, ερωτεύονταν σε μια ατμόσφαιρα ψυχροπολεμική, που δε θα αργούσε καθόλου να βγει από την κατάψυξη, να θερμανθεί απότομα μέσα στην κατσαρόλα της μοχθηρής πραγματικότητας και όλους μας τελικά να ζεματίσει. Μα ακόμα είμαστε στο 2005. Ακόμα ο Χρήστος πίσω από το μπαρ γεμίζει αδιάκοπα στρατιές με σφηνοπότηρα.
-Παιδιά, θα πιούμε κάτι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου