Μάιος 2006. Έχω ήδη συμπληρώσει τέσσερις μήνες ως εργαζόμενος στο Posh, δουλεύοντας σχεδόν καθημερινά και αρνούμενος, τουλάχιστον πριν μπει η άνοιξη, να παίρνω τα ρεπό που δικαιούμαι. Επίσης, για πρώτη φορά στη ζωή μου, συζώ με την φιλενάδα μου, και έχοντας αφήσει πίσω τις γνωστές παλαβομάρες μου, νιώθω πως έχω, ας πούμε, ηρεμήσει. Έχω επίσης καταστείλει τις αντιπαραγωγικές τάσεις φυγής - θα αργήσω δυστυχώς πολύ να καταλάβω πόσο επικίνδυνος μπορεί να αποδειχθεί αυτός ο απομονωτισμός μου. Και όλα αυτά γιατί ποτέ δε μου έτυχε ξανά να είμαι ευτυχής και καθαρός ταυτόχρονα. Μα ούτε η βρωμιά ούτε η περιπέτεια μου λείπουνε αυτήν την εποχή. Και ίσως το μόνο που με νοιάζει είναι να εργάζομαι όλη τη νύχτα πίσω από το μπαρ και να πηγαίνω να ξαπλώνω το πρωί πλάι στο κοιμώμενο κορίτσι μου. Ωστόσο, ούτε να κάνω καριέρα μπάρμαν επιθυμώ και ούτε καν μπορώ να φανταστώ να περνάω σερβίροντας ποτά όλο το καλοκαίρι. Άλλωστε, είμαι και δικηγόρος υποτίθεται και όσο να είναι, πρέπει κάποια στιγμή να επιστρέψω στο γραφείο μου. Όχι πως μου έλειψαν οι υποθέσεις όλον ετούτο τον καιρό –πώς θα μπορούσε άλλωστε, με όλους αυτούς τους εκλεκτούς θαμώνες;- αφού πολύ συχνά μου δίνεται η ευκαιρία να συνδυάσω τις δυο μου ιδιότητες, προσφέροντας, μαζί με τα ποτά, τις νομικές μου συμβουλές, σαν συνοδευτικούς ξηρούς καρπούς, σε όποιον τις ζητάει. Ως και τον Χρήστο τον ίδιο είχα τη χαρά, για να μην πω και την τιμή, να εκπροσωπήσω σε κάποιο δικαστήριο, αλλάζοντας μέσα στις τουαλέτες, περίπου σαν τον σούπερμαν, περσόνα και στολή, ένα πρωί μετά από κάποιο πάρτυ ανελέητο. Ουσιαστικά, είναι ακριβώς ετούτη την περίοδο που αποφασίζω, ουσιαστικά ερήμην μου, να εξασκώ παρτ τάιμ το επάγγελμα, χωρίς ωστόσο να έχω και την πρόθεση να το εγκαταλείψω οριστικά, αφού μια κάποια άλλη λύση έστω και στοιχειώδους βιοπορισμού ακόμα δεν υπάρχει. Και ενώ κάνουμε ήδη με την Αλκυόνη σχέδια για καλοκαιρινές διακοπές, με τα παιδιά ετοιμαζόμαστε να απολαύσουμε το τελευταίο Μουντιάλ, του οποίου οι βασικοί του πρωταγωνιστές είναι ακόμα συνομήλικοί μας. Έχω ανακοινώσει στο Χρήστο την πρόθεση μου να παραιτηθώ των νυχτερινών μου καθηκόντων και να περιοριστώ στο θεσμικό μου ρόλο του πιο πιστού και τακτικού θαμώνα, ενώ έχω ανακαλύψει και ήδη εκπαιδεύω την Εσθαίρ, το πλέον κατάλληλο άτομο που θα μπορούσε να με αντικαταστήσει. Μια Ισπανίδα, φοιτήτρια Εράσμους, από το μακρινό Βαγιαδολίδ, που δεν έχει κάνει ούτε ένα νυχτοκάματο ξανά σε μαγαζί και που, όταν τη γνώρισα, δεν ήξερε να πει στα ελληνικά σχεδόν ούτε μια λέξη.
Δευτέρα βράδυ. Έχουμε μόλις ανοίξει, η εκπαιδευόμενή μου κάνει καθαριότητα κι εγώ παλεύω με ένα σουντόκου μετρίας δυσκολίας. Είμαστε μόνοι κι έχουμε βάλει κάτι να παίζει στα πικάπ για να γεμίζει η μουσική το χώρο. Η Εσθαίρ τελειώνει, βγάζει από την τσάντα το τετραδιάκι της και έρχεται και κάθεται μαζί μου. Είναι η ώρα του μαθήματος, αν και η διδακτική που ακολουθώ δεν είναι και η πιο ορθόδοξη. Σχίζει μία σελίδα και στη συνέχεια την κόβουμε σε οκτώ μικρά κομμάτια. Πάνω σε αυτά γράφω στα λατινικά τις λέξεις: νερό, μπουκάλι, πάγος, ποτήρι, φιστίκια, πλυντήριο, ψυγείο και κρασί, και τα τοποθετώ πλάι στα αντίστοιχα σημεία του χώρου εργασίας μας. Έπειτα ανοίγουμε δύο κορόνες, πίνουμε τόσο όσο να αδειάσουν των μπουκαλιών τους οι λαιμοί και αμέσως τα ξαναγεμίζουμε με κίτρινη τεκίλα. Τσουγκρίζουμε και η Εσθαίρ κλείνει το μάτι και μου λέει τις πρώτες λέξεις που της έμαθα: «Kalo kalokeri, Yannis!».
Δευτέρα βράδυ. Μόλις τρεις-τέσσερις πελάτες απόψε μας τιμήσανε και ευτυχώς που πέρασε κάποια στιγμή η Αλκυόνη με τις φίλες της – η Αρχιτεκτονική είναι εδώ κοντά στη γειτονιά και τέτοιες ώρες μεταμεσονύχτιες το Posh συνήθως λειτουργεί κάπως σαν της σχολής το κυλικείο. Κατά τις δωδεκάμιση μου στέλνει και ο Βαγγέλης το γνωστό του τυποποιημένο μήνυμα: «Τι λέει το Πώς (έτσι πάντα το γράφουμε); Είναι καλά; Να έρθω;» Ναι ρε, χαμός, του απαντώ και ύστερα βάζω για να πιουν σφηνάκια τα κορίτσια. Ένας από τους γυρολόγους τους τρελούς της πόλης κι ένας μεθύστακας της γειτονιάς έρχονται να προστεθούνε στην παρέα. Μια ατμόσφαιρα άγριας παρακμής έρχεται κάπως από το πουθενά και μας καταπλακώνει. Η Αλκυόνη με κοιτάει με βλέμμα «άντε, πάμε να φύγουμε!» και ύστερα σαν κάτι να θυμήθηκε χτυπάει το μέτωπό της.
-Βρήκα αυτό το γράμμα το πρωί. Είναι από την Αθήνα.
Δευτέρα βράδυ. Διαβάζω το όνομα του αποστολέα και δύσπιστα κουνάω το κεφάλι μου. Άλλος ένας εκδοτικός, ακόμα μια απόρριψη, λέω και τον ανοίγω.
Μάιος 2006. «Κύριε Αντάμη, σας ενημερώνουμε ότι επιθυμούμε να εκδώσουμε το βιβλίο σας, Πριγκιποδουλειές. Παρακαλούμε, επικοινωνήστε μαζί μας.»
Δευτέρα βράδυ. Έχουμε μόλις ανοίξει, η εκπαιδευόμενή μου κάνει καθαριότητα κι εγώ παλεύω με ένα σουντόκου μετρίας δυσκολίας. Είμαστε μόνοι κι έχουμε βάλει κάτι να παίζει στα πικάπ για να γεμίζει η μουσική το χώρο. Η Εσθαίρ τελειώνει, βγάζει από την τσάντα το τετραδιάκι της και έρχεται και κάθεται μαζί μου. Είναι η ώρα του μαθήματος, αν και η διδακτική που ακολουθώ δεν είναι και η πιο ορθόδοξη. Σχίζει μία σελίδα και στη συνέχεια την κόβουμε σε οκτώ μικρά κομμάτια. Πάνω σε αυτά γράφω στα λατινικά τις λέξεις: νερό, μπουκάλι, πάγος, ποτήρι, φιστίκια, πλυντήριο, ψυγείο και κρασί, και τα τοποθετώ πλάι στα αντίστοιχα σημεία του χώρου εργασίας μας. Έπειτα ανοίγουμε δύο κορόνες, πίνουμε τόσο όσο να αδειάσουν των μπουκαλιών τους οι λαιμοί και αμέσως τα ξαναγεμίζουμε με κίτρινη τεκίλα. Τσουγκρίζουμε και η Εσθαίρ κλείνει το μάτι και μου λέει τις πρώτες λέξεις που της έμαθα: «Kalo kalokeri, Yannis!».
Δευτέρα βράδυ. Μόλις τρεις-τέσσερις πελάτες απόψε μας τιμήσανε και ευτυχώς που πέρασε κάποια στιγμή η Αλκυόνη με τις φίλες της – η Αρχιτεκτονική είναι εδώ κοντά στη γειτονιά και τέτοιες ώρες μεταμεσονύχτιες το Posh συνήθως λειτουργεί κάπως σαν της σχολής το κυλικείο. Κατά τις δωδεκάμιση μου στέλνει και ο Βαγγέλης το γνωστό του τυποποιημένο μήνυμα: «Τι λέει το Πώς (έτσι πάντα το γράφουμε); Είναι καλά; Να έρθω;» Ναι ρε, χαμός, του απαντώ και ύστερα βάζω για να πιουν σφηνάκια τα κορίτσια. Ένας από τους γυρολόγους τους τρελούς της πόλης κι ένας μεθύστακας της γειτονιάς έρχονται να προστεθούνε στην παρέα. Μια ατμόσφαιρα άγριας παρακμής έρχεται κάπως από το πουθενά και μας καταπλακώνει. Η Αλκυόνη με κοιτάει με βλέμμα «άντε, πάμε να φύγουμε!» και ύστερα σαν κάτι να θυμήθηκε χτυπάει το μέτωπό της.
-Βρήκα αυτό το γράμμα το πρωί. Είναι από την Αθήνα.
Δευτέρα βράδυ. Διαβάζω το όνομα του αποστολέα και δύσπιστα κουνάω το κεφάλι μου. Άλλος ένας εκδοτικός, ακόμα μια απόρριψη, λέω και τον ανοίγω.
Μάιος 2006. «Κύριε Αντάμη, σας ενημερώνουμε ότι επιθυμούμε να εκδώσουμε το βιβλίο σας, Πριγκιποδουλειές. Παρακαλούμε, επικοινωνήστε μαζί μας.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου