Μάρτιος 2005. Η απόπειρα να επεκτείνω το εύρος των πολεμικών επιχειρήσεών μου στη δυτική Ευρώπη απέτυχε παταγωδώς και έτσι γρήγορα αναγκάστηκα να ανασυντάξω τις δυνάμεις μου και να επικεντρωθώ στο εσωτερικό μου μέτωπο και εν προκειμένω στην Αθήνα. Από τον προηγούμενο Ιούνιο νοικιάζω ένα διαμέρισμα στα Εξάρχεια, πολύ κοντά σε εκείνο το παλιό φοιτητικό μου και από εκεί σχεδιάζω και εκτελώ εγκλήματα φρικτά και απερίγραπτα, που δυστυχώς δε θα βρεθεί ποτέ κανένα δικαστήριο να τα καταδικάσει. Όχι, δεν χωρά καμιά δικαιοσύνη ανθρώπινη σε αυτές τις καταστάσεις. Το δίκαιο, η τιμωρία, η κόλαση, για όλα αυτά τα πράγματα υπάρχουνε μόνο στις λέξεις που ποτέ δε συγχωρούν και στις σελίδες που πάντα εκδικούνται. Μετά, λοιπόν, από έναν σκληρό χειμώνα κι ανελέητο, βλέπω ξανά μια νέα άνοιξη να έρχεται, κι ως ήρωας πολέμου τώρα πια- αν και το μόνο πράγμα ηρωικό που έχω να υπερηφανεύομαι είναι που παραδόξως τελικά επέζησα- είμαι έτοιμος για νέες ανοησίες. Έχω μόλις σχεδόν χωρίσει με την Αμαρυλλίδα, την πρώτη από τις τρεις διαδοχικές συντρόφους μου -που γνώρισα μαντέψτε πού- και έχω με κάποιον τρόπο υποβιβάσει την ερωτική δραστηριότητά μου στο επίπεδο του αχόρταγου τροφοσυλλέκτη. Και ενώ κατοικοεδρεύω στην Αθήνα, οι υποχρεώσεις μου –για να μην πω και τα καθήκοντά μου- περιορίζονται στις καθημερινές και τα σαββατοκύριακα επιστρέφω πάντα, συνήθως ταπεινωμένος, κάποιες φορές θριαμβευτής, στο Βόλο και στο Posh. Δυο μέρη που σιγά-σιγά αρχίζουν να ταυτίζονται μες στο βάρος μου πάντα συνθετικό μυαλό μου.
Πέμπτη βράδυ. Λόγω της εθνικής μας επετείου έχω έρθει για ολόκληρο τριήμερο. Κάθε Πέμπτη βράδυ είναι που παρακολουθώ κανονικά κάτι μαθήματα στο Μικρό Πολυτεχνείο στου Ψυρρή, τα οποία τελειώνουνε κατά τις έντεκα περίπου. Είμαι κομμάτια και επίσης έχω ήδη πιει τόσο πολύ που δε θα έπρεπε κανονικά ούτε ως τα Εξάρχεια να οδηγήσω. Παίρνω ακόμα δύο μινιατούρες Jameson από τον αυτόματο πωλητή της σχολής –πολύ βολικός κάποιες φορές αυτός ο αυτοματισμός αλήθεια- κι ένα ποτήρι γεμάτο με παγάκια, από εκεί που θα έπρεπε να πάρω ίσως καφέ, και βγαίνω στην Εθνική Οδό και όποιον πάρει ο χάρος. Λίγο μετά τη Θήβα τηλεφωνώ στον Βαγγέλη. Έλα ρε! Τι λέει; Εντάξει; Σχόλασες; Πάμε κανά πωσάκι; Έλα μωρέ! Αφού γιορτάζεις αύριο. Σου λέω, στο δρόμο είμαι. Μέχρι να κλείσεις, έφτασα.
Πλέον Παρασκευή. Ακολουθεί αργία και ως εκ τούτου δεν τίθεται και θέμα ωραρίου. Μαζεύω το Βαγγέλη από το σινεμά κι αφού περάσουμε μια βόλτα από την Ιάσονος για να καταναλώσουμε μια σεβαστή ποσότητα της βρώμικης μα τόσο θεραπευτικής βολιώτικης κουζίνας, φτάνουμε επιτέλους στην πηγή και ετοιμαζόμαστε να βυθιστούμε πάλι. Αν και το μαγαζί είναι σχεδόν γεμάτο, βρίσκουμε παραδόξως στο μπαρ δυο σκαμπώ και προσσεληνωνόμαστε. Κοιτάζω γύρω μου. Με μια πρόχειρη ματιά μπορώ και διακρίνω τουλάχιστον τρεις πρόσφατες χυλόπιτες, μα ωστόσο δεν πτοούμαι. Αφήνω να παραγγείλει ο άλλος, γιατί αυτόν τον μπάρμαν τον σχολαστικό στ’ αλήθεια, όσο κα να πιω, όχι, δεν τον παλεύω. Αδειάζω το ποτήρι μου και του ζητάω να το γεμίσει πάλι. Στον ίδιο πάγο, σε παρακαλώ! Βλέπω στην άλλη άκρη μια γκόμενα να μου χαμογελά. Ή έστω έτσι νομίζω. Νομίζω επίσης πως είναι ακριβώς ο τύπος μου. Πως έχουμε πολλά κοινά. Πως θέλω να κάνουμε μαζί διακοπές αυτό το καλοκαίρι. Λέω να πάω να της το πω. Συγνώμη, επιστρέφω.
Παρασκευή πρωί. Το μαγαζί έχει σχεδόν αδειάσει. Ο βούδας που βάζει μουσική παίζει κάτι αντάρτικα μάλλον από τη μαρτυρική Χαβάη. Ο μπάρμαν έχει ανοίξει σοβαρή κουβέντα με τον φίλο μου για κάποιον κώλο που ακόμα χορεύει εκεί στο βάθος. Τρεις-τέσσερις εναπομείναντες χαροπαλεύουν ακούγοντας τα ανέκδοτα του Χρήστου. Υπάρχει όμως και κάποια μες στο Posh που σίγουρα γλεντάει. Την λένε Άννα, είναι 20 χρονών κι ό,τι της πω γελάει. Κάποια στιγμή η αλήθεια είναι πως προβληματίστηκα, αλλά ύστερα πάλι σκέφτηκα πως ίσως και να έχω πλάκα τελικά, αν και δεν ξέρω τι πιο αστείο έβρισκε, τα λόγια μου ή εμένα. Γελώντας πάντα, κοιτάει το ρολόι της. Ήρθε η ώρα να πηγαίνουμε. Αλλά δεν είναι κρίμα εάν δεν φεύγαμε μαζί, αφού τόσο καλά περνάμε. Κάνω την κίνησή μου και τότε είναι το χαρούμενο κορίτσι πραγματικά ξεραίνεται στα γέλια.
-Μα επιτέλους, πες, γιατί γελάς; Ποιο είναι το πρόβλημά σου;
-Συγνώμη, αλλά δεν ήθελα τόση ώρα να σε διακόψω. Αλήθεια, δε θυμάσαι τίποτα; Μόλις πριν δυο βδομάδες μου την έπεσες ξανά. Ο ίδιος τρόπος ακριβώς. Η ίδια πρόταση στο τέλος.
-Κι εσύ, τι μου απάντησες;
-Κι εσύ, τι θα θυμάσαι;
Πέμπτη βράδυ. Λόγω της εθνικής μας επετείου έχω έρθει για ολόκληρο τριήμερο. Κάθε Πέμπτη βράδυ είναι που παρακολουθώ κανονικά κάτι μαθήματα στο Μικρό Πολυτεχνείο στου Ψυρρή, τα οποία τελειώνουνε κατά τις έντεκα περίπου. Είμαι κομμάτια και επίσης έχω ήδη πιει τόσο πολύ που δε θα έπρεπε κανονικά ούτε ως τα Εξάρχεια να οδηγήσω. Παίρνω ακόμα δύο μινιατούρες Jameson από τον αυτόματο πωλητή της σχολής –πολύ βολικός κάποιες φορές αυτός ο αυτοματισμός αλήθεια- κι ένα ποτήρι γεμάτο με παγάκια, από εκεί που θα έπρεπε να πάρω ίσως καφέ, και βγαίνω στην Εθνική Οδό και όποιον πάρει ο χάρος. Λίγο μετά τη Θήβα τηλεφωνώ στον Βαγγέλη. Έλα ρε! Τι λέει; Εντάξει; Σχόλασες; Πάμε κανά πωσάκι; Έλα μωρέ! Αφού γιορτάζεις αύριο. Σου λέω, στο δρόμο είμαι. Μέχρι να κλείσεις, έφτασα.
Πλέον Παρασκευή. Ακολουθεί αργία και ως εκ τούτου δεν τίθεται και θέμα ωραρίου. Μαζεύω το Βαγγέλη από το σινεμά κι αφού περάσουμε μια βόλτα από την Ιάσονος για να καταναλώσουμε μια σεβαστή ποσότητα της βρώμικης μα τόσο θεραπευτικής βολιώτικης κουζίνας, φτάνουμε επιτέλους στην πηγή και ετοιμαζόμαστε να βυθιστούμε πάλι. Αν και το μαγαζί είναι σχεδόν γεμάτο, βρίσκουμε παραδόξως στο μπαρ δυο σκαμπώ και προσσεληνωνόμαστε. Κοιτάζω γύρω μου. Με μια πρόχειρη ματιά μπορώ και διακρίνω τουλάχιστον τρεις πρόσφατες χυλόπιτες, μα ωστόσο δεν πτοούμαι. Αφήνω να παραγγείλει ο άλλος, γιατί αυτόν τον μπάρμαν τον σχολαστικό στ’ αλήθεια, όσο κα να πιω, όχι, δεν τον παλεύω. Αδειάζω το ποτήρι μου και του ζητάω να το γεμίσει πάλι. Στον ίδιο πάγο, σε παρακαλώ! Βλέπω στην άλλη άκρη μια γκόμενα να μου χαμογελά. Ή έστω έτσι νομίζω. Νομίζω επίσης πως είναι ακριβώς ο τύπος μου. Πως έχουμε πολλά κοινά. Πως θέλω να κάνουμε μαζί διακοπές αυτό το καλοκαίρι. Λέω να πάω να της το πω. Συγνώμη, επιστρέφω.
Παρασκευή πρωί. Το μαγαζί έχει σχεδόν αδειάσει. Ο βούδας που βάζει μουσική παίζει κάτι αντάρτικα μάλλον από τη μαρτυρική Χαβάη. Ο μπάρμαν έχει ανοίξει σοβαρή κουβέντα με τον φίλο μου για κάποιον κώλο που ακόμα χορεύει εκεί στο βάθος. Τρεις-τέσσερις εναπομείναντες χαροπαλεύουν ακούγοντας τα ανέκδοτα του Χρήστου. Υπάρχει όμως και κάποια μες στο Posh που σίγουρα γλεντάει. Την λένε Άννα, είναι 20 χρονών κι ό,τι της πω γελάει. Κάποια στιγμή η αλήθεια είναι πως προβληματίστηκα, αλλά ύστερα πάλι σκέφτηκα πως ίσως και να έχω πλάκα τελικά, αν και δεν ξέρω τι πιο αστείο έβρισκε, τα λόγια μου ή εμένα. Γελώντας πάντα, κοιτάει το ρολόι της. Ήρθε η ώρα να πηγαίνουμε. Αλλά δεν είναι κρίμα εάν δεν φεύγαμε μαζί, αφού τόσο καλά περνάμε. Κάνω την κίνησή μου και τότε είναι το χαρούμενο κορίτσι πραγματικά ξεραίνεται στα γέλια.
-Μα επιτέλους, πες, γιατί γελάς; Ποιο είναι το πρόβλημά σου;
-Συγνώμη, αλλά δεν ήθελα τόση ώρα να σε διακόψω. Αλήθεια, δε θυμάσαι τίποτα; Μόλις πριν δυο βδομάδες μου την έπεσες ξανά. Ο ίδιος τρόπος ακριβώς. Η ίδια πρόταση στο τέλος.
-Κι εσύ, τι μου απάντησες;
-Κι εσύ, τι θα θυμάσαι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου