Ιανουάριος 2006. Ο Πρώτος Παγκόσμιός μου πόλεμος οδεύει προς τη λήξη του, μετά την λαμπερή πανωλεθρία μου στη μάχη της Στοκχόλμης, από όπου έχω μόλις επιστρέψει σε τόσο βλαβερή διάθεση όπου δεν έχω καν το θάρρος να κρυφτώ στο σπίτι μου μα ούτε και τις αντοχές να σηκωθώ να φύγω. Έτσι, επιδιώκοντας εν τη λύπη και τη ανοησία μου άλλοτε να βρίσκομαι αλλού άλλοτε ίσως να μην υπάρχω, ακολουθώ τη γνώριμη οδό των ουσιών με αποτελέσματα αμφίβολα, αν και σίγουρα νομικώς και ποιητικώς πολύ ενδιαφέροντα.
Παρασκευή βράδυ. Βρίσκομαι στο Αχίλλειο –στο σινεμά, που όπως είπαμε, δουλεύει ο φίλος ο Βαγγέλης- και περιμένοντας να τελειώσει ο «King Kong» και να εκκενωθεί η αίθουσα, κάνω επιδρομές στα νάτσος και το ποπ κορν του μπαρ, για να οχυρώσω όπως-όπως τα στομάχι μου προ της μακράς βραδιάς που επίκειται. Ο Βαγγέλης με παρακολουθεί με ύφος προβληματισμένο, ενδεχομένως και περίλυπο, και μου προτείνει, με τρόπο όχι και τόσο ευγενικό, να ξεκινήσω να πηγαίνω στα Παλιά και να έρθει να με βρει εκεί, αφού θα έχει σχολάσει. Το τελικό του επιχείρημα, ότι απόψε θα γίνεται χαμός κι ίσως καλύτερα να πάω να πιάσω από νωρίς στασίδι, με πείθει, και αφού γεμίσω για το δρόμο ακόμα ένα μεγάλο χάρτινο μπολ με τροφικές παραδοξότητες, παίρνω την παραλιακή οδό και πάω να συναντήσω το ημιφωτισμένο πεπρωμένο μου.
Παρασκευή βράδυ. Σχεδόν μεσάνυχτα, πολύ νωρίς για τα έθιμα του σεβαστού «Σινάνειου Ιδρύματος» (ένα από τα παρωνύμια του Posh, που παραπέμπει στο επώνυμο του ιδρυματικού ιδιοκτήτη του), το οποίο έχει πια καθιερωθεί ως προορισμός της άφτερ έως πρωινής διασκέδασης. Μέσα στο μαγαζί υπάρχει μόνον ένας άνθρωπος, ο ίδιος ο Σινάνης, κι αυτός σε έξαλλη κατάσταση, πράγμα μάλλον αφύσικο και σπάνιο ως θέαμα, αφού η ψυχραιμία του είναι τόσο παροιμιώδης που θα έκανε να μοιάζει χούλιγκαν και ο Μαχάτμα ο Γκάντι.
-Τι έπαθες, Χρηστάκο; Ποιος σε πείραξε; Να πάω να τον δείρω…
-Μαλάκες όλοι! Με παίρνουν τελευταία στιγμή, παρασκευιάτικα, για να μου πουν πως δε μπορούν. Ο ένας, λέει, κρύωσε. Η άλλη ερωτεύτηκε. Τι κάνω τώρα χωρίς προσωπικό; Κι έχει και πάρτυ απόψε…
-Τόσο μεγάλες συμφορές σε τόσο καλούς ανθρώπους!
Παρασκευή 2006. Είχε φτάσει η πιο κρίσιμη στιγμή στην ιστορία αυτή που τέμνει κάθετα το Posh και τη ζωή μου. Ο Χρήστος διακόπτει ξαφνικά τη γκρίνια του και με κοιτάζει αμίλητος και είναι λες και προσπαθεί κάτι να υπολογίσει. Σε λίγο θα ανοίξει ξανά το στόμα του και τίποτα πια δε θα είναι όπως πρώτα. -Να σε ρωτήσω κάτι; Έχεις δουλέψει μπαρ ποτέ; -Εντάξει, πλάκα κάνεις.
Βράδυ Ιανουάριος. Περνάω πίσω από το μπαρ από όπου πρόκειται να ξαναβγώ στα τέλη Ιουνίου. Παρά την απειρία μου, μάλλον τα καταφέρνω. Οι πελάτες, φυσικά, ξαφνιάζονται και όλοι στην αρχή διστάζουνε να έρθουν να παραγγείλουν. Οι φίλοι μου δεν ξέρουνε στ’ αλήθεια αν πρέπει να χαρούν ή να ανησυχήσουν. Όλοι γνωρίζουνε καλά τη θλιβερή με το αλκοόλ προϊστορία μου κι αναρωτιούνται αν τώρα που πλέον βρίσκομαι σε απόσταση βολής από όλα αυτά τα ζουμερά μπουκάλια, μήπως εν τέλει το μοιραίο επιταχυνθεί και πάει το παλικάρι. Ωστόσο, αν και τα πρώτα βράδια θα ξεσαλώσω πίσω από το μπαρ πραγματικά και θα επιστρέφω –άγνωστο πώς- τα πρωινά στο σπίτι μου δακρύζοντας ουίσκι, μέσα σε ελάχιστες βδομάδες, για κάποιο λόγο ακόμα ανεξήγητο, όχι μονάχα θα περιορίσω στο ελάχιστο την κατανάλωση, αλλά θα φτάσω να βγάζω ολόκληρο το νυχτοκάματο πίνοντας μόνο τσάι. Απόψε όμως έχουμε πάρτυ και γιορτή. Ο πόλεμος τελειώνει. Οπότε συνεχίζω να γεμίζω το ποτήρι μου, ώσπου κάποια στιγμή, τα ξημερώματα, έρχεται ο Βαγγέλης – όλο το βράδυ, λόγω των νέων καθηκόντων μου, τον είχα λησμονήσει. Με βλέπει, το πάει για μεταβολή, αλλά το ξανασκέφτεται και έρχεται κοντά μου. Λίγο αργότερα μια φίλη του φοιτήτρια, που είναι ήδη εδώ με την παρέα της, έρχεται για να τον χαιρετήσει. Σπεύδω, βάζω σφηνάκια, τους κερνώ και περιμένω από την πλακατζού την τύχη μου να έρθει να μας συστήσει
-Ο Γιάννης, η Αλκυόνη. Γνωριζόσαστε;
-Όχι, αλλά μάλλον σύντομα θα παραγνωριστούμε…
Σάββατο ξημερώματα. Πάνω στην μπάρα την ηρωική του Posh υπογράφεται η άνευ όρων και ορών λήξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου μου.
Παρασκευή βράδυ. Βρίσκομαι στο Αχίλλειο –στο σινεμά, που όπως είπαμε, δουλεύει ο φίλος ο Βαγγέλης- και περιμένοντας να τελειώσει ο «King Kong» και να εκκενωθεί η αίθουσα, κάνω επιδρομές στα νάτσος και το ποπ κορν του μπαρ, για να οχυρώσω όπως-όπως τα στομάχι μου προ της μακράς βραδιάς που επίκειται. Ο Βαγγέλης με παρακολουθεί με ύφος προβληματισμένο, ενδεχομένως και περίλυπο, και μου προτείνει, με τρόπο όχι και τόσο ευγενικό, να ξεκινήσω να πηγαίνω στα Παλιά και να έρθει να με βρει εκεί, αφού θα έχει σχολάσει. Το τελικό του επιχείρημα, ότι απόψε θα γίνεται χαμός κι ίσως καλύτερα να πάω να πιάσω από νωρίς στασίδι, με πείθει, και αφού γεμίσω για το δρόμο ακόμα ένα μεγάλο χάρτινο μπολ με τροφικές παραδοξότητες, παίρνω την παραλιακή οδό και πάω να συναντήσω το ημιφωτισμένο πεπρωμένο μου.
Παρασκευή βράδυ. Σχεδόν μεσάνυχτα, πολύ νωρίς για τα έθιμα του σεβαστού «Σινάνειου Ιδρύματος» (ένα από τα παρωνύμια του Posh, που παραπέμπει στο επώνυμο του ιδρυματικού ιδιοκτήτη του), το οποίο έχει πια καθιερωθεί ως προορισμός της άφτερ έως πρωινής διασκέδασης. Μέσα στο μαγαζί υπάρχει μόνον ένας άνθρωπος, ο ίδιος ο Σινάνης, κι αυτός σε έξαλλη κατάσταση, πράγμα μάλλον αφύσικο και σπάνιο ως θέαμα, αφού η ψυχραιμία του είναι τόσο παροιμιώδης που θα έκανε να μοιάζει χούλιγκαν και ο Μαχάτμα ο Γκάντι.
-Τι έπαθες, Χρηστάκο; Ποιος σε πείραξε; Να πάω να τον δείρω…
-Μαλάκες όλοι! Με παίρνουν τελευταία στιγμή, παρασκευιάτικα, για να μου πουν πως δε μπορούν. Ο ένας, λέει, κρύωσε. Η άλλη ερωτεύτηκε. Τι κάνω τώρα χωρίς προσωπικό; Κι έχει και πάρτυ απόψε…
-Τόσο μεγάλες συμφορές σε τόσο καλούς ανθρώπους!
Παρασκευή 2006. Είχε φτάσει η πιο κρίσιμη στιγμή στην ιστορία αυτή που τέμνει κάθετα το Posh και τη ζωή μου. Ο Χρήστος διακόπτει ξαφνικά τη γκρίνια του και με κοιτάζει αμίλητος και είναι λες και προσπαθεί κάτι να υπολογίσει. Σε λίγο θα ανοίξει ξανά το στόμα του και τίποτα πια δε θα είναι όπως πρώτα. -Να σε ρωτήσω κάτι; Έχεις δουλέψει μπαρ ποτέ; -Εντάξει, πλάκα κάνεις.
Βράδυ Ιανουάριος. Περνάω πίσω από το μπαρ από όπου πρόκειται να ξαναβγώ στα τέλη Ιουνίου. Παρά την απειρία μου, μάλλον τα καταφέρνω. Οι πελάτες, φυσικά, ξαφνιάζονται και όλοι στην αρχή διστάζουνε να έρθουν να παραγγείλουν. Οι φίλοι μου δεν ξέρουνε στ’ αλήθεια αν πρέπει να χαρούν ή να ανησυχήσουν. Όλοι γνωρίζουνε καλά τη θλιβερή με το αλκοόλ προϊστορία μου κι αναρωτιούνται αν τώρα που πλέον βρίσκομαι σε απόσταση βολής από όλα αυτά τα ζουμερά μπουκάλια, μήπως εν τέλει το μοιραίο επιταχυνθεί και πάει το παλικάρι. Ωστόσο, αν και τα πρώτα βράδια θα ξεσαλώσω πίσω από το μπαρ πραγματικά και θα επιστρέφω –άγνωστο πώς- τα πρωινά στο σπίτι μου δακρύζοντας ουίσκι, μέσα σε ελάχιστες βδομάδες, για κάποιο λόγο ακόμα ανεξήγητο, όχι μονάχα θα περιορίσω στο ελάχιστο την κατανάλωση, αλλά θα φτάσω να βγάζω ολόκληρο το νυχτοκάματο πίνοντας μόνο τσάι. Απόψε όμως έχουμε πάρτυ και γιορτή. Ο πόλεμος τελειώνει. Οπότε συνεχίζω να γεμίζω το ποτήρι μου, ώσπου κάποια στιγμή, τα ξημερώματα, έρχεται ο Βαγγέλης – όλο το βράδυ, λόγω των νέων καθηκόντων μου, τον είχα λησμονήσει. Με βλέπει, το πάει για μεταβολή, αλλά το ξανασκέφτεται και έρχεται κοντά μου. Λίγο αργότερα μια φίλη του φοιτήτρια, που είναι ήδη εδώ με την παρέα της, έρχεται για να τον χαιρετήσει. Σπεύδω, βάζω σφηνάκια, τους κερνώ και περιμένω από την πλακατζού την τύχη μου να έρθει να μας συστήσει
-Ο Γιάννης, η Αλκυόνη. Γνωριζόσαστε;
-Όχι, αλλά μάλλον σύντομα θα παραγνωριστούμε…
Σάββατο ξημερώματα. Πάνω στην μπάρα την ηρωική του Posh υπογράφεται η άνευ όρων και ορών λήξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου