Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013
η γιαπωνέζα φιλενάδα
Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Εσύ είχες φύγει στα νησιά κι έμεινα πίσω εγώ το σπίτι να φυλάω. Όλη η Αθήνα, το καλοκαίρι εκείνο, είχε πάει διακοπές. Σηκώθηκα ένα πρωί, βγήκα να κάνω ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι σου –σεβάστηκα την απαγόρευσή σου για το κάπνισμα, ίσως το μόνο από όσα μου είπες που σεβάστηκα- κι αμέσως συνειδητοποίησα πως είχα μείνει μόνος. Πώς λένε εκείνες τις βόμβες τις σατανικές, που αν τις ρίξεις κάπου, όλος ο πληθυσμός εξαϋλώνεται, μα μένουν τα κτήρια κι οι υποδομές ανέπαφες; Μια τέτοια πρέπει να είχε ρίξει ο αόρατος εχθρός –θα πρέπει να κοιμόμουνα βαθιά, τίποτα δεν κατάλαβα- κι όλους τους Αθηναίους τους είχε μες στη νύχτα εξοντώσει. Μονάχα εγώ τη γλύτωσα. Για ακόμα μια φορά ο μόνος επιζήσας. Εγώ κι οι κατσαρίδες, σκέφτηκα. Γέλασα, μα στο καπάκι ήρθε μια άλλη σκέψη και με τρομοκράτησε. Έτρεξα στον καθρέφτη και κοιτάχτηκα. Όχι, εντάξει, όλα καλά. Δεν ξύπνησα κι εγώ σιχαμερό ζωύφιο. Καλά το έλεγες εσύ, έτσι και γίνει η συντέλεια, μονάχα οι κατσαρίδες και ο Κάφκα είναι γραφτό να επιβιώσουν. Όλη η Αθήνα, το καλοκαίρι εκείνο, είχε πάει διακοπές. Κάπνιζα στο μπαλκόνι σου και σας σκεφτόμουν κακομοίρηδες συνωστισμένους πάνω στο ίδιο το νησί και με τη σκέψη αυτή διασκέδαζα. Άλλωστε, εγώ το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Μόνο που δυστυχώς το πρώτο καλοκαίρι μου στο σπίτι σου έτυχε να είναι τελικά το τελευταίο καλοκαίρι στην Αθήνα. Θυμήθηκα τις πρώτες μου διακοπές σε αυτήν την πόλη φάντασμα. Θυμάσαι; Όχι ακόμα τότε δε με γνώριζες. Δεν είχα ακόμα απολυθεί, αλλά είχα πια τόσο πολύ παλιώσει, που πηγαινοερχόμουν στη μονάδα μου μόνο για να ανανεώνω τις εικονικές μου άδειες. Ήταν ένα πρωί Σαββάτου σαν κι αυτό που τότε κάπνιζα και που θυμόμουν στο μπαλκόνι σου. Μπήκα από την Πύλη Αλμυρού και είκοσι λεπτά μετά βγήκα ξανά από την Πύλη Αγχιάλου. Θυμάμαι το νεοσύλλεκτο στην έξοδο να με κοιτάει σα να ήμουν αντιπτέραρχος τουλάχιστον και μου δείχνει με την άκρη του G3 του έναν τυπάκο που στεκόταν στη σκιά. «Μπορείτε μήπως να πάρετε το παλικάρι ως το Βόλο;» Θυμάμαι το παλικάρι να αφήνει σαν τη σαύρα τη σκιά και να γλιστράει μέσα στο αμάξι μου. Θυμάμαι το γκρίζο καπελάκι του. Με ρώτησε αν ήτανε στο δρόμο μου. Αναρωτήθηκα για πρώτη μου φορά στα σοβαρά ο δρόμος μου ποιος είναι. Μου ζήτησε να τον αφήσω, αν μπορώ, στα Κτελ, στην είσοδο της πόλης. Του πρότεινα να δώσει σε μένα τα λεφτά του εισιτηρίου, να μοιραστούμε βενζίνη και διόδια και να τον κατεβάσω εγώ από το χωριό μέχρι τη Βαβυλώνα. Δέχτηκε χωρίς να το πολυσκεφτεί -πάντως δε μου το έδειξε- και γύρισα την Εθνική Οδό ανάποδα, αλλάζοντας στο δρόμο μου και στη ζωή κατεύθυνση. Μόλις περάσαμε την Πελασγία, χωρίς να με ρωτήσει, έβγαλε ένα cd από το σάκο του, το έσπρωξε μες στη σχισμή και άνοιξε στα τέρματα την ένταση. Το πρώτο το τραγούδι ήταν και το τραγούδι μου. Δεν ήταν από πάντα, όχι. Εκείνη η στιγμή το έκανε. Μετά τις Θερμοπύλες χαμήλωσε τον ήχο και ξαφνικά, χωρίς να τον ρωτήσω εγώ ετούτη τη φορά, ξεκίνησε να μου μιλάει για την κοπέλα του. Η κοπέλα του ήτανε Γιαπωνέζα. Φοιτήτρια, λέει, στη φιλοσοφική και στον ελεύθερο της χρόνο φωτομοντέλο στα περιοδικά της μόδας. Έχουν ελεύθερο χρόνο οι φιλόσοφοι; Δεν είναι ο χρόνος, ακόμα κι ο ελεύθερος, για αυτούς μια έννοια σχετική; Κι αν έχουν τέλος πάντων, και τότε πάλι δε φιλοσοφούν, όπως εμείς οι άλλοι; Οι ερωτήσεις μου του έφεραν ναυτία. Λίγο πριν από τον Άγιο Στέφανο δοκίμασα κι εγώ να πω λιγάκι τα δικά μου. Φαινόταν σα να τα βρίσκει όλα αδιάφορα και βαρετά. Δεν άργησε να βρει κατάλληλη ερώτηση για να με διακόψει: «Εσύ, τι πας να κάνεις στην Αθήνα μες στον Αύγουστο;» Και τότε ήρθε από το πουθενά η θεία επιφοίτηση και έσκασε με δύναμη επάνω στο παρμπρίζ μου: Διακοπές. Τι άλλο; Αφού τον άφησα στην έξοδο της Κηφισιάς κι αφού για λίγο ακόμα ταλαντεύτηκα ανάμεσα στις αντιφάσεις μου –τυπικά ακόμα βρισκόμουν εκτός των τειχών, προλάβαινα να κάνω πίσω- συνέχισα να κατηφορίζω μέχρι που βρήκα την οικεία είσοδο της Αχαρνών. Πέρασα μέσα. Προχώρησα σα να ήμουν μέσα στο όνειρο. Έφτασα στα Εξάρχεια. Πάρκαρα έξω ακριβώς από το φοιτητικό μου σπίτι –δεν είχε τελειώσει η αδερφή μου τις σπουδές και ακόμα το κρατούσαμε- κι ανέβηκα δήθεν για να μαζέψω κάποια πράγματα. Ήταν ήδη απόγευμα. Ούτε που το κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Άνοιξα τα παράθυρα και ξάπλωσα, έτσι όπως ήμουν με τα ρούχα, πάνω στο άστρωτο κρεβάτι. Αποκοιμήθηκα χαζεύοντας τον ράθυμο χορό της σκόνης στο δωμάτιο. Όταν πια ξύπνησα είχε για τα καλά νυχτώσει. Από έξω ακουγόταν μουσική. Μα ούτε φωνές ούτε και κάποια άλλη ένδειξη ανθρώπινης δραστηριότητας. Σηκώθηκα, άναψα ένα τσιγάρο και στάθηκα προσπαθώντας να αφουγκραστώ, να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε. Κανονικά έπρεπε ήδη να είχα φύγει. Οποιοσδήποτε άνθρωπος λογικός σίγουρα αυτό θα έκανε. Έφτιαξα έναν δυνατό καφέ και άρχισα αμέσως τα τηλέφωνα. Όλοι τους ήταν σε διακοπές. «Τι έπαθες; Τι θες εδώ καλοκαιριάτικα;» Επέμεινα. Έλεγα, όχι δε μπορεί. Όλο και κάποιος θα έχει ξεμείνει στα μετόπισθεν. Και τότε πρόσεξα ξανά τη μουσική. Το ίδιο ακριβώς τραγούδι –σουξέ εκείνου του καλοκαιριού- τέλειωνε και αυτόματα ξανάρχιζε σα να εμπεριείχε κάποιο μήνυμα κρυφό, που έπρεπε εγώ –για μένα εξάλλου έπαιζε- να αποκωδικοποιήσω. Είπα να πάω, να το ακούσω από κοντά. Άφησα το διαμέρισμα και βγήκα στο διάδρομο. Κάλεσα το ασανσέρ. Ήμουν στον ημιώροφο. Δεν ήτανε ανάγκη. Ή μήπως είχα άλλα σχέδια; Ή μήπως σε άλλα σχέδια ήδη κατρακυλούσα; Μπήκα, πάτησα το τελευταίο το κουμπί και εκτοξεύτηκα στο άπειρο. Μετά από μισό λεπτό έφτασε η σεληνάκατός μου στην ταράτσα. Η νύχτα από πάνω μου σπαράσσουσα. Το φως της πόλης είχε κάνει όλα τα αστέρια να ντραπούν και μόλις που διακρίνονταν. Κοίταζα λαίμαργα τριγύρω μου. Ο Στρέφης, ο Λυκαβηττός, τα δυτικά προάστια. Ποιανού είναι άραγε όλα αυτά; Ποιος να τα διαχειρίζεται, τώρα που τα έχουν αποποιηθεί οι μόνιμοί τους κάτοχοι; Αν κλέψω κάτι τώρα που δεν υπάρχει εδώ κανείς για να με δει, ποιος θα το καταλάβει; Κι αν άραγε τους έκλεβα ολόκληρη την πόλη; Κι αν έτσι εδώ, μες στο κατακαλόκαιρο, την έκανα δικιά μου; Οι ερωτήσεις μου έφεραν ναυτία στην Αθήνα. Από το ύψος όπου βρισκόμουνα, η μουσική ακουγότανε πολύ εξασθενημένη. Μα ωστόσο έφτανε στα αυτιά μου μια χαρά. Θα το θυμάμαι το τραγούδι αυτό, ορκίστηκα. Κι αν κάποτε βρεθεί κάποιος να με ρωτήσει, τι έπαιζε εκείνη τη στιγμή που ξαναγνωριστήκαμε, θα ξέρω πια με σιγουριά τι να του απαντήσω. Και τότε χτύπησε επιτέλους το τηλέφωνο. Ήσουν εσύ. Το καλοκαίρι εκείνο δεν το πέρασα στο σπίτι σου. Το καλοκαίρι εκείνο μέσα στην πόλη αυτήν σπίτι σου δεν υπήρχε. Χάρηκα που είδα το όνομά σου στην οθόνη μου. Κι όμως, ένιωσα λίγο ενοχές. Σα να με πέτυχες πάνω στην ώρα του κακού. Σα να κατάλαβες τι πήγαινα να κάνω. «Που είσαι; Ακόμα δεν τελείωσες; Νύχτωσε – τι ώρα θα γυρίσεις;» Δίστασα. Δε βρήκα αμέσως την κατάλληλη απάντηση. Το ξέρεις σίγουρα καλά πόσο πολύ θα γούσταρα αυτή του τηλεφώνου η φωνή, με κάποιον τρόπο αυγουστιάτικο, να έπαιρνε σάρκα ξαφνικά και να ερχόταν να σταθεί στο πλάι μου. Το ξέρεις ή μάλλον όχι δεν το ήξερες. Ακόμα ήμασταν εκεί, στο 2002. Όταν επέστρεψα ξανά στην Εθνική Οδό ήτανε πια μεσάνυχτα. Ήταν μια νύχτα φωτεινή και σκέφτηκα πως ίσως δε χρειάζεται τα φώτα μου να ανάψω. Στη θέση του συνοδηγού ο πρωινός συνταξιδιώτης μου είχε ξεχάσει το γκρίζο καπελάκι του. Και το εξωτικό χαμόγελο της γιαπωνέζας φιλενάδας του χόρευε πάνω στον καθρέφτη μου μέχρι που έφτασα στο Βόλο. Και σκέψου, όλα αυτά συνέβησαν μία δεκαετία ολόκληρη πριν από το καλοκαίρι εκείνο. Ξέρεις ποιο καλοκαίρι λέω, ναι; Το καλοκαίρι εκείνο που το πέρασα στο σπίτι σου. Πάντα για εκείνο εκεί το καλοκαίρι σου μιλάω.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου