[Φαντάσου τον ήλιο!] Τη νύχτα εκείνη ήταν που επινόησα τη μέθοδο του
ηλιοθεραπευτή και την εφάρμοσα πρώτη φορά σε σένα, αγαπημένο μου
μικρό πειραματόζωο. Θυμάσαι; Σε προειδοποίησα. Δεν πρόκειται για κάποια
συνταγή απόκρυφη. Καμία σχέση με κάποιο νοσηρό μυστήριο. Καμιάς
απόχρωσης τέχνη μαγική δεν κρύβεται από πίσω. Τα μάγια, άλλωστε, το
ξέρουμε κι οι δυο καλά, σπανίως πιάνουνε εδώ, σε αυτές τις ιστορίες.
[Μάντεψε από πού έρχονται σε σένα οι ακτίνες του.] Σου ζήτησα να πέσεις
στο κρεβάτι σου. Εσύ, όπως πάντα βιαστική, φρόντισες τα ρούχα σου να
βγάλεις. Τράβηξες την κουβέρτα και σκεπάστηκες. Εγώ την πήρα και την
πέταξα στο πάτωμα. Κρυώνω, εσύ μου είπες. Θα κρύωνες, αν ήσουν τώρα
μες στον Αύγουστο; Πες μου, αν ήσουνα εκεί, μες στο καταμεσήμερο, θα 19
κρύωνες; Όχι, είπες, μα δεν είμαι. Και τότε εγώ σου αποκάλυψα το μυστικό.
Σου εμπιστεύτηκα το γυάλινο κλειδί που ανοίγει του χρόνου τη στοιχειωμένη
πόρτα. Σου γνώρισα τη μέθοδο. [Νιώσε τις να ταξιδεύουν πάνω στις
επιδερμίδα σου.] Εσύ αμέσως την ασπάστηκες. Κι ούτε για μια στιγμή δε
φάνηκες να δείχνεις τα ελεεινά συμπτώματα εκείνης της εκ γενετής
αμφιβολίας σου. [Θυμήσου την ανάγκη της σκιάς.] Η μέθοδος είναι απλή. Το
μόνο που χρειάζεται είναι ένα κρεβάτι. Αν και στο πάτωμα ενδεχομένως να
είναι ακόμα πιο απλά τα πράγματα. Ξαπλώνεις. Απλώνεσαι. Τεντώνεις
νωχελικά τα άκρα σου στα τέσσερα σημεία του εντοιχισμένου σου ορίζοντα.
Και πάνω από όλα, το πιο σημαντικό, κλείνεις πολύ προσεκτικά τα μάτια.
[Κλείσε, προστάτεψε τα μάτια σου.] Όχι για να αποκοιμηθείς. Όχι για να
αφήσεις το όνειρο να έρθει πιο κοντά σου. Μα για να μη μπορέσει ο ήλιος ο
αδίστακτος την όρασή σου να πληγώσει. Σου είπα, μη με ρωτάς, ποιος ήλιος.
Το ξέρω πως είναι πια μεσάνυχτα. Και τότε όπως και τώρα. Μέσα Δεκέμβρη.
Κυψέλη και σφηκοφωλιά. Καρδιά της Βαβυλώνας. Το ξέρω πως εκεί, όπως κι
εδώ, μέσα σε εκείνην –μέσα σε αυτήν- τη χαμηλή την κάμαρα, όπου είχες
πάντα την εντύπωση πως θα έρθει να σε πλακώσει ο ουρανός, ο ήλιος, ακόμα
και αυτός της χειμωνιάτικης ακίνδυνής του εκδοχής ακούγεται μονάχα σαν
αστείο. [Μη γελάς.] Δεν είναι αστείο. [Χαμογέλασε.] Άλλωστε, εδώ δε μίλησε
κανείς για τον κυρ-ήλιο τον γνωστό, το σώμα το ουράνιο, μα για τον άλλο
ήλιο. Τον ψυχοποιό. Τον υπερβάλλοντα. Τον ήλιο του μυαλού σου. Σαλιώνω
τα δάχτυλά μου κι αρχίζω το κορμί σου να μετρώ. Δεν είναι σάλιο ετούτο το
υγρό που σε ποτίζει. Είναι που μόλις βγήκα από τη θάλασσα και έρχομαι
κοντά σου να ξαπλώσω. [Ζεστάθηκες;]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου