Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Είχα κατέβει στην Αθήνα να σου πω ότι δεν πάει άλλο. Είχε τελειώσει η ιστορία αυτή από καιρό, κι όμως εμείς τη συνεχίζαμε. Είχε τελειώσει και ο Δεύτερος Παγκόσμιος κι εμείς εκεί, ακόμα στα χαρακώματα του Πρώτου. Πέρασα πρώτα από το άλλο σπίτι, το παλιό, έτσι από συνήθεια. Χτύπησα το κουδούνι και βγήκε μια θεία που σου έμοιαζε. Μου είπε πως δε μένεις πια εκεί, πως μετακόμισες προσφάτως στο Χαλάνδρι. Τι ιστορίες είναι αυτές; άρχισα να φωνάζω. Κάτι μωρά, μέσα από τα δωμάτια, σκούζανε ανελέητα. «Κύριε, σας παρακαλώ», κλαψούριζε η σωσίας σου. «Τι έγινε; Ποιος είναι αυτός; Τι θέλει τέτοιαν ώρα;» Ένας χαμένος, φτυστός εγώ χωρίς μαλλιά, έσκασε τότε ξαφνικά πίσω από τη σκιά σου. «Τι θες, ρε φίλε;» ρώτησε κι αυτό το «φίλε» ακόμα τριγυρνά ανάμεσα στα αυτιά μου. Βγήκα ξανά στο δρόμο και άρχισα να τρέχω πανικόβλητος. Δύο στενά πιο κάτω ήτανε κάτι μπάτσοι. Μυρίσανε τον πανικό, άκουσαν την τρεχάλα και είπανε όχι, δε μπορεί, κάτι δεν πάει καλά εδώ, ποιος τρέχει τέτοιαν ώρα; Μου βάλανε τρικλοποδιά. Έπεσα με τα μούτρα. Μου ζήτησαν ταυτότητα. Την είχα στο αμάξι. Με ρώτησαν πού πάρκαρα. Είπα πως δε θυμάμαι. Το πιο λαγωνικό από αυτούς χάιδευε ήδη το περίστροφο στην ζώνη του. «Αφήστε τον! Τον ξέρω εγώ», φώναξε τότε κάποιος και όλοι μαζί γυρίσαμε να δούμε ποιος με ξέρει. Ένας καριόλης με ένα κίτρινο παλτό μου έκανε νόημα να πάω πιο κοντά του. «Με θυμάσαι, ρε;» Δεν τον θυμόμουν φυσικά, μα είπα ναι να ξεμπερδεύω με τους ένστολους. Πώς να ήξερα εκείνη τη στιγμή πού πήγαινα να μπλέξω; Βγήκαμε στην Ιπποκράτους σαν ζευγαράκι, πιασμένοι αγκαζέ. Όσο κατηφορίζαμε τόσο ένιωθα τα δάχτυλά του να χώνονται στο μπράτσο μου. «Που πάμε;» ρώτησα ψιθυριστά. Μπα όχι, δεν τον ρώτησα. Το σκέφτηκα μονάχα. Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Είχα κατέβει στην Αθήνα να σου πω ότι δεν πάει άλλο. «Θες λίγο ακόμα, μήπως;» Λίγο ακόμα από τι; «Λίγο ακόμα από αυτό που λες δεν πάει άλλο.» Θέλω, αλλά δεν πάει, είπαμε. «Τότε γιατί κατέβηκες;» Έτσι κι αλλιώς θα ερχόμουν. «Πες μου πως θες και τότε εγώ γυρνάω το χρόνο πίσω.» Στη Σόλωνος με άφησε. Σταμάτησε ένα ταξί. Μου είπε να κάτσω πίσω. «Που πάμε;» ρώτησε ο οδηγός πολύ βαριεστημένα. «Δυο χιλιάδες τέσσερα», απάντησε ο άλλος. «Τι μήνα τον αφήνω;». Πήγα να βγω πριν τρελαθώ. Δεν άνοιγε από μέσα. «Αύγουστο, πάντα Αύγουστο», απάντησε ο άλλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου