"Αν ήσουν νύχτα, θα ήσουνα η τελευταία." Δεν της το είπα. Το σκέφτηκα μονάχα.
Ενώ εκείνη τραβούσε τις κουρτίνες. Να μπει το φως του δρόμου στο δωμάτιο. Να μας αποκαλύψει.
"Τι ώρα πρέπει να είσαι στο σταθμό; Αλήθεια, έχεις βγάλει εισιτήριο; Που είναι οι αποσκευές σου; Έχε το νου σου, μην αφήσεις πίσω τίποτα! Πίσω να μη γυρίσεις!"
Τα λόγια της αμήχανα το μαξιλάρι μου ξεσκίζαν. Λωρίδες κόβαν τα σεντόνια μου. Τα κρέμαγαν από ψηλά. Και το παράθυρο στο δρόμο ακουμοπούσε.
Να φύγω θέλανε μιαν ώρα αρχύτερα.
Να μην προλάβω καν να το σκεφτώ.
Να πω, "το ξέρεις, θα μου λείψεις".
Όλα αυτά τα πρακτικά ζητήματα. Στο θάνατο, στο χωρισμό. Όλα αυτά που δε σε αφήνουν να σκεφτείς πως αύριο δεν υπάρχει.
"Από τι ξύλο να είναι, άραγε, το φέρετρο; Μια όμορφη φωτογραφία του νεκρού, που να χαμογελάει. Κάποιος να πάρει τους φίλους του τηλέφωνο! Να μην το μάθουν από αλλού! Κάποιος να τους ξυπνήσει!"
Το φως του δρόμου έριξε τη σκιά της πάνω μου. Με βάραινε. Δε μου έφτανε. Κοίταξα το ρολόι μου. Υπήρχε ακόμα χρόνος.
"Έλα για λίγο πλάι μου! Πέντε λεπτά ακόμα!"
Ξάπλωσε. Με αγκάλιασε. Με φίλησε. Με πήρε.
"Τι σκέφτεσαι", με ρώτησε.
"Αν ήσουν ιστορία, θα ήσουνα αυτή". Ψέμματα. Δεν το σκέφτηκα. Έτσι, απλώς το είπα.
Ενώ εκείνη τραβούσε τις κουρτίνες. Να μπει το φως του δρόμου στο δωμάτιο. Να μας αποκαλύψει.
"Τι ώρα πρέπει να είσαι στο σταθμό; Αλήθεια, έχεις βγάλει εισιτήριο; Που είναι οι αποσκευές σου; Έχε το νου σου, μην αφήσεις πίσω τίποτα! Πίσω να μη γυρίσεις!"
Τα λόγια της αμήχανα το μαξιλάρι μου ξεσκίζαν. Λωρίδες κόβαν τα σεντόνια μου. Τα κρέμαγαν από ψηλά. Και το παράθυρο στο δρόμο ακουμοπούσε.
Να φύγω θέλανε μιαν ώρα αρχύτερα.
Να μην προλάβω καν να το σκεφτώ.
Να πω, "το ξέρεις, θα μου λείψεις".
Όλα αυτά τα πρακτικά ζητήματα. Στο θάνατο, στο χωρισμό. Όλα αυτά που δε σε αφήνουν να σκεφτείς πως αύριο δεν υπάρχει.
"Από τι ξύλο να είναι, άραγε, το φέρετρο; Μια όμορφη φωτογραφία του νεκρού, που να χαμογελάει. Κάποιος να πάρει τους φίλους του τηλέφωνο! Να μην το μάθουν από αλλού! Κάποιος να τους ξυπνήσει!"
Το φως του δρόμου έριξε τη σκιά της πάνω μου. Με βάραινε. Δε μου έφτανε. Κοίταξα το ρολόι μου. Υπήρχε ακόμα χρόνος.
"Έλα για λίγο πλάι μου! Πέντε λεπτά ακόμα!"
Ξάπλωσε. Με αγκάλιασε. Με φίλησε. Με πήρε.
"Τι σκέφτεσαι", με ρώτησε.
"Αν ήσουν ιστορία, θα ήσουνα αυτή". Ψέμματα. Δεν το σκέφτηκα. Έτσι, απλώς το είπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου