Μια άλλη πρώτη μας φορά, που έτσι τυχαία μου έρχεται στο νου, ήταν εκείνη στη Θεσσαλονίκη. Εντάξει, αυτή ήταν κι η τελευταία μας, θα έλεγε εκείνη με το λογιστικό της το μυαλό ή ίσως θα επισήμανε κάποιος σχολαστικός και ηδονοβλεψίας αναγνώστης. Κι όμως, ακόμα και η τελευταία μας φορά, ως μια χαρά πρώτη φορά εγώ θα τη θυμάμαι.
Ήτανε η παραμονή των γενεθλίων της. Ήταν σε πένθος –είχε μόλις πεθάνει ο παππούς- κι έτσι δε σκόπευε να τα γιορτάσει. Είχε ανεβεί να βρει τις φίλες της, με τις οποίες την επόμενη θα έφευγαν για τις διακοπές τους. Εγώ ανέβηκα για να της πω χρόνια πολλά και να τη δω λιγάκι. Γενικά όλοι μας τότε ακόμα ανεβαίναμε ή έτσι τουλάχιστον νομίζαμε. Η πτώση ξεκίνησε μετά.
Ίσως τελικά να πήγα στη Θεσσαλονίκη, όχι για να τη δω, μα πιο πολύ για να με δει εκείνη. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Είναι εκεί που μάλλον αρχίζουν να μαλώνουνε μες στο κεφάλι του αναγνώστη η ιδιότητα του σχολαστικού με εκείνη του ηδονοβλεψία.
Εγώ έμενα στο Νίκο. Εκείνη από εδώ και από εκεί, όπως της άρεσε, σε αυτή τη φάση της ζωής της.
Κανονίσαμε να συναντηθούμε σε κάποιο μέρος κεντρικό. Είχα μαζί μου ελάχιστα λεφτά. Μόλις που μου έφταναν για μια-δυο μπύρες και για τα εισιτήρια. Ο Νίκος έλειπε και ούτε καν να δανειστώ το βράδυ εκείνο δε μπορούσα.
Από το να πάω με άδεια χέρια και να έχω για να πληρώσω τα ποτά, διάλεξα φυσικά το πρώτο. Έφαγα μισή ώρα στην Εγνατία να ψάχνω λουλουδάδικο. Στο τέλος βρήκα ένα πλάι σχεδόν στο μέρος όπου είχαμε ορίσει για το ραντεβού.
Δεν ξέρω τι απέγινε εκείνο το κόκκινο –νομίζω- τριαντάφυλλο. Είναι πολλά αυτά που αναρωτιέμαι τί απέγιναν ή τί θα απογίνουν.
Δεν το είχε αποφασίσει αν θα κοιμόμασταν μαζί το βράδυ εκείνο. Ίσως να ήταν η εξέλιξη του ραντεβού που να την έκανε να έρθει τελικά κι αυτή στο σπίτι όπου έμενα. Ίσως και να ήταν κάτι άλλο.
Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι του Νίκου – εγώ κανονικά κοιμόμουνα στον καναπέ. Θυμάμαι πόσο γρήγορα άλλαξα τα σεντόνια και πόσο αργά και βασανιστικά τα ξαναάλλαξα το επόμενο πρωί, πριν επιστρέψει ο φίλος μου στο σπίτι.
Λίγο νωρίτερα στο Ούρμπαν μου είχε κάνει κάτι περίεργα παράπονα. Πως νιώθει, έλεγε, περίεργα με το σώμα της. Πως δεν της δείχνω πόσο πολύ το αγαπώ. Μου είχαν φανεί τόσο πολύ εξωφρενικά. Αυτό το σώμα είχε πια μες στο μυαλό μου πάρει διαστάσεις μεταφυσικές. Δεν ήταν απλώς ο ορισμός της θηλυκότητας, μα η ίδια η εμπράγματη αφήγηση κάθε απωθημένου και φαντασίωσης μου. Δεν ξέρω αν δεν το έδειχνα πραγματικά. Ίσως δεν ξέρω αν τελικά το έχω στο να δείχνω. Πάντως, νομίζω πως τουλάχιστον λιγάκι υπερέβαλε. Από την άλλη ποιος είμαι εγώ, που θα μιλήσω για υπερβολές;
Ξαπλώσαμε λοιπόν στο ξένο το κρεβάτι –κάποια στιγμή πρέπει να θυμηθώ να κάτσω και να απαριθμήσω όλα του κόσμου τα κρεβάτια που μας φιλοξένησαν- και αρχίσαμε αμέσως το παιχνίδι.
Μου άρεσε τόσο πολύ να εξερευνώ με τη γλώσσα μου το σώμα της κι ακόμα πιο πολύ μου άρεσε να βλέπω πόσο πολύ της άρεσε εκείνης. Μετά όμως ειδικά από εκείνα τα περίεργα παράπονα της, η γλώσσα μου στ’ αλήθεια λαχταρούσε να της αποδείξει πόσο άδικο είχε τελικά. Και δε μιλάω μόνο για το μουνί της ή τον κώλο της. Αυτό θα ήτανε το προφανές. Και δε μιλάω μόνο για τα βυζιά της. Αυτά ποτέ δε μου έκαναν παράπονα. Μιλάω για το όλον της κορμί. Το σύνολο της επιφάνειάς της.
Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτή η εξερεύνηση. Δύσκολο σε τέτοιες καταστάσεις να κρατήσεις επαφή, υπό το βάρος όλως των άλλων των αισθήσεων, με την ασήμαντη την αίσθηση του χρόνου. Θυμάμαι μόνο πως συνειδητοποίησα πόσο πολύ είχε η γλώσσα μου μουδιάσει, την ώρα που διέτρεχε για ακόμα μια φορά τη ραχοκοκαλιά της.
Σταμάτησα και είδα το σώμα της να πάλλεται. Όχι πως ήμουν σε καλύτερη κατάσταση εγώ. Μετά από τόσα πολλά ορεκτικά, κι οι δυο μας με μανία πια αναζητούσαμε του έρωτα μας το κυρίως πιάτο. Το μόνο που έμενε ήταν κάποιος να βρεθεί την ώρα την κατάλληλη και να το παραγγείλει.
Πηδηχτήκαμε όμορφα, αργά, αρμονικά. Χωρίς βία και ακροβατικά, που άλλοτε συνηθίζαμε. Και όταν τέλειωσα, ένιωσα πως τέλειωνε κι ο χρόνος μου μαζί μου.
Ξάπλωσα δίπλα της και την αγκάλιασα. «Σε αγαπώ», της είπα. Δεν ξέρω πως μου ήρθε. Πρώτη φορά πρέπει να λέω κάτι τόσο αυτονόητο μετά από του έρωτα τη σκοτεινή διαδικασία. Μου βγήκε έτσι αυθόρμητα. Λες κι ήτανε το σώμα μου εκείνο που το είπε. Λες κι ήταν το δικό της σώμα στο οποίο απευθύνοταν.
«Τι είπες», με ρώτησε, με ύφος σα να την αιφνιδίασα.
«Σε αγαπώ», της επανέλαβα.
«Τι είπες», ακόμα με ρωτάει.
Ήτανε η παραμονή των γενεθλίων της. Ήταν σε πένθος –είχε μόλις πεθάνει ο παππούς- κι έτσι δε σκόπευε να τα γιορτάσει. Είχε ανεβεί να βρει τις φίλες της, με τις οποίες την επόμενη θα έφευγαν για τις διακοπές τους. Εγώ ανέβηκα για να της πω χρόνια πολλά και να τη δω λιγάκι. Γενικά όλοι μας τότε ακόμα ανεβαίναμε ή έτσι τουλάχιστον νομίζαμε. Η πτώση ξεκίνησε μετά.
Ίσως τελικά να πήγα στη Θεσσαλονίκη, όχι για να τη δω, μα πιο πολύ για να με δει εκείνη. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Είναι εκεί που μάλλον αρχίζουν να μαλώνουνε μες στο κεφάλι του αναγνώστη η ιδιότητα του σχολαστικού με εκείνη του ηδονοβλεψία.
Εγώ έμενα στο Νίκο. Εκείνη από εδώ και από εκεί, όπως της άρεσε, σε αυτή τη φάση της ζωής της.
Κανονίσαμε να συναντηθούμε σε κάποιο μέρος κεντρικό. Είχα μαζί μου ελάχιστα λεφτά. Μόλις που μου έφταναν για μια-δυο μπύρες και για τα εισιτήρια. Ο Νίκος έλειπε και ούτε καν να δανειστώ το βράδυ εκείνο δε μπορούσα.
Από το να πάω με άδεια χέρια και να έχω για να πληρώσω τα ποτά, διάλεξα φυσικά το πρώτο. Έφαγα μισή ώρα στην Εγνατία να ψάχνω λουλουδάδικο. Στο τέλος βρήκα ένα πλάι σχεδόν στο μέρος όπου είχαμε ορίσει για το ραντεβού.
Δεν ξέρω τι απέγινε εκείνο το κόκκινο –νομίζω- τριαντάφυλλο. Είναι πολλά αυτά που αναρωτιέμαι τί απέγιναν ή τί θα απογίνουν.
Δεν το είχε αποφασίσει αν θα κοιμόμασταν μαζί το βράδυ εκείνο. Ίσως να ήταν η εξέλιξη του ραντεβού που να την έκανε να έρθει τελικά κι αυτή στο σπίτι όπου έμενα. Ίσως και να ήταν κάτι άλλο.
Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι του Νίκου – εγώ κανονικά κοιμόμουνα στον καναπέ. Θυμάμαι πόσο γρήγορα άλλαξα τα σεντόνια και πόσο αργά και βασανιστικά τα ξαναάλλαξα το επόμενο πρωί, πριν επιστρέψει ο φίλος μου στο σπίτι.
Λίγο νωρίτερα στο Ούρμπαν μου είχε κάνει κάτι περίεργα παράπονα. Πως νιώθει, έλεγε, περίεργα με το σώμα της. Πως δεν της δείχνω πόσο πολύ το αγαπώ. Μου είχαν φανεί τόσο πολύ εξωφρενικά. Αυτό το σώμα είχε πια μες στο μυαλό μου πάρει διαστάσεις μεταφυσικές. Δεν ήταν απλώς ο ορισμός της θηλυκότητας, μα η ίδια η εμπράγματη αφήγηση κάθε απωθημένου και φαντασίωσης μου. Δεν ξέρω αν δεν το έδειχνα πραγματικά. Ίσως δεν ξέρω αν τελικά το έχω στο να δείχνω. Πάντως, νομίζω πως τουλάχιστον λιγάκι υπερέβαλε. Από την άλλη ποιος είμαι εγώ, που θα μιλήσω για υπερβολές;
Ξαπλώσαμε λοιπόν στο ξένο το κρεβάτι –κάποια στιγμή πρέπει να θυμηθώ να κάτσω και να απαριθμήσω όλα του κόσμου τα κρεβάτια που μας φιλοξένησαν- και αρχίσαμε αμέσως το παιχνίδι.
Μου άρεσε τόσο πολύ να εξερευνώ με τη γλώσσα μου το σώμα της κι ακόμα πιο πολύ μου άρεσε να βλέπω πόσο πολύ της άρεσε εκείνης. Μετά όμως ειδικά από εκείνα τα περίεργα παράπονα της, η γλώσσα μου στ’ αλήθεια λαχταρούσε να της αποδείξει πόσο άδικο είχε τελικά. Και δε μιλάω μόνο για το μουνί της ή τον κώλο της. Αυτό θα ήτανε το προφανές. Και δε μιλάω μόνο για τα βυζιά της. Αυτά ποτέ δε μου έκαναν παράπονα. Μιλάω για το όλον της κορμί. Το σύνολο της επιφάνειάς της.
Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτή η εξερεύνηση. Δύσκολο σε τέτοιες καταστάσεις να κρατήσεις επαφή, υπό το βάρος όλως των άλλων των αισθήσεων, με την ασήμαντη την αίσθηση του χρόνου. Θυμάμαι μόνο πως συνειδητοποίησα πόσο πολύ είχε η γλώσσα μου μουδιάσει, την ώρα που διέτρεχε για ακόμα μια φορά τη ραχοκοκαλιά της.
Σταμάτησα και είδα το σώμα της να πάλλεται. Όχι πως ήμουν σε καλύτερη κατάσταση εγώ. Μετά από τόσα πολλά ορεκτικά, κι οι δυο μας με μανία πια αναζητούσαμε του έρωτα μας το κυρίως πιάτο. Το μόνο που έμενε ήταν κάποιος να βρεθεί την ώρα την κατάλληλη και να το παραγγείλει.
Πηδηχτήκαμε όμορφα, αργά, αρμονικά. Χωρίς βία και ακροβατικά, που άλλοτε συνηθίζαμε. Και όταν τέλειωσα, ένιωσα πως τέλειωνε κι ο χρόνος μου μαζί μου.
Ξάπλωσα δίπλα της και την αγκάλιασα. «Σε αγαπώ», της είπα. Δεν ξέρω πως μου ήρθε. Πρώτη φορά πρέπει να λέω κάτι τόσο αυτονόητο μετά από του έρωτα τη σκοτεινή διαδικασία. Μου βγήκε έτσι αυθόρμητα. Λες κι ήτανε το σώμα μου εκείνο που το είπε. Λες κι ήταν το δικό της σώμα στο οποίο απευθύνοταν.
«Τι είπες», με ρώτησε, με ύφος σα να την αιφνιδίασα.
«Σε αγαπώ», της επανέλαβα.
«Τι είπες», ακόμα με ρωτάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου