Μια από τις πιο δύσκολες ερωτήσεις που θα μπορούσα να απευθύνω στον εαυτό μου είναι πότε ήταν η πρώτη φορά που κάναμε έρωτα. Επίσης, ούτε στην ερώτηση πώς ήτανε η πρώτη μας φορά, μπορώ να δώσω με ασφάλεια απάντηση. Στην πρώτη περίπτωση, γιατί στην πραγματικότητα δεν υπήρξε μία πρώτη φορά, αλλά πολλές. Στην ουσία, λίγο πολύ, όλες μας οι φορές πρώτες ήταν. Όποτε, κάπως έτσι προκύπτει και η δυσκολία του δεύτερου ερωτήματος: υπάρχουν τόσα «πώς» όσες και οι πάντα πρώτες μας φορές.
Έτσι, στην τύχη, μπορώ να απαριθμήσω μερικές, και μάλιστα παραλείποντας την όντως πρώτη χρονικά ή έστω ημερολογιακά, αφού άλλο του ημερολογίου η εφεύρεση κι άλλο η σκοτεινή ψευδαίσθηση του χρόνου.
Μια –πολύ- πρώτη μας φορά ήταν μόλις που είχα επιστρέψει από κάποιο σύντομο ταξίδι στην Αθήνα. Θυμάμαι πως έβρεχε σε όλη σχεδόν τη διαδρομή, όπως νομίζω πως θυμάμαι και τη μουσική που άκουγα στο δρόμο.
Πέρασα αμέσως από το σπίτι της, γιατί στ’ αλήθεια μου είχε λείψει αρκετά κι ήθελα να συνδέσω την επιστροφή μου με εκείνη. Άλλωστε, και στο εξής σε όλα τα επόμενα ταξίδια, όταν επέστρεφα, σε εκείνη ήταν που επέστρεφα και όχι φυσικά στην πόλη μου, στο σπίτι ή έστω στην καθημερινότητά μου.
Χτύπησα το κουδούνι της –ήμασταν στις αρχές ακόμα και δε μου είχε δώσει τα κλειδιά- και ανυπόμονος περίμενα να μου ανοίξει. Άργησε τόσο, που άρχισα να σκέφτομαι πως ίσως είχε βγει, μα πάνω που πήγα να βγάλω το τηλέφωνο την άκουσα να ξεκλειδώνει.
Ήταν τυλιγμένη στις πετσέτες της και το νερό έσταζε ακόμα από τα μαλλιά της, ενώ ρυάκια έτρεχαν στα μπούτια της και μούσκευαν το πάτωμα και τη διάθεσή μου.
Την αγκάλιασα και οι σταγόνες της βροχής αγκάλιασαν και αυτές του αχνίζοντος κορμιού της τις σταγόνες.
Δεν είπαμε πολλά. Ίσως και να μη μιλήσαμε καθόλου. Πήγαμε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα. Ξαπλώσαμε. Εκείνη ήδη ήτανε γυμνή. Εγώ ούτε που θυμάμαι πως ξεφορτώθηκα τη μπλούζα και το παντελόνι μου. Και τότε, μόλις τα σώματά μας αναγνωρίστηκαν ξανά, χωρίς την περιττή τη μεσολάβηση των ρούχων, ένιωσα ξαφνικά κάτι σαν ρεύμα θανατηφόρας έντασης να με διαπερνάει. «Τι είναι αυτό», αναρωτήθηκα, ενώ κρατώντας την από τη μέση, έχωνα λαίμαργα το πρόσωπό μου στο μουνί της.
Δε μπόρεσα μια πρόχειρη απάντηση να βρω. Και έτσι, όσο και να διψούσα για τα πληθωρικά υγρά της, έστρεψα ξανά την προσοχή μου στην επιδερμίδα της. Άρχισα να τη χαϊδεύω και να τη γλύφω με μανία. Δεν πίστευα αυτό που μου συνέβαινε. Ο εξωτερικός φλοιός του αντικείμενου του πόθου μου με είχε συνεπάρει. Ένιωθα λες και δεν ήμουνα εγώ που χάιδευα το δέρμα της, αλλά πως ήταν, με κάποιο τρόπο ανεξήγητο, το δέρμα της που χάιδευε τα δάχτυλά μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησαν αυτά τα προκαταρκτικά. Ίσως σε κάποιο σύμπαν άγνωστο, παράλληλο, τα χέρια μου να την εξερευνούν ακόμα. Θυμάμαι βέβαια πολύ καλά το ερωτευμένο πήδημα μας που ύστερα ακολούθησε. Έρωτας πλήρης, κυριολεκτικός. Και όχι «σεξ» και τέτοιες μονολεκτικές, σύντομες ιστορίες.
Από το απόγευμα εκείνο οι σκέψεις μου είχανε πλέον στοιχειωθεί από την έμμονη ιδέα του πιο μεθυστικού περιτυλίγματος που γνώρισε ποτέ η εξέλιξη του ανθρωπίνου είδους. Έφευγα μακριά, ταξίδευα και η ανάμνηση αυτή ήταν η πρώτη που μου γεννούσε μέσα μου την αίσθηση της έλλειψης, πριν καν ακόμα δημιουργηθούν μες στο μυαλό η απόσταση και η απουσία.
Η καριολίτσα, αυτό το γνώριζε καλά. Και δεν παρέλειπε ποτέ να μου το υπενθυμίζει. «Σου λείπει η επιδερμίδα μου;» μου έστειλε ένα χιονισμένο βράδυ στις Βρυξέλλες σαδιστικά ένα μήνυμα. Και πριν προλάβω να δώσω την αυτονόητη απάντηση, μου σκάει και μια ημίγυμνη ημιτελή φωτογραφία. Όχι κάτι πολύ προκλητικό. Καμία σχέση με κώλους και βυζιά. Τίποτα τέτοιο. Ένα κομμάτι μόνο του λαιμού της. Κι όμως αρκούσε να μου θυμίσει πόσο πρώτη ήταν εκείνη η πρώτη μας φορά, το μουσκεμένο αυτό απόγευμα εκείνου του μακρινού, σαν να ήταν χθες τουλάχιστον, Οκτώβρη.
Έτσι, στην τύχη, μπορώ να απαριθμήσω μερικές, και μάλιστα παραλείποντας την όντως πρώτη χρονικά ή έστω ημερολογιακά, αφού άλλο του ημερολογίου η εφεύρεση κι άλλο η σκοτεινή ψευδαίσθηση του χρόνου.
Μια –πολύ- πρώτη μας φορά ήταν μόλις που είχα επιστρέψει από κάποιο σύντομο ταξίδι στην Αθήνα. Θυμάμαι πως έβρεχε σε όλη σχεδόν τη διαδρομή, όπως νομίζω πως θυμάμαι και τη μουσική που άκουγα στο δρόμο.
Πέρασα αμέσως από το σπίτι της, γιατί στ’ αλήθεια μου είχε λείψει αρκετά κι ήθελα να συνδέσω την επιστροφή μου με εκείνη. Άλλωστε, και στο εξής σε όλα τα επόμενα ταξίδια, όταν επέστρεφα, σε εκείνη ήταν που επέστρεφα και όχι φυσικά στην πόλη μου, στο σπίτι ή έστω στην καθημερινότητά μου.
Χτύπησα το κουδούνι της –ήμασταν στις αρχές ακόμα και δε μου είχε δώσει τα κλειδιά- και ανυπόμονος περίμενα να μου ανοίξει. Άργησε τόσο, που άρχισα να σκέφτομαι πως ίσως είχε βγει, μα πάνω που πήγα να βγάλω το τηλέφωνο την άκουσα να ξεκλειδώνει.
Ήταν τυλιγμένη στις πετσέτες της και το νερό έσταζε ακόμα από τα μαλλιά της, ενώ ρυάκια έτρεχαν στα μπούτια της και μούσκευαν το πάτωμα και τη διάθεσή μου.
Την αγκάλιασα και οι σταγόνες της βροχής αγκάλιασαν και αυτές του αχνίζοντος κορμιού της τις σταγόνες.
Δεν είπαμε πολλά. Ίσως και να μη μιλήσαμε καθόλου. Πήγαμε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα. Ξαπλώσαμε. Εκείνη ήδη ήτανε γυμνή. Εγώ ούτε που θυμάμαι πως ξεφορτώθηκα τη μπλούζα και το παντελόνι μου. Και τότε, μόλις τα σώματά μας αναγνωρίστηκαν ξανά, χωρίς την περιττή τη μεσολάβηση των ρούχων, ένιωσα ξαφνικά κάτι σαν ρεύμα θανατηφόρας έντασης να με διαπερνάει. «Τι είναι αυτό», αναρωτήθηκα, ενώ κρατώντας την από τη μέση, έχωνα λαίμαργα το πρόσωπό μου στο μουνί της.
Δε μπόρεσα μια πρόχειρη απάντηση να βρω. Και έτσι, όσο και να διψούσα για τα πληθωρικά υγρά της, έστρεψα ξανά την προσοχή μου στην επιδερμίδα της. Άρχισα να τη χαϊδεύω και να τη γλύφω με μανία. Δεν πίστευα αυτό που μου συνέβαινε. Ο εξωτερικός φλοιός του αντικείμενου του πόθου μου με είχε συνεπάρει. Ένιωθα λες και δεν ήμουνα εγώ που χάιδευα το δέρμα της, αλλά πως ήταν, με κάποιο τρόπο ανεξήγητο, το δέρμα της που χάιδευε τα δάχτυλά μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησαν αυτά τα προκαταρκτικά. Ίσως σε κάποιο σύμπαν άγνωστο, παράλληλο, τα χέρια μου να την εξερευνούν ακόμα. Θυμάμαι βέβαια πολύ καλά το ερωτευμένο πήδημα μας που ύστερα ακολούθησε. Έρωτας πλήρης, κυριολεκτικός. Και όχι «σεξ» και τέτοιες μονολεκτικές, σύντομες ιστορίες.
Από το απόγευμα εκείνο οι σκέψεις μου είχανε πλέον στοιχειωθεί από την έμμονη ιδέα του πιο μεθυστικού περιτυλίγματος που γνώρισε ποτέ η εξέλιξη του ανθρωπίνου είδους. Έφευγα μακριά, ταξίδευα και η ανάμνηση αυτή ήταν η πρώτη που μου γεννούσε μέσα μου την αίσθηση της έλλειψης, πριν καν ακόμα δημιουργηθούν μες στο μυαλό η απόσταση και η απουσία.
Η καριολίτσα, αυτό το γνώριζε καλά. Και δεν παρέλειπε ποτέ να μου το υπενθυμίζει. «Σου λείπει η επιδερμίδα μου;» μου έστειλε ένα χιονισμένο βράδυ στις Βρυξέλλες σαδιστικά ένα μήνυμα. Και πριν προλάβω να δώσω την αυτονόητη απάντηση, μου σκάει και μια ημίγυμνη ημιτελή φωτογραφία. Όχι κάτι πολύ προκλητικό. Καμία σχέση με κώλους και βυζιά. Τίποτα τέτοιο. Ένα κομμάτι μόνο του λαιμού της. Κι όμως αρκούσε να μου θυμίσει πόσο πρώτη ήταν εκείνη η πρώτη μας φορά, το μουσκεμένο αυτό απόγευμα εκείνου του μακρινού, σαν να ήταν χθες τουλάχιστον, Οκτώβρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου