πινω καφε σε ενα μαγαζι. στο διπλανο τραπεζι μια ηλικιωμενη κυρια διαβαζει εφημεριδα. καποια στιγμη νιωθω πως κατι θελει να μου πει. γυριζω, την κοιταζω κ βλεπω οτι δεν μιλαει σε μενα, αλλα διαβαζει ψιθυριστα το αρθρο που βρισκεται κατω απο τα ματια της. θυμαμαι πως κ η γιαγια μου, καμια φορα, διαβαζε καπως ετσι τους υποτιτλους απο τα ξενα σηριαλ που παρακολουθουσε κ καπως με την αναμνηση αυτη, ασπουμε, συγκινουμαι.
λιγο μετα, ομως, που αρχιζω κ ξεχωριζω μεσα απο το μουρμουρητο της καποιες λεξεις, κ κυριως οταν προσεχω τον τροπο που τονιζει καποιες απο αυτες, ενω αλλες μοιαζει σαν να τις αποσιωπα, να τις εξαφανιζει, συνειδητοποιω οτι η γυναικα αυτη στην πραγματικοτητα δεν διαβαζει την εφημεριδα της, αλλα μαλλον προσευχεται ή απαγγελει, ξερωγω, καποιο ξορκι μαγικο που οταν το ολοκληρωσει, θα αποκαλυφθει πως ολα οσα ειναι γραμμενα εκει μεσα, ολη η επικαιροτητα, ολοκληρη αυτη η φρικιαστικη, φαιδρα ειδησειογραφια δεν ειναι πλεον παρα ενα ονειρο, μια σκια, μια πλανη. βεβαια, και η γιαγια μου, τωρα που το ξανασκεφτομαι, ισως δεν ηταν οι υποτιτλοι της τηλεορασης αυτο που την ακουγα καμια φορα να επαναλαμβανει, αλλα, ποιος ξερει, μπορει να προσπαθουσε να μας πει πού ειχε κρυψει καποιον θησαυρο ή ποτε, ποια μερα κ ωρα ακριβως θα καταστραφει ο κοσμος ή ποιο σταληθεια ειναι το νοημα της ζωης ή κατι τετοιο τελος παντων, μεχρι που μια μερα εφυγε κ πηρε το οποιο μυστικο μαζι της.
απο αυτες τη σκεψεις ερχεται να με βγαλει ο γιος της διπλανης κυριας, που φτανει καποια στιγμη στο μαγαζι, καπως εκνευρισμενος. "ελα, ρε μανα... γιατι δεν το σηκωνεις το τηλεφωνο; δεκα φορες σε πηρα...", της λεει κ τραβαει καρεκλα για να κατσει. "με συγχωρεις, αγορι μου", του απανταει εκεινη, ριχνοντας μια ματια στην απαρχαιωμενη συσκευη της, "δεν το ακουσα, γιατι σας εχω βαλει ολους στο αθορυβο"
x
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου