Ακούω έξω στον δρόμο φασαρία και βγαίνω στην πόρτα να δω τι παίζει. Δεν βλέπω τίποτα. Ξαναμπαίνω μέσα. Η φασαρία, όμως, συνεχίζεται. Σηκώνομαι και βγαίνω πάλι έξω. Μαζί με μένα έχουν βγει όλοι σχεδόν οι γείτονες στις πόρτες των καταστημάτων και από πάνω στα μπαλκόνια τους. Κοιταζόμαστε όλοι με απορία. Ακούμε φωνές, αλλά ούτε βλέπουμε κανέναν να φωνάζει ούτε καταλαβαίνουμε πού ακριβώς βρίσκονται αυτοί που μαλώνουν. Και όμως, μοιάζει σαν να είναι δίπλα μας, εκεί, ανάμεσά μας. Ολόκληρη η γειτονιά είναι στα πρόθυρα της ομαδικής παράκρουσης.
Όσο περνάει η ώρα, τόσο η ένταση αυξάνεται. Τώρα, οι αόρατοι καβγατζήδες δεν μαλώνουν απλώς. Σφάζονται. «Ρε παιδιά, κάτι να κάνουμε», πετάγεται ένας γείτονας. «Και τι να κάνουμε, ρε φιλέ;» του λέει ο διπλανός του. «Να φωνάξουμε την αστυνομία», προτείνει ένας τρίτος. «Δεν είναι δική μας δουλεία», ένας άλλος παρεμβαίνει. «Από εκεί, από την πολυκατοικία απέναντι, ακούγονται. Να ανέβουμε να δούμε τι συμβαίνει», προτείνει κάποιος. «Κι εσένα τι σε νοιάζει;» άλλος την πρότασή του αμέσως απορρίπτει.
Κουβέντα στην κουβέντα, αρχίζει να τσακώνεται ολόκληρη η γειτονιά. Φανερώνεται ο χαρακτήρας του καθενός. Ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα, αλλά και ολόκληρο το φάσμα των πολιτικών αντιλήψεων μιας κοινωνίας, διά ασήμαντο -που λένε- αφορμή, αποκαλύπτεται. Τώρα η πρώτη, η αρχική φασαρία έχει ξεχαστεί και οι φωνές που μας έβγαλαν στον δρόμο ούτε που ακούγονται. Και όμως, με έναν τρόπο παράδοξο, το μυστήριο των αόρατων καβγατζήδων λύνεται: Τελικά εμείς ήμασταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου